Ηταν τα μίζερα και πέτρινα τα χρόνια της δεκαετίας μετά τη Γερμανική Κατοχή, και η ζωοκλοπή στην Ασιγωνιά βρισκόταν σε μεγάλη έξαρση.
Το ίδιο πιστεύω συνέβαινε και στα περισσότερα Σφακιανοριζίτικα χωριά.
Στα χωριά δηλαδή που οι κάτοικοι αποζούσαν κατά βάση από την κτηνοτροφία – αιγοπροβατοτροφία.
Μου είχαν διηγηθεί παλιά μιαν’ ιστορία για έναν Ασιγωνιώτη βοσκό που δήλωσε ξαφνικά πως
-Εγώ δε ξανακλέφτω μπλιο! Εγώ θα κάνω εκείνονα απού λέει η εκκλησία, “Ου κλέψεις”. Εγώ θα καλογερέψω.
Αυτό έγινε, βέβαια γνωστό αμέσως στους κύκλους των ζωοκλεφτών.
Μετά από μερικές μέρες του λείπανε μερικά πρόβατα, και το πράγμα δεν σταμάτησε εδώ. Μετά από λίγο διάστημα άρχισε να μετρά τα οζά του και του λείπανε πάλι κάμποσα.
Κατάλαβε πως του τα έκλεβαν. Το διαλάλησε στα κοντινά χωριά ο ίδιος και κάποιοι συγγενείς του, και έμαθε τον κλέφτη.
Οταν κατάλαβε πως με την καλογερική, θα’ χανε όλα του τα πρόβατα, δήλωσε
-Εγώ, εξεκαλογέρεψα.
Συγχρόνως, με δυο πρωτοξαδέλφια του πήγαν και πήραν του κλέφτη 60 οζά και τα φέρανε στη Γωνιά. Ετσι, σταμάτησαν “να τον πειράζουν”.
Και ποιοι ήτανε οι γιύποφτοι Στελή; Εσύ ήσονε ποτές σαν ύποφτος;
-Οη! εγώ τότεσας ήμουνε μικιός. Μόνο οι πλια Γωνιώτες βοσκοί ήτανε ύποφτοι, και τσοι πιάνανε οι χωροφυλάκοι και τσοι πιένανε στην εξορία. Αλλους έξε μήνες, κι άλλους ένα χρόνο. Τσοι πιαίνανε στα νησιά.
Η ζωοκλοπή, λοιπόν, κάποιον που ήταν εν δυναμει κλέφτης και τον έστελναν “για διακοπές” σε κάποιο ελληνικό νησί, βέβαια!
Εκεί, έπιανε κάποια δουλειά για να μπορέσει να ζήσει, και κάθε μέρα έδινε παρουσία στο αστυνομικό τμήμα του νησιού.
Τώρα, αν το εξάμηνο που έμενς κοντά στους αγαθούς νησιώτες, ήταν ικανό να του αλλάξει νοοτροπία, το αμφιβάλλω.
Οταν ερχόταν πίσω, και μετά από λίγο διάστημα, ξανάρχιζε το παλιό σπορ, που δεν είχε βέβαια ξεχάσει στους έξι μήνες της παραμονής του στο νησί .
-Και μένα το μπατέρα μου τον είχανε για ύποφτο, και ξανήγανε να τονε πιάσουνε να τονε πέψουν εξορία. Συνέχισε ο Καλογεροστελής, ένα απογευματάκι στο καφενείο του Βαγγέλη του Δραμηλάρη, ανάμεσα στον καφέ και την τσικουδιά.
Η μάνα του Παπαδονικολάκη του Γιώργη, που συνήθως τον έβρισκες καλόγερο ή συγγελό ήταν από τον Καλλικράτη. Ηταν από τους Μανουσέληδες-Μακρέδες και την λέγανε Ολγα.
Οταν ο καλόγερος ήταν περίπου 12 χρονών, η μάνα του αρρώστησε βαριά.
Κατάλαβε πως σύντομα θα εγκατέλειπε τον μάταιο αυτό κόσμο και είχε μεγάλη έγνοια για τα μικρά παιδιά της.
Φώναξε τον άνδρα της, στο κρεβάτι του πόνου και
-Στελή μου, εγώ δεν έχω πολλή ζωή. Εγώ καταλαβαίνω πως γλήγορα θα ποθάνω.
Εμείς επεράσαμενε καλά μαζί μα εσύ είσαι νέος ακόμη και να παντρεφτείς!
Σου παραγγέλνω, απής ποθάνω, να πάρεις τη ξαδέρφη μου την Κατεργιά απού’ ναι αίμα μου (συγγενής) και θα αγαπά τα κοπέλια μας.
Ετσι και έκανε λοιπόν ο Στελής. Αφού αποδήμησεν εις Κύριον η Ολγα, και μετά από μερικό διάστημα, παντρέφτηκε -όπως του είπε και του παράγγελε η γυναίκα του, την ξαδέρφη της την Κατεργιά. Μάλιστα, έκανε μαζί της και ένα κοπέλι.
Τα χρόνια πέρασαν, τα κοπέλια μεγάλωσαν μαζί και το δικό της και η Κατεργιά τα αγαπούσε και τα περιποιόταν εξίσου όλα -και το δικό της και τα παιδιά της ξαδέρφης της.
Ο καλόγερος κάποια εποχή παντρέφτηκε και η γρια πλέον μητριά του έμενε μαζί του.
Το επάγγελμά του ήταν γιδάρης. Μα ως φαίνεται, έκανε και καμιά στρατιά όταν ψυχανεμίζονταν πως κάποιος τον είχε πειράξει του είχε κλέψει αίγες. Σε αυτή την περίπτωση ο Καλόγερος δεν έκανε ποτέ πίσω. Οταν τις μάθαινε, εντόπιζε τον κρέφτη και του έπαιρνε τις διπλάσιες απ’ αυτές που του είχαν πάρει!
Ομως αυτά έφτασαν στα αυτιά του Νοματάρχη και
-Εγυρεβασίντονε οι χωροφυλάκοι να τονε πάνε εξορία. Κάποια εποχή τον πήρανε χαμπάρι πως ήταν μέσα στο σπίτι του, με την οικογένειά του και την γριά μητριά του την Κατεργιά, που την έλεγε θεία.
Οταν οι χωροφυλάκοι έφθασαν στην αυλή, γάβγισαν οι σκύλοι και ο Καλόγερος κατάλαβε αμέσως πως απρόσκλητοι επισκέπτες είναι χωροφυλάκοι. Που δεν ήρθαν βέβαια να του κάνουν επίσκεψη και να πιούνε καφέ.
Αυτό το ήξερε από άλλη φορά που είχαν προσπαθήσει να τον πιάσουν και τους είχε ξεφύγει.
Εκείνη τη στιγμή όπως μου είπε ο Στελής, έβραζε σε ένα μεγάλο πηλοτσίκαλο ένα μισάδι οζό, που προφανώς δεν ήταν από το δικό του κουράδι.
Πριν να μπουν οι χωροφυλάκοι μέσα, πρόλαβε και πήρε το τσικάλι από την παραστιά, το έβαλε κάτω, το σκέπασε και
-Κάτσε, κακομοίρα θεία απάνω και κάνε την αρρωσταρέ, είπε στην μητριά του την Κατεργιά.
Η γριά κάθησε πάνω στο τσικάλι και με τα δυο της χέρια, κρατούσε το κεφάλι της, σκούζοντας και κάνοντας τη βαριά άρρωστη
-Οφου η κεφαλή μου και πονεί!
-Οφου και θαρρώ πως θα ποθάνω!
Μόλις μπήκαν οι χωροφυλάκοι μέσα στο σπίτι, το μάτι της έπεσε αμέσως στην “άρρωστη” γριά.
-Σήκω απάνω θεία. Πού είναι ο Καλόγερος;
-Δε γατέω, κοπέλι μου, θαρρώ πως λείπει τσ’ αίγες του!
Ο σταθμάρχης είχε διαφορετική άποψη.
-Αφήστε τη, γρε γυναίκα, εκειά απού κάθεται. Δε τηνε θωρρείς πως είναι αρρωσταρέ η κακομοίρα!
Ως τόσο, ο Καλόγερος βρήκε την ευκαιρία και πετάχτηκε από ένα παραθύρι στο δρόμο και μέχρι να τον πάρουν χαμπάρι οι χωροφυλάκοι αυτός ήταν κιόλας στον απέναντι “φτερέ”.
Οταν εφυγαν οι χωροφυλάκοι μετά από μια πρόχειρη έρευνα που κάνανε στο σπίτι, η Κατεργιά ξανάβαλε το τσικάλι στην παραστιά και συνέχισε να βράζει το κρέας!