Στην όμορφη ακτή μας…
Στο λιμανάκι μας, έξω απ’ την πόλη, με τη ζεστή άμμο και τα δυο ακρωτήρια να το κλείνουν προστατευτικά στην αγκαλιά τους και να δέχονται καρτερικά το υγρό στοιχείο που συχνά ερχόταν αφρισμένο απ’ τα βαθιά, ξεσπούσε όλο το θυμό του πάνω τους κι έφθανε απόλυτα ημερωμένο στα πόδια μας…
Εκεί ακριβώς, όπου με το που φτάναμε, αφήναμε κατάχαμα το σακίδιο, βγάζαμε τη σαγιονάρα και καθισμένες για λίγο στην άκρη του γιαλού με τα ακροδάχτυλα να βουλιάζουν στο νερό, αφηνόμασταν στην μαγεία του τοπίου…
Τον ηλικιωμένο τον πρωτοείδαμε όταν αρχίσαμε να συχνάζουμε στο όμορφο αυτό στέκι μας, που δύσκολα πλέον αποχωριζόμαστε!
Κάθε χρόνο, με το που έπιαναν οι πρώτες ζέστες, εμείς εκεί!
Από τις 8 το πρωί…
Εκεί κι ο… γέροντας, που πάντα επροηγείτο!
Μετά το πρώτο τέταρτο των ρεμβασμών ξεντυνόμασταν, ετοιμαζόμασταν να βουτήξουμε, ενώ τον παρατηρούσαμε στην άκρη του γιαλού να ξεχωρίζει ανάμεσα στους άλλους λουόμενους με το παλιομοδίτικο, καφέ μαγιό του.
Συνήθως στεκόταν ακίνητος!
Που και που μόνο σήκωνε τα χέρια, τρεμόπαιζε τα πόδια, τιναζόταν ολόκληρος ή έσκυβε σ’ εκείνη την κίνηση τη γνωστή που κάνουμε όλοι οι λουόμενοι μόλις βγούμε από μέσα και προσπαθούμε ν’ απαλλαγούμε απ’ το περισσευούμενο νερό. Φορές-φορές σήκωνε ανήσυχος το κεφάλι προς τον ήλιο, που είχε μόλις προβάλει απ’ το βουνό μπροστά μας, και λες και τον ικέτευε να ανέβει πιο ψηλά, να λάμψει πιο πολύ, να στείλει ζεστές ακτίνες προς το μέρος του. Δίπλα του πάνω στην νωπή ακόμα άμμο, μια πλαστική σακούλα με τ’ απαραίτητα. Σπανίως ωστόσο χρησιμοποιούσε την παλιά πετσέτα μπάνιου που κουβαλούσε εκεί μέσα…
Λίγο μετά, αφού είχε μισοστεγνώσει, αποχωρούσε αργά-αργά.
Ο άγνωστος γέροντας ήταν σχεδόν πάντα το θέμα με το οποίο ξεκινούσαμε τη μέρα μας.
Στις πολλές συζητήσεις που είχαμε κάνει γι’ αυτόν, είχαμε ζηλέψει τη ψυχική του δύναμη, είχαμε υπολογίσει την ηλικία του, είχαμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ζούσε κάπου εκεί κοντά κι είχαμε κάνει μύρια σενάρια για το πως τον έλεγαν, τι επάγγελμα είχε κτλ, κτλ.
Κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια, κι η σχέση με τον γέροντα να γίνεται όλο και πιο στενή, μια που η γνωστή φιγούρα του κόντρα στον ήλιο, μας είχε γίνει εξίσου απαραίτητη μ’ αυτές των βουνών και των αλμυρικιών γύρω μας.
Πέρασαν έτσι μερικά όμορφα, ανέμελα καλοκαίρια και μια χρονιά ο γέρος άρχισε να μην έρχεται καθημερινά. Τον βλέπαμε που και που και τον υποδεχόμαστε χωρίς λόγια και καλημέρες, με χαρά αλλά χωρίς χαρές, αφού ποτέ δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε λέξη!
Μια χρονιά ο ηλικιωμένος δεν φάνηκε καθόλου.
Ούτε και την επόμενη!
Τι κρίμα!
Όμως κάπως έτσι, κάποια στιγμή, δεν θα χαθούμε κι εμείς απ’ την ακτή μας κι άδικα κάποιος άγνωστός μας, νεότερος θαμώνας, θα μας περιμένει κάθε πρωί πως και πως!
Γι’ αυτό λοιπόν, ας μη μεμψιμοιρούμε ολομερής!
Ας τη χαρούμε τη ζωή, την όμορφη που μας χαρίστηκε!
Ας απολαύσουμε όσο γίνεται τη Κρητική φύση και τη καλοκαιρινή θάλασσά μας, και για τα μελλοντικά έχει ο Θεός…
*Απ’ το ανέκδοτο βιβλίο της συγγραφέως «ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΠΩΝ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ».