Στα μέσα του 2009, στην Κοιλάδα Μαγκνταλένα, διακόσια πενήντα χιλιόμετρα βόρεια της Μπογκοτά, ελεύθεροι σκοπευτές κατάφεραν να εντοπίσουν και να εκτελέσουν, με δύο σφαίρες, μία στο κεφάλι και μία στην καρδιά, έναν αρσενικό ιπποπόταμο που είχε δραπετεύσει λίγο καιρό νωρίτερα, παρέα με το ταίρι του και το μικρό τους, από τον εγκαταλελειμμένο πλέον ζωολογικό κήπο του άλλοτε βαρόνου της κοκαΐνης, μα πλέον νεκρού, Πάμπλο Εσκομπάρ, και που στο πέρασμά του, ο ιπποπόταμος, τρομοκράτησε τους αγρότες, κατέστρεψε καλλιέργειες και διέλυσε ποτίστρες. Οι ελεύθεροι σκοπευτές φωτογραφήθηκαν χαμογελαστοί και περήφανοι δίπλα στο τρόπαιο και αποχώρησαν θριαμβευτές. Οι εφημερίδες έπαψαν σχεδόν αμέσως να ασχολούνται με τον νεκρό και έστρεψαν το ενδιαφέρον τους, με τόνο μελοδραματικό, όπως εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί, στην τύχη των εναπομεινάντων μελών της οικογένειας των ιπποπόταμων, με εκτενή ρεπορτάζ και αποκλειστικές πληροφορίες, δίχως να ξεχνούν, βεβαίως, τη σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης. Μια μέρα, ενώ ο Αντόνιο Γιαμάρα διάβαζε ένα ακόμα ρεπορτάζ, μια μορφή από το παρελθόν, την οποία θεωρούσε λησμονημένη πλέον, θα τον επισκεφτεί.
Η πυροδότηση της μνήμης, ένας μηχανισμός σύνθετος και μόνο επιφανειακώς εξηγήσιμος, μα ικανός να ανασυνθέσει ή και να επινοήσει ξανά, αν χρειαστεί, το παρελθόν, να γεμίσει με καρέ δίχως ήχο τον περιβάλλοντα χώρο, σε μία κατά Προυστ αναζήτηση του χρόνου, χαμένου ή μη. Δεν ξέρω τι μας χρησιμεύει να θυμόμαστε, τι καλό μάς κάνει ή πώς μπορεί να μας βασανίζει, ούτε πώς γίνεται ν’ αλλάξουν όσα έχουμε ζήσει με το να τα θυμόμαστε, αλλά η ανάμνηση του Ρικάρδο Λαβέρδε πήρε για μένα χαρακτήρα επείγοντος.
Με τον Ρικάρδο Λαβέρδε γνωρίστηκαν στα τέλη του 1995, σύχναζαν και οι δύο στο ίδιο μπιλιαρδάδικο, εκείνος λιγομίλητος, επικεντρωμένος στις παρτίδες του μπιλιάρδου, η τηλεόραση πάντα ανοιχτή να παίζει στο βάθος, τότε ήταν επίκαιρη η τύχη της περιουσίας του Εσκομπάρ, και ο Λαβέρδε, στη θέα της έπαυλης, είπε: Να δούμε τι θα κάνουν με τα ζώα. Τα κακόμοιρα λιμοκτονούν, και κανείς δε νοιάζεται. Hταν τα πρώτα λόγια που άκουσε από εκείνον. Χρόνια μετά η κόρη του θα πει στον Αντόνιο: Αναρωτιέμαι πόσο μπορούν ν’ αντέξουν αυτά τα πλάσματα. Δεν υπάρχει κανείς να τα ταΐσει, κανείς να τα φροντίσει. Η πέτρα πριν βυθιστεί στο νερό αναπηδά.
Στις αρχές του 1996, λίγο μετά τα Χριστούγεννα, ο Λαβέρδε θα δολοφονηθεί, ο Αντόνιο θα τη γλιτώσει με ένα τραύμα στην κοιλιακή χώρα και μια πολυήμερη νοσηλεία. Ύστερα, τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο.
Η ενηλικίωση φέρνει μαζί της την καταστροφική ψευδαίσθηση του αυτοελέγχου, ίσως δε να εξαρτάται κι απ’ αυτήν. Εννοώ την αυταπάτη ότι εξουσιάζουμε τη ζωή μας, που μας επιτρέπει να νιώθουμε ενήλικoι, καθότι συναρτάμε την ωριμότητα με την αυτονομία, το κυρίαρχο δικαίωμα να καθορίζουμε τι θα συμβεί μετά. Η απομάγευση έρχεται αργά ή γρήγορα, αλλά πάντα έρχεται, δεν είναι ασυνεπής στο ραντεβού, ποτέ δεν ήταν.
Πρώτα τον επισκέφτηκε ο φόβος, τον καθήλωσε, αυτόν και τους οικείους του, εκείνος αμύνεται: ο φόβος δεν κληρονομείται. Σωστά, του απαντά εκείνη, ο φόβος δεν κληρονομείται αλλά μεταδίδεται. Υστερα, παράλληλα με τη σταδιακή υποχώρησή του, αναδεικνύεται το “γιατί”, πάντα αναδεικνύεται το “γιατί”. Θέλει να μάθει τι συνέβη τότε, να ανακαλύψει το σκοτεινό παρελθόν του δολοφονημένου, το οποίο συμπαρέσυρε τελικά και τη δική του ζωή.
Ας ξεκινήσουμε από το προφανές και ευδιάκριτο: ο Βάσκες είναι ένας απαράμιλλος στυλίστας του λόγου. Χαρακτηριστικό που από μόνο του όμως δεν είναι σπάνιο, μήτε συνθήκη ικανή για να εμπλέξει τον αναγνώστη οριστικά, πριν αναφωνήσει κουρασμένος, παρά τον αρχικό εντυπωσιασμό: ήμαρτον πια με την επίδειξη. Ο Κολομβιανός συγγραφέας διαθέτει κάτι ακόμα σημαντικό, αν και πάλι όχι σπάνιο μήτε ικανό επίσης από μόνο του, μια ιστορία δυνατή, ένα υλικό που το ελέγχει με μια γοητευτική σιγουριά. Είναι ο συνδυασμός αυτών των δύο στοιχείων που σπανίζει και ενθουσιάζει. Η αφήγηση μιας δυνατής ιστορίας, γεμάτης δράση και σασπένς, με έναν τρόπο ιδιαίτερο. Σελίδες που διαβάζονται σε ένα ρυθμό πυρετώδη, μα ταυτόχρονα χαράσσονται πολύ βαθιά.
Ο τρόπος του Βάσκες μου έφερε στο νου τον Χαβιέρ Μαρίας, και μάλλον δεν ήμουν ο μόνος, αφού στην έκδοση περιέχεται μέρος της κριτικής του Dwight Garner για τους New York Times: «εξοχο υπαρξιακό νουάρ που φέρνει στο νου τον Paul Auster».
Καθένας με τις εμμονές και τους συνειρμούς του. Εκείνο που κυρίως, ανάμεσα σε άλλα, διαφοροποιεί τον “Ηχο των πραγμάτων όταν πέφτουν” είναι ο συνδυασμός του αστικού με το εξωτικό, η κολομβιανή ύπαιθρος, οι εναλλαγές του τοπίου εξαιτίας της υψομετρικής και κλιματολογικής διαφοράς. Ένα αρμονικό πάντρεμα της κολομβιανής (ή λατινοαμερικάνικης, αν προτιμάτε) λογοτεχνικής παράδοσης με το κεντροευρωπαϊκό μυθιστόρημα.
Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας διαδραματίζουν τα συγγραφικά ευρήματα, πρωτότυπα και χρηστικά, όπως για παράδειγμα η δυνατότητα κάποιου να προμηθευτεί την κασέτα από το μαύρο κουτί ενός αεροπλάνου
-που στην πραγματικότητα είναι πορτοκαλί- και να μπορεί, εξαιτίας αυτού, να αναπαράγει στο διηνεκές τις τελευταίες συνομιλίες των πιλότων με τον πύργο ελέγχου.
Ο Βάσκες δημιουργεί συνεχώς ένα παρόν, ένα νέο κάθε φορά αφηγηματικό παρόν, ένα σημείο μηδέν, το οποίο του δίνει τη δυνατότητα να διηγηθεί τα προηγούμενα και να φανερώσει τα επόμενα, προσθέτοντας πάντα τη φράση: όμως αυτά δεν συνέβησαν παρά πολύ αργότερα. Έτσι, στο τέλος, αναγκάζεσαι να γυρίσεις πάλι στο αρχικό αφηγηματικό παρόν, να διαβάσεις ξανά την είδηση για τη θανάτωση του αρσενικού ιπποπόταμου.
Όσο ιδιωτική και αν είναι η ιστορία που περιγράφει ένας Κολομβιανός, μάλλον είναι αδύνατο να μείνει εκτός το δημόσιο, με την τόση έντονη επιρροή στη διαμόρφωση, όχι μόνο της έξωθεν εικόνας της χώρας, μα και του ίδιου του χαρακτήρα των κατοίκων.
Προσοχή στον τίτλο. Τον Βάσκες τον ενδιαφέρει/ιντριγκάρει/γοητεύει/φοβίζει ο ήχος των πραγμάτων κατά τη διάρκεια της πτώσης τους, όχι η δεδομένη πρόσκρουση· παρατηρεί τις στιγμές, δευτερόλεπτα ή χρόνια, μικρή σημασία έχει, της πτώσης των πραγμάτων και του κενού που αφήνουν πίσω τους. Ομως, ακόμα και μετά την πρόσκρουση, το βουητό της πτώσης αργεί να καταλαγιάσει.
Η μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, τόσο από την ανάγνωση όσο και από την αντιπαραβολή κάποιων αποσπασμάτων, υπηρετεί πιστά το όραμα του συγγραφέα, σε μια δύσκολη, ρυθμική κυρίως, αποστολή.