Γεννήθηκε σ’ ένα μικρό ορεινό χωριό, κάπου στα ριζά της πεντάμορφης Oρθρυς, λίγο πριν τον πόλεμο του ’40, νιώθοντας τη φρίκη του και στην συνέχεια τη φρίκη του εμφυλίου σπαραγμού έντονα στο πετσί του.
Μεγαλώνοντας δε και θωρώντας τα ερείπια που άφησαν πίσω τους οι βάρβαροι κατακτητές της πατρίδας μας, οι Γερμανοί, αλλά και ο εμφύλιος σπαραγμός, έκλαιγε κι εκείνος και μάλιστα με αναφιλητά, όταν θωρούσε τους πολυβασανισμένους γονιούς του να κρυφοκλαίνε κάθε μέρα, προσπαθώντας να ξαναχτίσουν το σπιτικό τους βάζοντας καινούργιες βάσεις για μια καλύτερη ζωή.
Εκεί μεγάλωσε, στο πεντάμορφο χωριό του, εκεί ανδρώθηκε και στα μέσα της δεκαετίας του 1960 παντρεύτηκε μια χωριανή του και απόκτησαν μια «θράκα παιδιά» κατά την Ρουμελιώτικη έκφραση, πέντε τον αριθμό, ανάκατα. Πάλεψε με νύχια και με την αμέριστη αγάπη της καλής γυναικούλας του και με την βοήθεια του Μεγαλοδύναμου, τα μεγάλωσαν τα παιδιά τους το αγαπημένο ανδρόγυνο, με ιώβεια υπομονή αλλά και με αξιοπρέπεια. Μπορεί ο κυρ Γιώργος και η κυρά του η Τασιώ – όπως την αποκαλούσε χαϊδευτικά – να στερήθηκαν πολλά αγαθά και πολλές χαρές της ζωής, όμως τα παιδιά τους δεν στερήθηκαν απολύτως τίποτα. Και σιταρένιο ψωμί χόρτασαν – επίτευγμα μεγάλο για κείνη την εποχή – και παπούτσια φόρεσαν φτιαγμένα στον τσαγκάρη, αν και πολλές φορές δεν ήθελαν να τα φορέσουν, γυρίζοντας όπως τα περισσότερα παιδιά γύριζαν στα σοκάκια και στους αγρούς, ξυπόλητα. Κι όπως λένε ότι ο χρόνος κυλάει σαν νεράκι, μήτε που το κατάλαβαν πως πέρασαν τα χρόνια και τα τρία κορίτσια έφτασαν σε ηλικία για παντρειά.
Τώρα, η πρώτη θυγατέρα έμαθε την τέχνη της μοδίστρα, η δεύτερη ακολουθούσε την τέχνη της κομμώτριας και η τρίτη κόρη, που της άρεσαν τα γράμματα, έγινε δασκάλα. Τα δε δύο αγόρια, τα παιδιά όπως τα λέγανε τότε τ’ αγόρια στα χωριά, λες και τα κορίτσια δεν ήταν παιδιά, ο μεγαλύτερος έγινε χωροφύλακας, ο δε μικρός γιός, ο βενιαμίν όπως τον αποκαλούσαν, έγινε κλειδούχος στο ΣΕΚ όπως έλεγαν τότε τον σιδηρόδρομο.
-Πάει Τασιώμ, πέταξαν τα πλιάμας κι έπλεξαν δικές τους φωλιές κι απομείναμε τα δυο μας ολομόναχοι σαν δυο κουτσούρια ξερά.
-Ε, τι να κάνουμε… αντιλογιότανε η Τασιώ, … Γιώργουμ έτσι τα έχει φτιάξει τα πράγματα ο Μηγαλοδύναμους…
Και η κουβέντα συνεχιζόταν:
-Κι καλά τώρα που είμαστε μαζί Γιώργουμ. Άμα χτυπήσει την πόρτα μας ο αγλύκαντος κι απομείνει ο ένας μαναχός σαν το κούκου, τότι θα είν τα χειρότερα.
Αυτά κι άλλα πολλά τέτοια σοφά λόγια έλεγαν στην γνήσια Ρουμελιώτικη προφορά τους οι δύο εναπομείναντες γέροι στο μικρό τους χωριό.
-Ιγώ παρακαλάου τον Μεγαλοδύναμο να πάρει πρώτη εμένα Γιώργουμ, δεν θέλω να συ κλάψου. Πρώτ’ ιγώ.
-Όχι Τασούλαμ… απαντούσε ο κυρ Γιώργης. Ιγώ να φύγω πρώτος, γιατί άμα μείνω μοναχός μου ποιος θα με κοιτάξει εμένα. Τώρα είσαι εσύ Τασούλαμ και άμα κρυώσω με προσέχεις και εντριβές μου κάνεις και βεντούζες μου βάζεις και χαμομήλι μου φτιάχνεις. Άμα όμως φύγεις εσύ, όπως παρακαλάς το Μεγαλοδύναμο να κάνει, τότε τι θ’ απογίνω εγώ Τασούλαμ. Όχι Τασούλαμ… της έλεγε χαιδεύοντας τα ροζιασμένα χέρια της.
-Και το άλλο που το πηγαίνεις Τασούλαμ. Τώρα και τηγανίτες μου φτιάχνουν τα χρυσά χεράκια σου και αυγά τσιακλατιστά με πατάτες μου φτιάχνεις κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Άσε που μου πλένεις τα ρούχαμ και είμαι πάντα καθαρός και περιποιημένος. Άμα φύγεις εσύ ποιος θα μου τα κάνει όλα αυτά. Όχι Τασούλαμ θέλεις να γυρίζω απεριποίητος να γελούνε με μένα οι χωριανοί και να ντροπιάσουμε τα παιδιά μας;
Αυτούς τους διαλόγους έκαναν οι δύο γέροι γονείς κάθε μέρα, μαλώνοντας για το ποιος θα φύγει πρώτος και στο τέλος εύρισκε τη λύση η Τασιώ «Να πεθάνουμε κι οι δυο μαζί, να έχουμε κι ένα έξουδο. Κι να ξεμπερδεύουν και τα παιδιά μας μια και καλή».
Ο Μεγαλοδύναμος όμως, διάλεξε να κάνει το χατίρι της Τασιώς και ένα πρωινό έστειλε τον αγλύκαντο και της έκοψε το νήμα της ζωής της, αφήνοντας ολομόναχο τον κυρ Γιώργο. Την έκλαψε την καλή του τη γυναικούλα ο κυρ Γιώργος αλλά όσο κι αν παρακαλούσε, από την μια τον Θεό, από τη πρώτη κιόλας μέρα που πήρε την Τασιώ του, να του πάρει την ψυχή τις μετέπειτα μέρες και από την άλλη την Τασιώ του να τον πάρει κοντά της, η προσευχές του και τα παρακάλια του δεν τα άκουγε κανείς από τους δύο, μήτε ο Μεγαλοδύναμος μήτε και η Τασιώ του.
Oταν δε πήγαινε και της άναβε το καντήλι στον τάφος της κάθε απόβραδο και να της κρατήσει συντροφιά, της παραπονιότανε κιόλας λέγοντάς της με περίσσιο παράπονο «Αϊ, με ξέχασες Τασιώμ και δεν με παίρνεις κοντά σου. Αϊ, Τασιώμ, μ’ αστό’ησης ντιπ».
Έτσι πέρασαν λίγα χρόνια ακόμα και το πολύ βαρύ φορτίο που κουβαλούσε χρόνο με το χρόνο στις κυρτωμένες πια πλάτες του, η απίστευτη μοναξιά και ο καημός που έχασε την Τασιώ του, τον έκαναν πολύ ανήμπορο και μελαγχολικό. Τα παιδιά του βέβαια, πήγαιναν και τον έβλεπαν με τα παιδιά τους, τα εγγονάκια του, και παρηγορούτανε κάπως, αλλά… «τι τα θέλεις…» έλεγε, «…τι τα μολογάς, όλοι σου δίνουν βέβαια χαρά, αλλά άμα χάσεις τον άνθρωπό σου η χαρά και η κατανόηση που σου δίνει εκείνος δεν αναπληρώνονται με τίποτα. Αλλά…» συμπλήρωνε, «…έτσι είναι ο κύκλος της ζωής και κανένας δεν μπορεί να αλλάξει την τροχιά του και το χειρότερο για τους ανθρώπους είναι ότι κανένας δεν γνωρίζει τι κουβαλάει πάνω του ο χρόνος για κείνον».
Τώρα, όταν πια κατάπεσε πολύ, του είπαν τα παιδιά του να εγκαταλείψει το χωριό γιατί δεν μπορούσε πια να αυτοεξυπηρετηθεί. «Έλα κοντά μας πατέρα» του έλεγαν και τα πέντε παιδιά του. «Διάλεξε εσύ σε ποιον από εμάς θέλεις να πας κι εμείς δεν θα σου φέρουμε καμιά αντίρρηση». Ανήμερα των Χριστουγέννων, που είχαν πάει στο χωριό όλα τα παιδιά και τα εγγόνια του τους είπε: «Για να μην γίνω μόνιμο βάρος παιδιά μου σε έναν από εσάς, θα πάω πρώτα στον Κώστα μας, θα μείνω ένα εξάμηνο σε σένα Κώστα μου και έπειτα στον άλλο και έπειτα στον άλλο» και συνέχισε: «Όταν πια καταπέσω πάρα πολύ, τότε αποφασίστε εσείς ποιος θα με γεροντοκομίσει». Και αυτό ακριβώς έγινε.
Όταν κατάπεσε, τα παιδιά συνεννοήθηκαν να μείνει στον Κώστα του, στον πρώτο γιό του, αλλά ο Κώστας του είχε εγκατασταθεί σ’ ένα νησί. Τι μπορούσε να κάνει όμως. Όταν ο κυρ Γιώργος έμενε μόνος, μετά την εγκατάστασή του μόνιμα πια στον Κώστα του, έλεγε: «Δεν λέω, καλά είναι κι εδώ, αλλά είναι μωρέ κάτω από την θάλασσα. Αν ήμαν κάπου στην στεριά, θα μπορούσα να πηγαίνω, όπως πρώτα, ν’ ανάβω το καντήλι της Τασιώς μου κάπου – κάπου και να ξαναβλέπω τον τόπο μου να ξεπονάω.
Τώρα, εδώ που είμαι, πώς να πάω;» και τα μάτια του έτρεχαν πικρά δάκρυα. Κι εφόσον άφηνε λεύτερες τις βρύσες των ματιών του να τρέξουν και την τελευταία τους σταγόνα από τα δάκρυά τους, τα σκούπιζε κι έλεγε αναστενάζοντας: «Ε, τι να κάνω! Θα με πάνε κάποια μέρα και δεν θα ξαναέρθω εδώ κάτω από τη θάλασσα». Κι ο δόλιος ο παππούς ζούσε, καρτερώντας τον μόνιμο πλέον γυρισμό του στο χωριό.
Ο δόλιος ο παππούς περίμενε την μέρα αυτή, αλλά έως ότου κάνει αυτή την εμφάνισή της, περνούσε τις ώρες του λέγοντας παραμύθια στον εγγονό του, τον Γιώργο του.
Του έλεγε εκείνα τα όμορφα παραμύθια που μεγάλωσαν γενιές και γενιές Ελληνόπουλα, όπως είναι η κοκκινοσκουφίτσα, ο κουτσοκοκοτάκος, η χιονάτη κι ένα σωρό άλλα παραμύθια όμορφα κι όχι ιστορίες σαν τις σημερινές, γιομάτες βία και σκοτωμούς. Ξενόφερτα, ξένα παραμύθια και ιστορίες, που καμιά σχέση δεν έχουν με τα δικά μας, τα Ελληνικά διδακτικά και σοφά παραμύθια.
Έτσι πέρασαν λίγα χρόνια ακόμα και ένα ανοιξιάτικο όμορφο πρωινό ο παππούς σηκώθηκε και δεν αισθανότανε καλά. Ένιωσε έναν έντονο πόνο στο στέρνο του – έλεγε – και ο γιος του για να προλάβει τα χειρότερα καλεί το ασθενοφόρο και τον πηγαίνει στο νοσοκομείο. Ο πόνος όμως δεν έλεγε να υποχωρήσει και ο παππούς από κάτι μισόλογα που άκουγε και βλέποντος τον εγγονό του να κλαίει και το γιο του να προσπαθεί να μείνει ψύχραιμος, κατάλαβε ότι η μέρα του γυρισμού κοντοζύγωνε. Την δεύτερη μέρα της νοσηλείας του στο νοσοκομείο, λέει στον εγγονό του να πάει κοντά του, να τον αγκαλιάσει και να του πει ένα καινούργιο παραμύθι, που το είχε ξεχάσει και το θυμήθηκε τότε. Ο εγγονός όμως, στο άκουσμα του παραμυθιού που έλεγε πως, ένας παππούς είχε πάει στην ξενιτιά, κοντά στο ένα του παιδί και όταν αποφάσισε να γυρίσει στον τόπο του, κάτι πελώρια κύματα έριξαν το καράβι του πάνω στα βράχια κλπ, κατάλαβε τι ήθελε να του πει ο παππούς, έβαλε τα κλάματα και του λέει με αναφιλητά: «Θα φύγεις παππού; Θα φύγεις ε; Θα γυρίσεις στο χωριό παππού, κοντά στην γιαγιά ε; Αυτό δεν θέλεις να μου δώσεις να καταλάβω; Ε παππού;» και συνέχισε: «Και ποιός θα μου λέει εμένα παραμύθια παππού μου άμα φύγεις εσύ; Ε παππού; Ποιος; Αλλά θέλω να σου πω κι εγώ ένα μυστικό παππού» και αμέσως τον αγκαλιάζει τον παππού του και εφόσον τον φίλησε δύο φορές και στις δύο αμπούκες του είπε με δάκρυα στα μάτια: «Να, παππού… να ξέρεις ότι, όσα παραμύθια μου έμαθες, εγώ τα έγραψα όλα σε ένα τετράδιο μεγάλο παππού και όταν μεγαλώσω θα τα βγάλω όλα σε ένα βιβλίο. Ε παππού; Δεν είναι καλή η ιδέα μου; Ε παππού;»
Ο παππούς, αυτή τη φορά, αγκαλιάζει τον εγγονό του κάπως δύσκολα. Έπειτα, αφήνοντας τα χέρια του να πέσουν από πάνω από τον εγγονό του, έγειρε την χιονοστολισμένη κεφαλή του στο πλευρό, και ανεβαίνοντας μάλλον με την βοήθεια του αγλύκαντου πάνω στο μαύρο άτι του όπως όλοι οι λαοί του κόσμου έτσι το θέλουν να είναι, παίρνοντας το δρόμο του γυρισμού που δεν ήταν άλλος απ’ αυτόν που θα τον έβγαζε στο αγαπημένο του χωριό, κοντά στην Τασιώ του, μάλλον τρισευτυχισμένος.