» 40 χρόνια από τον θάνατό του
O Γιάννης Ρίτσος χαιρέτησε τον Μάνο Κατράκη:
«Μάνο µου, σύντεκνέ µου, αδέρφι µου, ρωµιέ κρητίκαρε, λυράρη και χορευταρά κι αγωνιστή αγονάτιστε, σύντροφέ µας, αισχυλικέ Προµηθέα, σαιξπηρικέ Ληρ, πώς να σε πω; Πώς να σε τραγουδήσω παλληκάρι µου; Που µέσα στο λαρύγγι µου στριµώχτηκαν ο µέγας βόγγος κεραυνός κι ο πυκνωµένος θαυµασµός για σένα πληγωµένο µου λιοντάρι, κυνηγηµένο απ’ τα κακά σκυλιά µε πάντα ολόρθο κι άτρωτο το χαιτοφόρο σου κεφάλι, πώς να σε τραγουδήσω εσένα πρωτοξάδερφε του Ψηλορείτη, αχ, κείνη η κρητικιά τεράστια χέρα σου, που κράταγε πάντα ψηλά το φλάµπουρο της Επανάστασης, πώς ήξερε απαλά και να χαϊδεύει ανθρώπους, ζώα, πουλιά και γιασεµιά, πώς ήξερε, στο Μακρονήσι, σε απαγορευµένους χώρους, να µαζεύει χόρτο χορταράκι να ετοιµάζεις δείπνο ταπεινό για τους ανήµπορους, τους πικραµένους που δεν είχαν τη δική σου αντρειά, µεγάλε εσύ και στα µικρά και στα µεγάλα, σε χαιρετώ, δεν σε αποχαιρετώ, αθάνατε αδερφέ µου, σύντροφέ µας Μάνο».
Ο Οδυσσέας Ελύτης στο µνηµόσυνο των δύο χρόνων από τον θάνατο του Μάνου Κατράκη:
«Η ωχρή µορφή του Μάνου Κατράκη, χαραγµένη µε επιµονή και µε κόπο πάνω στο µέταλλο της νεοελληνικής πραγµατικότητας, εξακολουθεί να αντιστέκεται στις αλλοιώσεις του χρόνου και να ακτινοβολεί όλο ήθος. Η καθαρότητα της φωνής του. ∆εν έχω ακούσει ποτέ πιο ωραία ελληνικά. Οι λέξεις βγαίνουν απ’ τα χείλη του λαµπερές και στρογγυλές, µ’ ένα περίγραµµα φωτεινό, όπως τα βότσαλα κάποιου παρθένου γιαλού. Σαν ποιητής θέλω, για τη µεγάλη προσφορά που έκανε ο έξοχος αυτός καλλιτέχνης σ’ όλο το µάκρος της ζωής του προς τον ζωντανό νεοελληνικό λόγο, να του πω ένα µεγάλο ευχαριστώ».
40 χρόνια συµπληρώθηκαν φέτος τον Σεπτέµβρη από το χαµό του και όµως δεν σβήνει από τη µνήµη µας. Εξακολουθεί να προσφέρει δύναµη και έµπνευση, ένα ολοζώντανο υπόδειγµα στρατευµένου καλλιτέχνη, συνεπούς κοµµουνιστή.
Το µεγαλείο του Μ. Κατράκη βρίσκεται πέρα από τη θεατρική αλήθεια που δίδασκε στη σκηνή. Ποιούσε ήθος όχι µόνο πάνω στη σκηνή, αλλά στην ίδια τη ζωή, από την αρχή µέχρι και το τέλος, σε όλες τις καµπές της. Και αυτό είναι που τον καθιστά ξεχωριστό µέχρι και σήµερα.
Σίγουρα, ως ηθοποιός διέθετε σπουδαία φυσικά χαρίσµατα, παράστηµα και φωνή, αλλά και πλούσιο συναίσθηµα, εργατικότητα και ανθρωπιά. Κατάφερε και απέκτησε µια δική του µέθοδο, τόσο στη διαδικασία της ανάλυσης του έργου, όσο και στη σύνθεση, στην παρουσίαση κάθε ρόλου στη σκηνή.
Για τον Κατράκη το θέατρο δεν ήταν απλά ένα επάγγελµα, «αλλά ένα κοινωνικό λειτούργηµα, ένα λαϊκό πανεπιστήµιο. Σε αυτό δεν µαθαίνουν µόνο όσοι έρχονται να το παρακολουθήσουν, αλλά και οι ηθοποιοί. Εκεί πάνω στο σανίδι, πίσω από τη σκηνή, µαθαίνεις να είσαι ηθοποιός. Εκεί πάνω συντελείται ο καθηµερινός σου αγώνας, εκεί δίνεις τις εξετάσεις σου. Εκεί συµπυκνώνεται το πάθος σου για το θέατρο, η ανησυχία σου, το µεράκι σου…».
Όµως, πέρα από το αδιαµφισβήτητο ταλέντο που διέθετε, η καλλιτεχνική διαδροµή του µας προσφέρει και µια ακόµα υπόµνηση: Η στράτευση των καλλιτεχνών στο πλευρό των καταπιεσµένων όχι µόνο δεν είναι ανασταλτικός παράγοντας για την καλλιτεχνική δηµιουργία τους, αλλά αντίθετα είναι αυτή που τους βοηθά να την εξελίξουν. «Από τη ζωοδότρα πηγή αυτού του λαού παίρνουµε εµείς οι καλλιτέχνες το υλικό που το κάνουµε λόγο, εικόνα, ποίηση, µουσική, θέατρο κι ό,τι άλλο βοηθά στην καλυτέρευση του νου και της ψυχής».
Η αρχή…
Ο Μ. Κατράκης γεννήθηκε το 1908 στο Καστέλι Kiσαµου. Παιδί ακόµα ήρθε στην Αθήνα. Στην αρχή ήθελε να γίνει ναυτικός. «Όχι δεν είχα καµιά σχέση µε το θέατρο. Εγώ ονειρευόµουν ταξίδια, θάλασσα, φυγή. Ήθελα να τη σπουδάσω τη θάλασσα…». Ο Καραγκιόζης, όπως «και σε όλα τα 15χρονα παιδιά της εποχής του µεσοπολέµου, στις γειτονιές της Αθήνας», του ανοίγει τη φαντασία και αποφασίζει να παίξει τον Καραγκιόζη «µε αληθινά πρόσωπα, που θα είµαστε εµείς». Πρωτοείδε θέατρο από µια τρύπα του αντίσκηνου σε παράσταση του Θιάσου της Κυβέλης. Το 1928 συµµετέχει στον Θίασο Νέων. Τον ίδιο χειµώνα συµµετέχει στον Θίασο της Κοτοπούλη παίζοντας τον «Ερωτόκριτο».
Προσλαµβάνεται στο νεοσύστατο Εθνικό Θέατρο το 1931. Έφυγε το 1933 και, όπως είχε δηλώσει χρόνια αργότερα, «οι κρατούντες ηθοποιοί είχαν πολλή δύναµη. Μπορούσαν να εξουδετερώσουν έναν «επικίνδυνο» ηθοποιό». Ξαναγύρισε το 1935 µε µµειωµένο µµισθό.
Οι κριτικοί αναγνωρίζουν από τις αρχές κιόλας το ταλέντο του.
Το ΕΑΜ Θεάτρου και το ΣΕΗ στην Κατοχή
Ο Ιταλοελληνικός Πόλεµος τον βρίσκει στο µµέτωπο. Στη διάρκεια της Κατοχής παλεύει µέσα από τις γραµµές του ΕΑΜ Θεάτρου, ενώ ήταν και Γραµµατέας του Σωµατείου Ελλήνων Ηθοποιών. Οι ηθοποιοί µε τον δικό τους τρόπο συµµετέχουν στις µέρες των µεγάλων διαδηλώσεων, των απεργιών και των εκτελέσεων: Κλείνουν τα θέατρα. «Η απεργία των ηθοποιών τούς «έκαιγε». ∆εν µπορείτε να φανταστείτε µε τι πάθος αντιµετώπιζαν αυτές τις κινητοποιήσεις».
Ξεχωριστή ήταν η συµβολή του Μ. Κατράκη και γενικότερα του αγωνιστικού ΣΕΗ για την ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Να πώς το περιγράφει ο ίδιος: «Είχαµε µάθει ότι ετοιµάζονταν να φέρουν και να εγκαταστήσουν ένα βουλγάρικο θίασο στην πόλη και σπεύσαµε ένα κλιµάκιο από το Εθνικό και ιδρύσαµε το ΚΘΒΕ». Ο Μ. Κατράκης, µάλιστα, προετοίµασε και τη γιορτή για την υποδοχή του ΕΛΑΣ, όταν απελευθέρωσε την πόλη της Θεσσαλονίκης.
Η εξορία και η αλύγιστη στάση του
Μετά την Απελευθέρωση ακολουθεί και αυτός τον δρόµο των χιλιάδων κοµµουνιστών και αγωνιστών. 4 χρόνια στην εξορία. Ικαρία, Μακρόνησος και Αη Στράτης. Όµως, ακόµα και σε αυτές τις πολύ δύσκολες συνθήκες δεν υποχωρεί. Η αλύγιστη στάση του, η συντροφική βοήθεια στους συγκρατούµενούς του, η ανυποχώρητη στάση του απέναντι στους βασανιστές του έχουν µείνει στο µυαλό όλων όσοι βρέθηκαν µαζί του.
Ανέφερε χαρακτηριστικά ο Γ. Ρίτσος για το Μικρονήσι: «Όταν από το πολιτικό στρατόπεδο µεταφερόµαστε στο στρατιωτικό κι άδειαζαν µέρα µε τη µέρα τα αντίσκηνα των 12 κλωβών… κι η κατήφεια, η απελπισία και η βουβή οργή σκοτείνιαζαν τον ορίζοντα, κι οι τροµερές διαδόσεις έδιναν κι έπαιρναν… Ο Κατράκης αυτές τις ώρες, απτόητος, χαµογελαστός, να τρέχει εδώ κι εκεί, να περιποιείται κάποιον άρρωστο, να ψήνει κάνα καφεδάκι σε κάποιον κουρασµένο, να δίνει θάρρος στους βαρύθυµους «γεια σας παιδιά, κουράγιο, θα τα βγάλουµε πέρα»…».
Στον Αη Στράτη, οι εξόριστοι καταφέρνουν και ανεβάζουν θέατρο. Η συµβολή του Κατράκη, του Ρίτσου, του Τζαβαλά Καρούσου, του Χρίστου ∆αγκλή, του Λουντέµη και άλλων είναι ιδιαίτερα σηµαντική. Ο Κατράκης συµµετέχει στο ανέβασα της «Βαβυλωνίας» του Βυζάντιου και στους «Πέρσες» του Αισχύλου. Θυµάται ο εικαστικός Γιώργος Φαρσακίδης για το ανέβασµα των «Περσών»: «Τελικά ήρθε η µέρα που περιµέναµε και πραγµατικά στάθηκε συγκλονιστική η παράσταση. Αυτή ήταν και η πρώτη επαφή όλων µας (µε λίγες εξαιρέσεις) µε το θέατρο και τη µεγάλη τέχνη των τραγικών µας. Κι όταν περπατώντας όρµησε στη σκηνή, σαν εξάγγελος, ο Κατράκης µε τον κουρελιασµένο του χιτώνα και πέφτοντας έµπηξε τα νύχια του στο έδαφος, για να αναγγείλει τις συµφορές των Περσών, σκίρτησε απ’ άκρη σ’ άκρη το θέατρο…».
Για τον Μ. Κατράκη, πάλι στην εξορία «τα πράγµατα ξεκαθάρισαν µέσα µου… Είδα έναν άλλο κόσµο».
Απροσκύνητος παρόλο που βασανίστηκε, ταλαιπωρήθηκε, για να υπογράψει δηλώσεις µετάνοιας. Τον στήριζε βέβαια και η µητέρα του, Ειρήνη, που τον µεγάλωσε µε πολλές στερήσεις. Πάντα θυµόταν έναν διάλογο µεταξύ τους:
– Τι είναι, Μανόλη;
– Θες να ‘ρθω στο σπίτι, µάνα; Θέλεις; Θέλεις;
– Πώς θα ‘ρθεις;
– Ε… Θα υπογράψω και θα ‘ρθω…
– Ιντα θα υπογράψεις;
– ∆ήλωση.
– Ιντα ‘ναι η δήλωση;
– Ότι δεν είµαι αυτό που είµαι.
– Και δεν είσαι;
– Είµαι.
– Μην υπογράψεις, κερατά… µην υπογράψεις…
Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο: Σταθµός στην καλλιτεχνική πορεία του Κατράκη και στην ίδια την εξέλιξη του θεάτρου
Στην εξορία όµως µπήκαν και τα… θεµέλια του Ελληνικού Λαϊκού Θεάτρου (ΕΛΘ).
«Με τριβέλιζε πάντα η ιδέα ενός Λαϊκού Θεάτρου… Στην περίοδο της εξορίας, όπου ο άνθρωπος αποµονώνεται και µένει µε τον εαυτό του πάµπολλες ώρες, δεν παύει να σχεδιάζει, αλλά ακόµα και να κρίνει και να κρίνεται. Τότε λοιπόν, κάνοντας αυτές τις σκέψεις και διαβάζοντας κυρίως δηµοτική ποίηση και γενικότερα κοµµάτια βγαλµένα από την ελληνική πραγµατικότητα… έβαλα, αν θέλετε, τα θεµέλια του ΕΛΘ».
Τελικά, το ΕΛΘ ιδρύθηκε το 1955. Όσον αφορά τους σκοπούς του, αντιγράφουµε αυτά που σηµειώνονταν σε πρόγραµµα παράστασης του 1958: «Πρώτος σκοπός η ανάδειξη και προβολή της εγχώριας δραµατικής παραγωγής. ∆εύτερος, η συγκέντρωση των πιο αξιόλογων δυνάµεων στο θίασο. Τρίτο, η ποιοτική ανύψωση της θεατρικής τέχνης. Και τέταρτος, προσιτό για το µεγάλο κοινό εισιτήριο».
Στο ρεπερτόριό του εκτός από ηθογραφικά έργα, όπως «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», «Γκόλφω», περιλαµβάνονταν και έργα µε προοδευτικό, κοινωνικό περιεχόµενο. «Ο Καραϊσκάκης» του Φωτιάδη, «Φουέντε Οβεχούνα» του Λόπε ντε Βέγκα, «Ιούλιος Καίσαρας» του Σαίξπηρ, «Καπετάν Μιχάλης» του Καζαντζάκη και πολλά άλλα.
Ο Μ. Κατράκης είναι σαφής. Γι’ αυτόν ο όρος λαϊκό «δε σηµαίνει κάτι το φτηνό, το εκχυδαϊσµένο, το απλουστευµένο, το πρόχειρο». Αντίθετα: «Όταν λέω ότι ο κόσµος πρέπει να καταλαβαίνει, δεν σηµαίνει ότι του δίνεις κάτι το ευτελές. Αντίθετα, το θέατρο πρέπει να λειτουργεί σαν ένα σχολείο κι όχι σαν ψυχαγωγία γελαστική. Το θέατρο πετυχαίνει το σκοπό του, όταν φεύγοντας απ’ αυτό έχεις αποκοµίσει κάποια συµπεράσµατα…».
Το ΕΛΘ αποτέλεσε και το µεγάλο του παράπονο. ∆εν γνώρισε ποτέ καµιά στήριξη από την επίσηµη πολιτεία, ενώ το 1967 η χούντα εκδιώχνει το ΕΛΘ από το θέατρο του Άλσους στο Πεδίον του Άρεως. Αλλά ούτε και στη µεταπολίτευση ξαναβρήκε τον φυσικό του χώρο. Συνέχισε όµως και µέχρι το τέλος της ζωής του να το παλεύει. Αξιοσηµείωτη είναι η τελευταία του παράσταση «Ντα», που παιζόταν για τρεις συνεχόµενες χρονιές από το ΕΛΘ.
Γράµµα σε νέο ηθοποιό
Κλείνουµε τούτο το µικρό αφιέρωµα µε το «Γράµµα σε νέο ηθοποιό», που έγραψε ο Κατράκης λίγο πριν φύγει από τη ζωή:
«Νέε µου. Μια τέχνη που κλείνει µέσα της και τις εφτά τέχνες µαζί, που έχει στόχο: την αιώνια πάλη του ανθρώπου µε τα πεπρωµένα του, είναι µια λειτουργία στενά δεµένη µε τη ζωή και τη µαγεία της…
Κι εσύ ο υπηρέτης τούτης της µαγικής τέχνης πρέπει να έχεις γνήσια φωνή, τέλεια εξαφάνιση του εγώ σου».
* Ο Σπύρος ∆αράκης είναι πρώην πρόεδρος µαρτυρικής ΜΑΛΑΘΥΡΟΥ πρώην ∆ήµαρχος Μηθύµνης και µέλος του
∆.Σ του ∆ικτύου Μαρτυρικών πόλεων και χωριών της Ελλάδος περιόδου 40΄- 45΄(ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΑ)