Κάθε γειτονιά, κάθε χωριό, κάθε μικρή η μεγαλύτερη κοινωνία έχει τους γραφικούς της τύπους.
Μα πάντα κάποιος ξεχωρίζει. Άλλος για τις ασυναρτησίες που λέει, άλλος για το ντύσιμό του. Όπως η Καλυψώ, ντυνόταν Γενοβέφα κι έβγαινε κάθε μέρα στο δρόμο περίμενε να περάσει ο Αρχιμανδρίτης να του κάνει ερωτική εξομολόγηση. Τα παλιόπαιδα της γειτονιάς την πειράζανε, της είπαν πως ο Αρχιμανδρίτης που τύχαινε να είναι και εκπαιδευτικός την αγαπάει και θέλει να την παντρευτεί.
Ο Σπυράκος ξεχωρίζει για το ντύσιμο του φορούσε- χειμώνα καλοκαίρι μπότες με σπιρούνια, καπέλο γραβάτα, μπαστούνι και στη μέση του είχε κρεμασμένα κουδούνια τα μαλλιά του μακριά αλογοουρά. Περπατούσε και μονολογούσε. Θύμωνε φώναζε η γελούσε.
Σ’ αυτή τη μικρή επαρχιακή πόλη που μεγάλωσα ο γραφικός ήταν ιδιαίτερη περίπτωση. Δεν ήταν περίεργα ντυμένος. Φορούσε ό,τι του ταίριαζε.
Ζούσε μόνος επιβίωνε κάνοντας θελήματα. Ήταν πολύ όμορφος. Έλεγες ίσως επειδή ορφάνεψε μικρός, δεν είχε αδέρφια ούτε συγγενείς. Ίσως έπαθε το μυαλό του. Ο Γούλης όμως τα ‘χε 400. Η ευφυΐα του απ’ την τρέλα ξεχωρίζονταν με ένα λεπτότατο διάφραγμα. Το χαρακτηριστικό του ήταν ότι μιλούσε μόνος του και δυνατά. Έκανε πως απευθυνόταν σε συγκεκριμένο άτομο η σε ένα τεράστιο πλήθος. Μία φορά βρισκόμενη κι εγώ σ’ αυτή τη μικρή πόλη για προσωπικούς λόγους ενώ ζω αλλού. Εντυπωσιάστηκα μαγεύτηκα με τη γραφικότητά του. Όχι μόνο για την ομορφιά του αλλά γι’ αυτά που έλεγε και το στυλ του γενικότερα.
Μία Κυριακή, στην πλατεία κρατούσε κάτι στο χέρι σαν μικρόφωνο, απευθύνονταν στο πλήθος και εκφωνούσε το λόγο του με ύφος ειδήμονα. Οι καφετέριες γεμάτες τα παγκάκια στην πλατεία γεμάτα. Όλοι σιώπησαν και τον άκουγαν. Καυστικός ο Γούλης ευφυής σοφός.
«Ακούστε πρόβατα! Ακούστε κότες! Ακούστε όρνια! Ακούστε αγέλες, κοπάδια. Πού πάτε μωρέ; Πού σας πάνε; Δε βλέπετε; Έχετε τυφλωθεί;» Ήταν τότε, τη χρυσή εποχή το 2004 που οι τράπεζες έδιναν δάνεια. Στεγαστικά, καταναλωτικά, γιουροδάνεια, διακοποδάνεια. Ο Γούλης άκουγε παρατηρούσε τα επεξεργάζονταν στο μυαλό του και τα σχολίαζε φωναχτά. «Γιατί παίρνετε δάνεια μωρέ; Δεν είναι λεφτά δουλεμένα. Ανοίξτε τα μάτια σας. Μην ξανοίγεστε. Έχετε κατοχή. Κατοχή της πείνας».
Προφητικός ο γραφικός. Ο μεγάλος θυμός του ‘βγαινε με την πολιτική και τους πολιτικούς. Όπου κουβέντιαζαν πολιτικά, φώναζε ο Γούλης. «Μα καλά είστε τόσο αφελείς και τους πιστεύετε; Κανείς δεν σας αγαπάει κανείς δεν σας νοιάζεται είναι όλοι του συστήματος». Περπατούσε και μονολογούσε ασταμάτητα. Απευθύνονταν σ’ όποιον συναντούσε και σχολίαζε ότι παρατηρούσε με το δικό του μοναδικό στυλ.
Μία μέρα μία γιαγιά έσερνε το εγγονάκι της κι αυτό τσίριζε και χτυπιόταν γιατί η γιαγιά δεν του αγόραζε το παιγνίδι που ήθελε.
– Γιαγιά πες όχι. Μάθε να λες και όχι. Μην το κακομαθαίνεις. Μην το φορτώνεις με άχρηστα πράγματα. Αμάν πια με τα πράγματα που σας πουλάνε. Μάθετέ του γιαγιά, το σεβασμό την ευγένεια, τη δημιουργικότητα, την εργασία την προσπάθεια, κι άλλα τέτοια χρήσιμα. Κυρίως τη ευγνωμοσύνη. Κι εσύ διαβολάκι να μάθεις να κερδίζεις με τον ιδρώτα σου τα πράγματα που θέλεις όταν μεγαλώσεις.
– Γιαγιά είναι τρελός ο άνθρωπος;
– Όχι παιδί μου. Αυτός γνωστικός είναι εμείς όλοι είμαστε τρελοί.
Σ’ ένα παγκάκι, ένα ζευγάρι έφηβων ζούσε τις τρυφερές στιγμές του. Πάει και κάθεται δίπλα τους ο Γούλης και χωρίς να του απευθύνουν το λόγο ανάπτυσσε τις θεωρίες του. Ωραίο πράγμα ο έρωτας και η αγάπη. Και όταν παντρευτείτε θα τρώτε αγάπη και έρωτα; Μπράβο σας αν τα καταφέρετε, αλλά πλανάστε πλάνην οικτρά.
Αν δεν μάθετε να παραχωρείτε και να διεκδικείτε…. αν δεν σέβεστε ο ένας τα θέλω του άλλου… συνέχισε να μιλάει δυνατά φεύγοντας μέχρι που χάθηκε αφήνοντας πίσω του τις τελευταίες λέξεις. Κι όχι τι λέτε, αλλά πως και πότε το λέτε. Μωρέ ωραία τα λέει ο τρελός και συνέχισαν τις περιπτύξεις τους.
Ένα απόγευμα ο Γούλης έβγαλε την άλλη πλευρά του εαυτού του. Έβγαλε πολύ θυμό για πρώτη φορά. Φώναζε τόσο πολύ, που η κυρία που κρατούσε σφιχτά το λουράκι του σκύλου της γιατί τρόμαξε το ζώο, κάλεσε την αστυνομία. Έφτασε το περιπολικό της περιοχής αμέσως. Ο Γούλης ξεσπάθωσε.
– Κυρ αστυνόμε να την κλείσεις μέσα και αυτήν και το κοπρόσκυλό της. Και να της βάλεις και πρόστιμο. Γιατί μωρή το ‘βγαλες στο πεζοδρόμιο για να κάνει την ανάγκη του; Γιατί θα ‘πρεπε να τα πατήσω εγώ και δεν έχω κι άλλα παπούτσια; Γιατί δεν τα μάζεψες στο σακουλάκι όπως κάνουν στην Ευρώπη; Που θες να λέγεσαι και Ευρωπαία και πολιτισμένη τρομάρα σου.
Ο Γούλης δεν άκουγε ούτε τις τσιρίδες της κυρίας ούτε τις παραινέσεις του αστυνομικού και συνέχισε.
– Άντε μωρή, πάτε τα σκυλιά σας στα κομμωτήρια, στους γιατρούς, τα ταΐζετε μπριτζόλες και πετάτε τους γονείς σας στο γηροκομείο. Σας ξέρω εγώ εσάς. Έχετε ένα άβουλο πλάσμα και το διατάζετε. Σήκω- κάτσε- τρέξε- έλα. Δεν μπορέσατε να επιβληθείτε σε άνθρωπο και επιβάλλεστε στο ζώο. Δεν αγαπήσατε δεν αγαπηθήκατε και νομίζετε ότι σας αγαπά το ζωντανό. Δεν αμφισβητώ τις ικανότητες των σκύλων αμφισβητώ την αγάπη των φιλόζωων η ζωόφιλων. Πως σας λένε. Κι όταν τα βαρεθείτε ή δεν έχετε πού να τα αφήσετε για να πάτε διακοπές, τα παρατάτε στους δρόμους με αγάπη. Γι’ αυτό γέμισε το τόπος με αδεσποτάκια. Μία μέρα ακολουθούσε μία νεκρώσιμη πομπή και μονολογούσε. Υποκρισίες. Κάνουν πως πλαντάζουν στο κλάματα, κοράκια με τα μαύρα, οι συγγενείς πιστεύουν ότι θα φάνε κομμάτι απ’ την πίτα της αμύθητης περιουσίας του ενώ όσο ζούσε κανείς δεν πήγαινε να του κάνει παρέα να του καθαρίσει το σπίτι.
Άντε σε ξέρω κι εσένα μπάρμπα Μιχάλη, μπάρμπα Σκρουτζ, Θεός να σε σχωρέσει. Του αγγέλου νερό δεν έδινες. Και καλά να πάθεις κι εσύ. Με τόσα νοίκια, τόση σύνταξη, δεν έβαλες μια γυναίκα να σε φροντίζει. Και είναι πολλοί σαν εσένα. Αλλά έχω μία απορία. Πού τα ‘χεις τρυπώσει τόσα λεφτά. Όπως στρώνει κανείς κοιμάται. Ζει όπως του αξίζει και πεθαίνει όπως του αξίζει!