Ήμουνα κλέφτης φοβερός, ήμουνα ζωοκλέφτης μα τώρα στα γεράματα είμαι γρουσουζωκλέφτης. Ετσι απαντούσε τραγουδιστά ο γερό Σπυρίδος -ήτανε πενηντάρης, μα για την εποχή ήτανε γέρος- σ’ αυτούς που τον κατηγορούσαν ότι ήταν γρουσουζoκλέφτης. Η ζωοκλοπή για την εποχή εκείνη ήταν πράξη λεβεντιάς. Η γρουσουζωκλοπή ήταν ντροπή.
Ο γερό Σπυρίδος τώρα στα γεράματα ανιστορούνταν τις “στρατιές” που είχε κάμει όταν ήταν ζωοκλέφτης. Τότε που είχε κλέψει μια “κομματέ” από τον κάμπο. Θα ‘ταν καμιά πενηνταριά αρνιά. Τα πούλησε στον ζωέμπορα – κλεπταποδόχο, πήρε χρυσές λίρες και αγόρασε τσόχινα ρούχα και μαύρα στιβάνια από δέρμα “σεβρό”.
Σε μια άλλη «στρατιά» λίγο μακρύτερα, έκλεψε πάλι μια “κομματέ” εξήντα αρνιά και τα έκρυψε σε μια ρεματιά που μόνο αυτός ήξερε την είσοδό της.
Σε λίγες μέρες ήρθαν στο χωριό δύο αδέλφια λεβέντες και παλληκάρια και “διαλαλούσαν”- αναζητούσαν τα κλεμμένα αρνιά τους. Πήγαν στο σπίτι του Σπυρίδο, ήξεραν ότι ήταν φοβερός ζωοκλέφτης, για να τους βοηθήσει να βρουν τ’ αρνιά τους.
Ο Σπυρίδος τους καλοδέχτηκε και τους έκανε τραπέζι με ένα από τα κλεμμένα αρνιά τους. Με την πρώτη μπουκιά κρέας ο ένας αδερφός κοίταξε με νόημα τον άλλον. Είχαν καταλάβει και οι δυο από τη γεύση του κρέατος ότι έτρωγαν κρέας από τα κλεμμένα αρνιά τους. Ο Σπυρίδος αντιλήφθηκε αμέσως ότι τα αδέρφια κατάλαβαν ότι το κρέας που έτρωγαν ήταν από τα δικά τους αρνιά.
Την εποχή εκείνη το κρέας των αρνιών είχε τη γεύση από τη «βοσκαρέ» που έτρωγαν. Τότε δεν υπήρχαν ζωοτροφές. «Αναπαϋμένοι» είπε ο Σπυρίδος, «εγώ τα ‘κλεψα τ’ αρνιά σας. Δεν ήξερα ότι ήταν δικά σας. Τα ‘χω κρυμμένα. Έχω καταλύσει μόνο ένα, αυτό που τρώγαμε. Θα σας το πληρώσω. Τα άλλα θα σας τα γυρίσω».
«Δεν πειράζει Σπυρίδο. Δεν θέλουμε να μας το πληρώσεις. Δώσε μας τα υπόλοιπα».
«Πηγαίνετε», τους είπε ο Σπυρίδος, «και θα σας τα γυρίσω όπως τα πήρα. Και θα σας δώσω μια χρυσή λίρα για το σφαγμένο αρνί».
Μια άλλη φορά πήγε στη Μεσαρά και έκλεψε μία αγελάδα από έναν γεωργό. Πίστευε ότι έκανε γερή «μπάζα», όμως δεν ήξερε να τη σφάξει. Ο ζωέμπορος δεν την έπαιρνε και έτσι αναγκάστηκε να τη γυρίσει πίσω για μεγάλη χαρά του γεωργού.
Όταν γέρασε ο Σπυρίδος, έγινε γρουσουζωκλέφτης. Έκλεβε ακόμα μαρτάρικα και από χωριανούς, που άρχισαν να τον καταφρονούν. Τα παιδιά του μεγάλωσαν και ντρέπονταν για τις κακές πράξεις του πατέρα τους. Προσπάθησαν να τον συνετίσουν, αλλά άδικος κόπος. Σκέφτηκαν και βρήκαν τη λύση. Ένα από τους γαμπρούς του ήταν μαραγκός στο χωριό. Τον έβαλαν και πελέκησε ένα ζευγάρι λαλίνια για το γερο- Σπυρίδο. Του ‘κρυψαν τα υποδήματα. Ο γερο- Σπυρίδος δεν μπορούσε να πάει έτσι ούτε στο καφενείο του χωριού. Πόσο μάλλον για γρουσουζωκλεψιές. Έτσι γλύτωσαν οι χωριανοί τ’ αρνιά τους και τα παιδιά του από τις γρουσουζωκλεψιές του πατέρα τους.
*απόμαχος τυπογράφος – δημοσιογράφος
Σημείωση: Γρουσουζωκλέφτης ήταν ο ζωοκλέφτης (συνήθως άτομο χαμηλής υποστάθμης) που έκλεβε μαρτιάρικα ζώα, δηλαδή ζώα που ο φτωχός είχε στην αυλή του για γάλα για τα παιδιά του και λίγο κρέας όταν έσφαζε ένα μικρό ζώο.