Πληροφορήθηκα από τα “Χ.ν.” ότι το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας διοργανώνει τη 10η Φεβρουαρίου εκδήλωση, επιστημονικό διήμερο, στη μνήμη και τιμή για τον αλησμόνητο φίλο και λογοτέχνη Γιώργη Μανουσάκη.
Σαν ταπεινή συμμετοχή για τη μνήμη του, παραθέτω απόσπασμα από το βιβλίο του “Οδοιπορικό στα Σφακιά” στο οποίο αναφέρεται στο μιτάτο των Δεληγιαννάκηδων, πλησίον του Ασφέντου Σφακίων. Έχει καταχωρηθεί στο βιβλίο μου “Κούμοι – Μιτάτα κ.λπ.”.
«Ύστερ’ από κανένα τέταρτο φαίνεται ο πέτρινος θόλος. Φτάνουμε στην κορφή λαχανιασμένοι και ιδρωμένοι. Εδώ πάνω βρίσκεται ένα συγκρότημα από ποιμενικά χτίσματα που πρέπει να συνεχίζουνε μια μακρότατη ζωή. Ο διπλός κούμος -δυο στρογγυλά οικοδομήματα, κολλητά το ‘να με τ’ άλλο- είναι καμωμένα από σταχτί σχιστόλιθο. Οι πέτρες, μεγάλες ή μικρές “πλακούρες”, δεμένες μεταξύ τους μόνο με το σχήμα τους, δίχως πηλό, συγκλίνουν όσο ανεβαίνουνε και σχηματίζουνε τους δύο όμοιους με κυψέλες θόλους.
Αριστερά φαίνεται ένα υπόγειο χτίσμα, που η χαμηλή τετράγωνη πόρτα του είναι κλεισμένη μ’ ασπαλάθους. Δεξιά, κολλητά στον πρώτο κούμο, στέκει μια πρωτόγονη πύλη.
Μεγάλες πέτρες, η μία πάνω στην άλλη, χτίζουνε τις δύο παραστάδες. Ένας φτενός, στενόμακρος μονόλιθος είναι τ’ ανώφλι. Τούτη η πύλη αποτελεί την είσοδο ενός διάδρομου που οδηγεί στην “κούρτα”, τη μάντρα πίσω από τους κούμους.
Το ύψος του τόπου -απ’ όπου βλέπεις μπροστά σου τον ατέλειωτο κυματισμό της σφακιανής γης, με τις μικρές ρεματιές και τα γυμνά στρογγυλεμένα βουνά- ο πέτρινος τοίχος με την πρωτόγονη πύλη, οι κούμοι (ή “γυριστά”) που θυμίζουνε θολωτούς τάφους, σε κάνουνε να θαρρείς πως βρί- σκεσαι σε κάποια προϊστορική ακρόπολη. Μια τριμμένη κάπα, κρεμασμένη μαζί μ’ ένα σακούλι από κάποια προεξοχή του πρώτου κούμου, ένα τενεκεδένιο δοχείο για γάλα πλάι στην πύλη και προπάντων η κυρίαρχη οσμή της προβατίσιας κοπριάς βεβαιώνουνε πως η ζωή συνεχίζεται σε τούτα τα “προϊστορικά” χτίσματα.
Η πόρτα είναι χαμηλή, για να εμποδίζει τον αέρα, και μπαίνοντας πρέπει να σκύψουμε αρκετά. Τα μάτια συνηθίζουνε σιγά σιγά στο μισοσκόταδο. Ξεχωρίζουν οι πέτρες, τέλεια αρμοσμένες, που ανεβαίνουνε, στενεύοντας ολοένα τους κύκλους τους, ως την κορφή.
Εδώ κι εκεί στον εσωτερικό τοίχο εξέχουν οριζόντιες πλάκες. Είναι ράφια για τα “τουπιά”, τις πλεγμένες με ψιλές βέργες λυγιάς φόρμες των αθοτύρων. Τέσσερα πέντε τετράγωνα βαθουλώματα χρησιμεύουνε, σα μικρά ντουλάπια, για ν’ αποθέτουν οι βοσκοί τα λιγοστά χρειασίδια τους.
Χαμηλά είναι τα πετρόχτιστα πεζούλια, στρωμένα με θύμους -τα κρεβάτια των ένοικων της πέτρινης κυψέλης.
Μια χαμηλή πόρτα οδηγεί από τον πρώτο κούμο στον δεύτερο. Τούτος είναι μεγαλύτερος, με περισσότερα “ράφια” και πιο πολλά τετράγωνα κοιλώματα.
Το λιγοστό φως έρχεται από την έμπαση του πρώτου, γιατί εδώ δεν υπάρχει κανένα άνοιγμα. Είν’ η αποθήκη του μιτάτου. Μήτε νερό μήτε άνεμος δεν μπαίνει σε τούτη τη χτιστή σπηλιά. Το χειμώνα, βέβαια, είν’ αδύνατο να ζήσει κανείς σε τόσο ύψος. Πριν κατεβούν όμως οι βοσκοί στον κάμπο και σα γυρίσουνε πίσω στα βουνά, εδώ ‘χουνε την κατοικία τους.
Τις ανοιξιάτικες ή φθινοπωρινές νύχτες, με τις βροχές και τα κρύα, η συντροφιά της φωτιάς είν’ απαραίτητη.
Με γερτά ή καθιστά στις πεζούλες τα μεγάλα κορμιά τους, γιτσικονόμοι κι αρμεγάροι, μαντρατζήδες και γκαλονόμοι τρώνε το λιτό δείπνο τους -παξιμάδι, ελιές, μια χούφτα μυζήθρα- πίνουνε γάλα ή χουμά, κουβεντιάζουνε για μαδάρες και μιτάτα, για στείρα και για έγγαλα ή ακούν ιστορίες που διηγούνται οι γεροντότεροι.
Είναι πολύ παλιοί -μηδ’ οι γερόντοι δε θυμούνται από πότες. Εκείνο τον καιρό οι ίδιοι οι βοσκοί ήτανε μεγάλοι μαστόροι. Πόσα χρόνια κι ακόμη στέκουν αέττητοι. Κι από πουθενά δε βάνουνε νερό.
Τώρα πια δε χτίζουνε τέτοια πράματα. Ήτανε κι άλλοι κούμοι εδώ γύρω, μα τους εχάλασαν οι βροχές κι οι αέρηδες -κι οι άνθρωποι».