Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου, 2024

Ο γύφτος

Eίχαν περάσει εφτά μέρες από την μέρα που είχε στήσει το τσαντίρι του έξω από το χωριό, ο ταξιδιώτης γύφτος με την οικογένειά του, τρία παιδιά και τη γυναίκα του, και την πραμάτεια του, που δεν ήταν τίποτα άλλο από βέργες καναπίτσα κι άλλες από καλάμι πλέκοντας με κείνες καλάθια, ένα μουλάρι κι ένα γάιδαρο. Από τη μέρα που έστησε το τσαντίρι του στην άκρη του χωριού οι κρουνοί από τα μαύρα σύννεφα τ’ ουρανού είχαν ανοίξει και δεν έλεγαν να σταματήσουν, ρίχνοντας ασταμάτητα βροχή.
Η κυρα-γύφτισσα με αυτόν τον πολύ άσχημο καιρό δεν μπορούσε να ξεμυτίσει όπως έκανε κάθε μέρα να βγει παγανιά ζητιανεύοντας στα σοκάκια του χωριού ψωμί από τους χωριανούς σε όποιο χωριό αποφάσιζαν να σταματήσουν, μήτε και ο γύφτος μπορούσε να πάρει τα καλάθια του, μικρά και μεγάλα, στις πλάτες του, να βγει και κείνος παγανιά να τα πουλήσει, εξοικονομώντας με αυτόν τον τρόπο πότε ψωμί πότε λίγο αλεύρι ή ελάχιστα χρήματα λίγες φορές όμως. Μήτε τα ζώα του μπορούσε να τα πάει στην πλατεία του χωριού να τα πουλήσει ή να τα κάνει τράμπα με άλλα ζώα, όπως πολλές φορές στο παρελθόν είχε κάνει. Εδώ πρέπει να διευκρινίσω ότι τράμπα σημαίνει ανταλλαγή κάποιου ζώου με άλλο π.χ. δίνοντας ένα άλογο και παίρνοντας ένα μουλάρι πληρώνοντας βέβαια την διαφορά του ενός από το άλλο με χρήματα.
Τώρα, τα παιδιά από τη δική τους μεριά, δεν μπορούσαν και κείνα να βγουν έξω στα γύρω χωράφια, ειδικότερα γύρω από τ’ αμπέλια, να βρουν σκαντζόχοιρους όπως άλλες φορές αυτό έκαναν, κλέβοντας κάποιες φορές και κανένα κοτόπουλο που είχε την ατυχία να απομακρυνθεί από την αυλή του σπιτιού του αφεντικού του. Εδώ πρέπει πάλι να πω, πως οι σκαντζόχοιροι κείνες τις εποχές γύρω από την δεκαετία του πενήντα και του εξήντα, στα χωράφια των χωριών ήταν αρκετοί, κι αποτελούσαν για τους διαβατάρικους γύφτους κι όχι μόνο, τροφή εξαιρετικής σημασίας. Ευνόητο ήταν κάτω από αυτές τις αντίξοες συνθήκες καταναλώνοντας τις όποιες προμήθειες τροφίμων που τυχόν κρατούσαν, η πείνα δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή της. Πεινούσαν οι άνθρωποι και να πεις ότι τ’ αγαθά των χωριανών ήταν πολλά, θα ήταν πολύ μεγάλο ψέμα. Κι αυτό γιατί οι άνθρωποι του συγκεκριμένου χωριού που είχε στήσει το τσαντίρι του ο γύφτος αλλά και όλων των χωριών της υπαίθρου μετά τις κακουχίες που είχαν περάσει βιώνοντας τα μύρια δεινά του πολέμου και την βάρβαρη συμπεριφορά των Γερμανών αλλά και τα δεινά του εμφυλίου σπαραγμού, δεν περίσσευαν. Πολλοί βέβαια είχαν αρκετά αγαθά, κι άλλοι βοηθούσαν όπως μπορούσαν και τους γύφτους που μικρά ή μεγάλα καραβάνια κείνες τις εποχές όργωναν θα έλεγε κανείς απ’ άκρη σε άκρη όλη την Ελλάδα, αλλά και τους φτωχούς χωριανούς τους αλλά και κείνοι με συγκρατημένο το αίσθημα της φιλανθρωπίας.
Ο δόλιος ο γύφτος και αρχηγός της οικογένειας πήγαινε στα δυο καφενεία του χωριού κάθε μέρα και προσπαθούσε ο άμοιρος να πείσει τους χωριανούς που εκεί συνάζονταν από τις πρωινές ώρες να τον βοηθήσουν αλλά κανένα καλό αποτέλεσμα δεν έφερναν τα παρακάλια του. Εκεί έβρισκαν καταφύγιο οι χωριανοί παίζοντας χαρτιά να περάσουν την ώρα τους ειδικότερα τις βροχερές μέρες, ανεβάζοντας όπως συνήθως γίνεται στα καφενεία των χωριών καινούργιες κυβερνήσεις και προέδρους, ξηλώνοντας τους συμβούλους του τότε δημοτικού συμβουλίου, εξορίζοντας πολλές φορές τους βουλευτές της κυβέρνησης στα ξερονήσια, όπως γινότανε τότε, με τους μη φιλοκυβερνητικούς, τους κουμουνιστές κ.λπ. Κι όσο ο καιρός δεν έλεγε να καλυτερεύσει, τόσο η πείνα για την άμοιρη οικογένεια του γύφτου μεγάλωνε, φθάνοντας την έβδομη μέρα στα όρια της λιμοκτονίας. Ο δόλιος ο γύφτος για να καθησυχάσει τα παιδιά του, που με το δίκιο τους από την πείνα που τα θέριζε γκρίνιαζαν τους έλεγε διάφορα ψέματα και τους έταζε ότι το ερχόμενο καλοκαίρι θα κατέβαιναν κοντά στην Αθήνα, που εκεί είναι πολλοί συναγμένοι της φυλής τους κι όλα θ’ άλλαζαν προς το καλύτερο βέβαια. Ακόμα τους έλεγε ότι πλησίαζε ο θέρος και τον άλλο μήνα θα άρχιζε ο θερισμός των σιταριών στον ζείδωρο κάμπο που απλωνότανε απέραντος μπροστά τους και αν μη τι άλλο, θα χόρταιναν το ψωμί. «Θα θερίσουν», έλεγε ο δόλιος ο γύφτος, «οι γεωργοί και οι ιδιοκτήτες των χωραφιών και όπως κάθε χρόνο γινότανε, θα μας δώσουν και φέτος σιτάρι και αλεύρι και θα φάμε και μεις ζεστές σταχτοκουλούρες». Εδώ πρέπει πάλι να διευκρινίσω ότι οι σταχτοκουλούρες γίνονται ως εξής: παίρνει η νοικοκυρά το αλεύρι, το ανακατώνει με άφθονο νερό, ρίχνοντας λίγο αλάτι και λίγο αλάτι μέσα αν έχει και το κάνει ζυμάρι. Έπειτα το πλάθει, το απλώνει δηλαδή σιγά – σιγά και το κάνει ανάλογα με το ζυμάρι που διαθέτει, μικρή ή μεγάλη κουλούρα. Στη συνέχεια τη βάζει στην παραστιά, μέσα στη χόβολη από την φωτιά, το σκεπάζει από πάνω με λίγη στάχτη και με λίγα κάρβουνα και σε λίγα λεπτά της ώρας ψήνεται και είναι έτοιμη η κουλούρα προς κατανάλωση.
Τώρα, εφόσον έβλεπε ο δόλιος ο γύφτος ότι ο καιρός δεν έλεγε να σταματήσει απελπίστηκε και το έβδομο πρωινό της διαμονής του στο χωριό εκείνο, πήρε το δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι του παπά. Εφόσον πρώτα τον καλημέρισε και του φίλησε το χέρι, τον παρακάλεσε να του παραχωρήσει το μικρό χαγιάτι που ήταν χτισμένο έξω από την δυτική πλευρά της εκκλησίας που το χρησιμοποιούσαν ως αποθήκη της εκκλησίας οι κάτοικοι του χωριού για να στρεχιάσει κι αυτός κι η οικογένειά του γιατί το τσαντίρι του έμπαζε πλέον νερό από όλες τις πλευρές.
«Άμα μου κάνεις αυτή τη χάρη παπά μ’» του έλεγε με το χαρακτηριστικό χρώμα στη φωνή του και τη δική του διάλεκτο «τα σου χαρίσω ένα μεγάλο καλάθι. Ναι, παπά μ’ τα σου δώσω του μεγάλου, από τη βέργκα καναπίτσα κι τα σου τροχίσω ούλα τα μαχαίρια και τα ψαλίδια σου στου τροχό». Αυτά κι άλλα πολλά του έλεγε ο δόλιος ο γύφτος παρακαλώντας ο άμοιρος να δείξει την μεγαλοψυχία του ο παπάς και στο βάθος του μυαλού του ευελπιστούσε ότι ίσως να του έδινε και καμία λειτουργία κι ας ήταν και ξερή από τις προηγούμενες Κυριακές. Ο παπάς όμως είχε άλλες αντιλήψεις. Κατ’ αρχήν, του λέει με πολύ σοβαρό ύφος, ότι δεν είναι ιδιοκτησία του το χαγιάτι, είναι της εκκλησίας κι ως εκ τούτου δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο δίχως την συγκατάθεση των επιτρόπων και των χωριανών.
«Το μόνο που μπορώ να κάνω για σένα» είπε ο παπάς κάπως λυπημένα «είναι να σου δώσω μια – δυο λειτουργίες να φάνε τα παιδιά σου και να προσευχηθώ το βράδυ να σταματήσει ο θεός να βρέχει». Τώρα έπειτα από όσα του ξεστόμισε ο παπάς τι άλλο μπορούσε να κάνει ο δόλιος ο γύφτος; Παίρνει τις δυο λειτουργιές, τις αρκετά μουχλιασμένες, κι ευχαριστώντας τον για την ελεημοσύνη του, έφυγε από το σπίτι του παπά δίχως αυτή τη φορά να του φιλήσει το χέρι αν κι ο παπάς του το πήγε πριν γυρίσει την πλάτη του ο γύφτος σχεδόν μέχρι το στόμα του.
Η άλλη μέρα ξημέρωσε δίχως να βρέχει κι έδειχνε πως θα εξελισσότανε σε μια λιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα. Βέβαια η χαρά της γύφτικης οικογένειας δεν περιγράφεται. Τέλος, όταν ξημέρωσε καλά, ο γύφτος πριν βγει παγανιά στο χωριό μήπως και πουλήσει τίποτα από τη φτωχή πραμμάτια του λέει στη γύφτισσα και στα παιδιά να ‘τοιμαστούν γιατί θα φύγουν από κείνο το χωριό, παίρνοντας και πάλι την στράτα δίχως να προγραμματίσουν σε ποιο χωριό θα πήγαιναν και που θα έστηναν και πάλι το τσαντίρι τους. όπως έτσι κάνουν αιώνες τώρα οι γύφτοι όλης της γης.

*συγγραφέας – ποιητής
Μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα