Από το πρωί τον έψαχνε το Γιώργη… Από το πρωί. Μα δεν τον έβρισκε πουθενά.
Κι όµως ήταν στο χωριό του.
∆εν τον λαθεύουν οι σκιερές πρασινάδες, ούτε οι µυρωδιές των ανθών! Ούτε τα ασπρισµένα σκαλιά στις αυλές, µ’ ένα γλαστράκι στο καθένα να φιλοξενεί µια πράσινη ζωούλα, µε… ονοµατεπώνυµο. Βασιλικός σγουρός, ας πούµε, ή βασιλικός ο πλατύφυλλος, ή δυόσµος ο µυρωδικός, ή αρισµαρί το τραγουδισµένο! Γι’ αυτό δεν έχανε την ελπίδα του, να τον βρει.
Το λαχταρούσε τόσο πολύ ν’ ανταµωθεί µε τον αγαπηµένο φίλο του Στρατού και της καρδιάς του! Το ήθελε διακαώς!
Και τι δεν είχαν µιλήσει µε το Γιώργη. Και τι δεν είχαν ζήσει και τι δεν είχαν -κυρίως- µοιραστεί! Από το τσιγάρο και την πικρή απογοήτευση µέχρι το καφεδάκι και την ακριβή χαρά! Τον Γιώργη τ’ αδέρφι του που στάθηκε για κείνον, φαναράκι στη σκοτεινιά, και γεφυράκι στο δύσκολο πέρασµα… Όµως, τους χώρισε η ζωή όπως συνήθως συµβαίνει, και τώρα, να, πεθυµά µε δίψα µεγάλη να τον βρει…
Πήρε λοιπόν τα στενορύµια ξανά να τον απαντήξει, σίγουρος, αισιόδοξος, να ρωτά.
– Εδώ, ξένε µου, εδώ είναι το σπίτι του Γιώργη! Βλέπει µια σεβάσµια κυρία πίσω από την καγκελόπορτα να τον καλεί.
Εδώ, εδώ η µάνα του είµαι, πέρασε να σε φιλέψουµε, γιατί όταν το µάθει πως ήρθες και δεν σε τρατάραµε κατιτίς, πολύ θα του κακοφανεί. Πέρασε στην αυλή, µα όπου να ‘ναι θα φανεί κι εκείνος! Από δω η νύφη µου η ∆ιαλεκτή, η γυναίκα του· του σύστησε µια νέα γυναίκα, που έτεινε το χέρι της µ’ ένα χαίρω πολύ, κι ύστερα έριξε το «βλέµµα» της στη γη…
Κι από δω η εγγονή µου, το Ελλισάκι, η κόρη του. Μια µικρούλα έξι, εφτά χρονώ, φτερούγισε σαν πουλί, για να του φέρει ένα ποτήρι κρύο νερό… Ο Ιούλης στα τελειώµατα, και κάθε δροσιά, ήταν καλοδεχούµενη. Μπήκε και η µανούλα της στο σπίτι, κι έφερε τη τσικουδιά µε τους αµυγδαλόσπορους φρέσκους και ασπρισµένους.
Κι όσο να πιει τη ρακή του ο ξένος και να πιάσει κουβέντα µε την Ελλισώ, αν πηγαίνει στο σχολείο κι αν αγαπά τα χελιδόνια, ήρθε και η µάνα µε το κόκκινο κρασί στο γυαλί, και το πήλινο σκουτέλι γεµάτο τις πίτες… Με τη µυζήθρα και τα άγρια χόρτα µοσχοµυριστές και ζεµατιστές, ψηµένες στο σάσι.
Γεύτηκε ο φίλος τις σπιτικές ερωθιές χαρούµενος, και σκέφτηκε µε αγάπη τι ωραίο πράγµα να σε φιλοξενούν τρεις γενιές! Σήκωσε το χέρι ψηλά, να πιει εις υγείαν όλων!
– Άξιο ‘ναι το κρασί, απεφάνθη τιµητικά.
– Ο Γιώργης µου το ανέστησε το κλίµα, καµάρωσε η µάνα. Πάντα µε το ρωµέικο κάνει καλό κρασί κι έχουνε να το λένε!..
– Μόλις το αντικρίσω το καρντάση µου, θα το συγχαρώ για την φαµίλια του! Πρέπει νάναι περήφανος, πολύ περήφανος…
Μα, δεν αργεί λιγάκι να φανεί ο Γιώργης;
– Ναι, παλικάρι µου, ναι πως αργεί λιγάκι, είναι αλήθεια.
Όµως, από τον ουρανό θα κατηφορίσει (αποκρίθηκε η µάνα), κι όσο να πεις, θέλει τον χρόνο του…
Της ίδιας.
Επίµετρο: Μην µου µελαγχολείτε, δεν το θέλω… Μην ξεχνάτε, πως η Λεβεντογέννα, υπόδουλη η µατωµένη, λιγόθυµη η ηττηµένη, ποτέ δεν απώλεσε την φιλοξενία της!!
Ο Γεώργιος, ο Αθλητής ο Τροπαιούχος, ο Ελευθερωτής των αιχµαλώτων και ο Υπερασπιστής, είναι Ε∆Ω! Τρία εικοσιτετράωρα µε Αναστάσιµη Λάµψη, η Ζωή, η Τιµή, η ∆όξα Του, στρέφουν το φωτισµό τους στην Λατρεία που γνωρίζει από την Χριστιανοσύνη, καθώς και άλλες Θρησκείες! ∆ηµοφιλέστατος ο Καππαδόκης κατ’ άλλους Παλαιστίνιος από τα είκοσί Του χρόνια Χιλίαρχος, όλα τα θυσίασε Μεγαλοµάρτυς στην αίγλη των λαών! Για τον Χριστό!
Ederlezi στους Ροµά, µε το έξοχο δρώµενο του γλυκού ψωµιού, «Μαντιλάτος», στα Μετέωρα, και… «ζωσµένος», το κερί!
Στην Μεσαρά, η Μαριόρα, η αγαπηµένη γιαγιά του Μανώλη µου, µε το τρίκλωνο νήµα της έφερνε κύκλο το εκκλησάκι του Αγίου να µετρήσει, κι απέ το βάφτιζε σε λιωµένο κερί στο µπακιρένιο τσικαλάκι, και µε το «όσιο ζωνάρι» ευλαβική και κατανυκτική ψάλλοντας -φάλτσα- εννοείται, το απολυτίκιον του Αγίου της Καρδιάς, έζωνε την εκκλησούλα.
Χρόνια Πολλά.