Στο άκουσμά της δεν μπορείς ν’ αντισταθείς στον πειρασμό να βγεις στο μπαλκόνι, να την απολαύσεις και να θυμηθείς. Εμβληματική φιγούρα ο «καμπανοκρούστης» θείος που αποκρεμιόταν -ακόμα και στα 80 του!- απ’ το σκοινί και την χτυπούσε με κέφι, αλλά και με μεγάλη αίσθηση ευθύνης.
Στον νου σου έρχεται κι η άλλη καμπάνα, η πένθιμη, που ενημέρωνε ότι κάποιος έφυγε απ’ τον κόσμο ετούτο κι έβγαιναν οι χωριανοί ανήσυχοι στα παράθυρα και στις εξώθυρες και ρωτούσαν το κάθε περαστικό ποιος πέθανε…Εντελώς διαφορετική η αίσθηση της χαρμόσυνης, αναστάσιμης καμπανοκρουσίας που σε γέμιζε ευφορία κι ελπίδα. Και βεβαίως μέρος της καθημερινής ρουτίνας του χωριού μας εκείνη που καλούσε το ποίμνιο στον οίκο του Θεού. Ειδικά του δειλινού, τότε που ξεπροβάλαν μιλιούνια οι γιαγιάδες απ’ τα σπιτάκια τους, με τις ρόμπες τις κλαρωτές και τα μικρά πορτοφολάκια στο χέρι, και τραβούσαν για τον εσπερινό. Υπήρχε και η άλλη καμπάνα, κι αυτή καθημερινή, κοφτή και επίμονη, που -σε μια εποχή που δεν υπήρχαν ακόμα ρολόγια- σε ξυπνούσε για να πας σχολείο! Τότε που χωνόσουν όλο και πιο βαθιά στο ζεστό πάπλωμα κι ερχόταν η μάνα και με χάδια και φωνούλες προσπαθούσε να σε σηκώσει. Τι καιροί κι αυτοί! Απόλυτα αληθινοί, όπου όλα ήταν γνήσια, καθαρά, ανόθευτα. Ακόμα κι ο ήχος της καμπάνας του χωριού μας, που γυρίζει ξανά στ’ αυτιά μας μελωδικός, φρέσκος, αξέχαστος! Σαν ζωντανή φωνή φίλου που θα ξεγελάσει τον χρόνο, θα περάσει τοίχους, πόρτες και παράθυρα, θα μπει στο σπίτι μας και θα μας προσκαλέσει σ’ ένα ταξίδι στα χρόνια τα παλιά κι ευλογημένα…