Απόμαχος πια της ζωής, ο γέρο τσέλιγκας, κάθε λιόγερμα κρατώντας την πιτίδια πολυκεντημένη του, από αγριελιά γκλίτσα του, έπαιρνε το μονοπάτι που θα τον οδηγούσε λίγο έξω από το χωριό, στην πουρναροσκέπαστη, καταπράσινη ραχούλα.
«Δύο δρασκελιές δρόμος…» έλεγε όταν έφτανε στην αγαπημένη του κείνη γωνία, «είναι, που όταν ήμουνα νιος έφτανα πιο ογλήγορα κι από τα πουλιά. Τώρα όμως και η χελώνα θα με ξεπεράσει, αν ήταν δυνατό να τον διαβούμε μαζί» και συνέχιζε περίλυπα:
«Ω, πως πέρασαν τα χρόνια! Α ρε και να ήταν τα νιάτα δυο φορές…» συμπλήρωνε, «όπως το λέει και το δημοτικό μας τραγούδι! Α ρε και να ξανάνιωνα!» έλεγε και ξανάλεγε, καθισμένος τώρα στην μεγάλη πέτρα, στην νεραϊδοκαθισιά, έτσι την είχαν ονομάσει οι χωριανοί πριν από αμνημονεύτων χρόνων κι έτσι την έλεγε κι εκείνος. Κι ενώ ο ρήγας τ’ ουρανού έλουζε με τις χρυσοκόκκινες ακτίνες του τα βουνά και τους κάμπους της φιλενάδας του Γης, η ερωτευμένη κι αιώνια φιλενάδα του Δύση άπλωνε το αραχνοΰφαντο κατακόκκινο μαγνάδι της σιγά – σιγά, έχοντας ορθάνοιχτη την αγκαλιά της να τον υποδεχτεί, εκείνος, αγναντεύοντας πέρα μακριά, στο νου του ερχότανε χίλιες μύριες εικόνες που έζησε στο διάβα της πολύχρονης ζωής του. Εικόνες της δικής του εποχής, που καμιά σχέση δεν έχουν με τις τωρινές εικόνες της σημερινής, που διανύουμε, εποχής.
«Που πήγαν…» έλεγε σχεδόν ενδόμυχα, «κείνες οι υπέροχες, απαράμιλλης ομορφιάς – απευθυνόμενος ποιος ξέρει που – πως χάθηκαν όλες… που πήγαν εκείνες οι εικόνες που τέτοια ώρα ξετυλίγονταν σε κάθε γωνία του τόπου γύρω μου; Τότε…» έλεγε και ξανάλεγε, «…τέτοια ώρα – το θυμάμαι πολύ καλά – καθισμένος, νιος βοσκός, εδώ σε τούτη την νεραϊδοπολυθρόνα, αγνάντευα τον καταπράσινο ψωμοδότη κάμπο, ρουφώντας αχόρταγα τις μυρωδιές των μύριων λουλουδιών κι ευφραινόταν η ψυχή μου, ενώ ο ζευγάς, κείνη την ώρα, έλυνε το ζευγάρι του. Εκείνη την ώρα έβλεπα και την κόρη να έρχεται, καμαρωτή και βεργολυγιστή, ν’ ανάψει τα καντήλια στο μικρό εκκλησάκι του Αϊ – Λιά, ενώ η γριά μάνα έλυνε τα οικόσιτα ζώα της από το χωράφι να τα συμμαζέψει στο σπίτι και ο ήχος από τα κυπροκούδουνα σου μάγευε την ψυχή. Που πήγαν εκείνες οι όμορφες στιγμές…» έλεγε, «… που ζούσα τότε! Ω, τις θυμάμαι κι ανατριχιάζω, όμως δεν ξέρω αν είναι από χαρά ή από λύπη. Τότε, τούτη την ώρα, όταν σφιχταγκαλιάζονταν η νύχτα με την μέρα, έβαζα κι εγώ το κοπάδι μου στο μονοπάτι κι ήμουν από κοντά να το κλείσω στο μαντρί, ενώ ψηλά, στο δώμα τ’ ουρανού, τ’ αστέρια το στόλιζαν κι έμοιαζε σαν κεντητή μαντανία, πλεγμένη από πιτίδια χέρια της υφάντρας κόρης» και σκουπίζοντας κάπου – κάπου τα δάκρυα που έκαναν την εμφάνισή τους στις βρύσες των γέρικων πια ματιών του, έλεγε χαϊδεύοντας τα κάτασπρα σαν το χιόνι μαλλιά του:
«Πως ρήμαξαν έτσι τα χωριά μας κι απόμειναν μόνο μαυροντυμένες γριές και ασπρογένηδες γέροι, καρτερώντας τον αγλύκαντο και μονάχα αυτόν να μας πάρει την ψυχή! Έπαψε πια…» έλεγε, «και δεν ακούγεται ο χαρούμενος ήχος της καμπάνας για τον εσπερινό. Μονάχα ο θλιβερός νεκρικός ήχος ακούγεται τώρα πλια. Σώπασαν και τα τραγούδια των θεριστάδων, σώπασαν και τα τραγούδια του ζευγολάτη, σώπασαν και τα τραγούδια των οργανοπαιχτών στα πανηγύρια των ξωκλησιών… τίποτα πια δεν μοιάζει με την παλιά κείνη εποχή. Χέρσωσαν τα μονοπάτια, γίνηκαν αδιάβατα και πλια διαβάτες δεν διαβαίνουν όπως λέει κι ο ποιητής και το χειρότερο απ’ όλα… γκρέμισαν τα σχολειά μας και γίνηκαν φωλιές των σκορπιών και άλλων ερπετών και των κουκουβαγιών».
«Εγώ…» έλεγε με παράπονο πικρό και τα ξερά, σαν τα κίτρινα φύλλα της λεύκας χείλη του, στάλαζαν φαρμάκι, «…εγώ…» ξανάλεγε με παράπονο, «…δεν είχα την χαρά να δρασκελίσω το κατώφλι του σχολείου, αλλά χαιρόμουνα κι αγαλλίαζε η ψυχή μου όταν έβλεπα τ’ άλλα παιδιά που πήγαιναν, κρατώντας στα ξυλιασμένα από το κρύο χεράκια τους ένα ξύλο για να πυρώνονται το χειμώνα… αγαλλίαζε η ψυχή μου!»
«Και τώρα…» έλεγε αναστενάζοντας, «ποιος να κάνει παιδιά, αφού όλα τα νιάτα μας πήραν τα μάτια τους και σκορπίστηκαν ‘’σαν του λαγού τα τέκνα’’ σε όλα τα κράτη της γης! Α ρε και να γινόμουνα πάλι νιος, όπως τότε που αγαπηθήκαμε με την μακαρίτισσα την Χάιδω μου, να κάνουμε πολλά παιδιά όπως λέγαμε. Να μην έχει όμως η Χάιδω μου την τύχη την κακιά γραμμένη στο τεφτέρι της όπως πρώτα…» και ανιστορούμενος την κακιά τύχη της Χάιδως του, άφησε συγχρόνως λεύτερες τις βρύσες των θολωμένων ματιών του να τρέξουν όσα εκείνες ήθελαν δάκρυα, ώσπου κάποια στιγμή στέρευαν και δεν έτρεχαν πια άλλα πονεμένα, πικραμένα δάκρυα.
Έτσι διάβαιναν οι μέρες, του απόμαχου πλέον από τη ζωή, γέρου τσέλιγκα, πηγαίνοντας σχεδόν κάθε απόβραδο στην πολυαγαπημένη του ραχούλα, αναμοχλεύοντας τις αναμνήσεις του κι ευχαριστώντας το Μεγαλοδύναμο που άφησε την Χάιδω του να του χαρίσει, πριν πάρει την ψυχούλα της, τη θυγατέρα τους, τη Λενιώ του. Και ας μην πρόλαβε – έλεγε – να τη χαρεί να τη δει νυφούλα η Χάιδω του να την καμαρώσει όπως εκείνος την είδε, πάλι ευχαριστούσε τον Μεγαλοδύναμο.
«Έχω κι εγώ…» έλεγε, «μια ζεστή γωνιά και στρεχιάζω. Πόσο όμως καλύτερα θα ήταν αν ζούσε και η Χάιδω μου! Ποιος όμως μπορεί να ξέρει τι του γράφει η μοίρα του και ποιες είναι οι βουλές του Κυρίου! Κανένας».
Τέλος, παίρνοντας το δρόμου του γυρισμού για το σπίτι, τώρα σκεφτότανε την στιγμή που θα χτυπούσε το τηλέφωνο της Λενιώς του, να τον καλέσει η Λενιώ του να πάει ν’ ακούσει από την άλλη άκρη της γραμμής την πιο γλυκιά φωνή του κόσμου – έτσι έλεγε την φωνή του εγγονού του – και να του πει ότι κοντοζύγωναν οι μέρες που θα ερχότανε στο χωριό για τις διακοπές του Πάσχα, όπως κάθε χρόνο έκανε.
«Σπουδάζει το παιδί και πρέπει να είναι συνέχεια στο Πανεπιστήμιο» έλεγε, όταν οι δύο -τρεις εναπομείναντες στο χωριό συνομήλικοι του τον αντάμωναν καθώς επέστρεψε από την απογευματινή του εκδρομή από την αγαπημένη του ηλιόφωτη ραχούλα.
Δεν ξέχναγε όμως και την λατρεμένη του Χάιδω. Συχνά πυκνά έπαιρνε το μονοπάτι και πήγαινε να της ανάψει το καντήλι και να της κρατήσει λίγη συντροφιά τ’ απόβραδα, παρακαλώντας την όμως να παρακαλέσει εκείνη τον Μεγαλοδύναμο να στείλει τον άρχοντα του άδη να του πάρει την κουρασμένη και πονεμένη του ψυχή και να τον πάει κοντά της.
«Κουράστηκα…» έλεγε από τότε κιόλας που την έχασε την Χάιδω του κι ας ήταν νέος ακόμα.
Δεν του έκανε όμως το χατίρι, μήτε η Χάιδω του μήτε ο Μεγαλοδύναμος. Δεν του έπαιρνε την ψυχή όσο αυτό κι αν το επιθυμούσε εκείνος και να, τώρα είχε πλέον δρασκελίσει το κατώφλι των ογδόντα χρόνων κι ακόμα ζούσε.
«Τι να την κάνω τώρα πια την ζωή Χάιδω μου!» έλεγε και ξανάλεγε.
«Καλά, τότε που χάθηκες εσύ…» έλεγε δακρυσμένος, «…ναι… ‘’πρέπει να ζήσεις… να μεγαλώσεις το παιδί μας…’’ ερχόσουνα στα όνειρά μου και μου ‘λεγες, κι αυτό έκανα Χάιδω μου. Το μεγάλωσα… το πάντρεψα… είδα κι εγγόνια… γιατί να ζω πλια; Δεν με λυπάσαι; Πάρε με κοντά σου πλια…»
Η αγαπημένη του Χάιδω, είδε κι απόειδε και παρακάλεσε τον Μεγαλοδύναμο να πάει τον καλό της κοντά της.
Ένα ηλιόλουστο λιόγερμα, ο γέρο τσέλιγκας, από την απογευματινή του εκδρομή δεν γύρισε ποτέ πια στο σπίτι του. Αργούσε πολύ να φανεί και η Λενιώ ήξερε που θα τον έβρισκε. Πήρε το γνώριμο μονοπάτι και τον βρήκε γερμένο πάνω στην νεραϊδοκαθισιά. Κι έμοιαζε σαν ν’ αγνάντευε πέρα μακριά τα βουνά που αμέτρητες φορές είχε διαβεί, τα δασιά μονοπάτια του, τα χερσωμένα όμως στις δικές του μέρες, κι ενώ εκείνη έκλαιγε τον καλό της πατέρα το μοιρολόι του γκιώνη ακούονταν σαν αποχαιρετιστήριο άσμα κάτω στις ρεματιές!
ΥΠΕΡΟΧΟ ΑΦΗΓΗΜΑ