Πέρα απ’ τα μάκρη του γιαλού, της ξένης γης τους τόπους
αγνάντεψε το γυρισμό, κάποιος που ’λειπε χρόνια,
κάθε ζωής του πρόβαλε, η θύμηση τους κόπους
ήλθαν! μιλεί μια σκέψη του, στην κεφαλήν τα χιόνια.
Πέταξε η φαντασία του στ’ ολόφωτο ακρογιάλι
στο χαροκόπι του χωριού, τ’ Απρίλη μιας ημέρας
κι έτσι στα χνάρια της φυγής, έρχεται πίσω πάλι
στο σπιτικό κατώφλι του, μια λάμψη φέρνει ο αγέρας.
Σωστό ξεφάντωμα χαράς, σείσθηκε ο ερχομός του
φίλοι, δικοί και συγγενείς, τρέχουν αναλωμένα,
διπλαγκαλιάζουν, χαιρετούν, σβήνεται ο καημός του
ορθοστατά στη μνήμη του, φθάνουν τα περασμένα.
Δάκρυα, θόρυβος, φωνές, τριγύρω ο δρόμος πνίγει
γελούν, μιλούν αλλόκοτα, πάνε όλοι να ρωτήσουν,
μήπως στα ξένα αντάμωσε, τους χωριανούς πριν φύγει
που χρόνια τώρα πήγανε, εκεί μακριά να ζήσουν.