Η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι πέρα για πέρα αληθινή, όπως μου τη διηγήθηκε και μένα ένας άλλος. Θα προσπαθήσω να μείνω σ’ αυτά που μου είπε και μόνο, χωρίς να προσθέσω δικές μου εικασίες ή απόψεις, που μπορεί να αλλοιώσουν την τελική γνώμη που μπορεί να έχει ο καθένας γι’ αυτό τον τόπο, γιατί περί αυτού πρόκειται.
Σ’ αυτό το μέρος βρέθηκα τυχαία, μετά από τις εξαιρετικές επιδόσεις μου στο γραφείο που εργάζομαι και το bonus που μου έδωσε το αφεντικό: εισιτήρια και δωρεάν διαμονή 5 ημερών στον απόλυτο τουριστικό παράδεισο. Η αλήθεια δεν απείχε πολύ από τις περιγραφές των τουριστικών οδηγών. Ένας τόπος με εξαιρετικά ξενοδοχεία και όλα τα κομφόρ. Υπερσύγχρονα δωμάτια με τζακούζι και θέα στη θάλασσα, εστιατόρια με εξωτικές γεύσεις από αναγνωρισμένους παγκόσμια σεφ και μπαράκια για πολλά υποσχόμενες νύχτες μέχρι πρωίας. Για να μην τα πολυλογώ και να μπω στην ουσία της ιστορίας που έλεγα, εκεί που περπατούσα επί της 3ης καθέτου (εκεί δηλ. που ήταν το ξενοδοχείο μου) και στη στροφή με την 26η παράλληλη οδό, η άκρη του ματιού μου αντιλήφθηκε μια περίεργη φιγούρα. Την ακολούθησα και επιταχύνοντας, διέκρινα πιο καθαρά περί τίνος επρόκειτο: Ένας άνδρας ηλικιωμένος, ξερακιανός, με μακρύ άσπρο μαλλί, που φορούσε μια στολή κάτι μεταξύ στρατηγού και γκρουμ ξενοδοχείου, που μέσα έπλεε το λιγνό κορμί του, με ψηλό καπέλο λουλουδιασμένο που θύμιζε κλόουν και με φτηνά αθλητικά παπούτσια. Διάφορα παράσημα βάραιναν το πέτο του, ενώ στο χέρι κρατούσε ένα σκουπόξυλο. Συνέχισε να περπατά ζωηρά (και γω ξοπίσω του) μέχρι που βγήκαμε σε μια πλατεία που είχε υπέροχη θέα κάτω στο λιμάνι. Στάθηκε στην άκρη της πλατείας και ανεβαίνοντας στη χαμηλού ύψους περίφραξη, άρχισε να ρητορεύει κραδαίνοντας το σκήπτρο του με μεγαλoπρεπείς κινήσεις, απευθυνόμενος προς τα πολυτελή ξενοδοχεία που απλώνονταν ταψί στο λιμάνι:
«Ιδού πώς σε κατάντησαν πόλη αρχαία και λαμπρή, πατρίδα ηρώων και ποιητών. 5.000 χρόνια έστεκες πόλη μου και το κορμί σου σημάδεψαν Ενετοί, Τούρκοι, Αφρικανοί και Ευρωπαίοι. Τη δική μου βασιλεία διαδέχτηκαν άλλοι ηγεμόνες που λάτρεψαν την πόλη, την έχτισαν, τη θωράκισαν, την έκαναν πιο όμορφη. Έργα στρατιωτικών και αρχιτεκτόνων σημάδεψαν για χιλιάδες χρόνια το όμορφο κορμάκι σου πόλη μου. Τείχη και κάστρα, αρσενάλια και βυρσοδεψεία, αρχοντικά και βιβλιοθήκες, άντεξαν στους αιώνες και οι εισβολείς όποιοι κι αν ήταν, σε σεβάστηκαν. Δεν γκρέμισαν, δεν χάλασαν, αλλά έφτιαξαν ακόμα κάτι μαζί με τα άλλα. Τώρα, όλα χάθηκαν. Πού να φανταζόμουν ότι η πόλις, που τόσα χρόνια άντεξε τη φωτιά και το μπαρούτι, τώρα εάλω εκ των έσω!».
Σ’ αυτό το παραλήρημα ο άγνωστος σε μένα άνδρας ένιωθε στ’ αλήθεια οργή και θλίψη ταυτόχρονα και συγκρίνοντας αυτά που έλεγε με την όμορφη εικόνα των ξενοδοχείων, που είχαν αγκαλιάσει το λιμάνι με τον τέλειο σχηματισμό μιας ομάδας χορευτών, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι είναι παρανοϊκός, αλλά όπως είπα δεν θα πω αυτά που νομίζω (όσο μπορώ τουλάχιστον) αλλά ο καθένας θα βγάλει στο τέλος τα συμπεράσματά του, από τα ίδια τα λόγια αυτού του περίεργου ανθρώπου.
Κάθισε στον λίθινο τοίχο και συνέχισε:
«Αλλά η κατάκτηση έγινε ύπουλα. Δεν φαινόταν ο κίνδυνος. Το όμορφο κορμί σου πόλη μου άρχισε να το τρώει σιγά-σιγά η ανάπτυξη και η εξέλιξη πριν πολλά χρόνια. Και ποιον θα πείραζε ένα δωματιάκι που θα φιλοξενεί ένα τουρίστα; Και ποιον θα ενοχλούσε ένα σπιτάκι δίπλα στα άλλα, που θα μπορεί να μείνει μια οικογένεια τουριστών; Και γιατί να μην μπορεί να γίνει ένα ξενοδοχείο πολλών οικογενειών, που θα φέρει θέσεις εργασίας; Έφτασα στο σημείο να καταριέμαι τον τουρίστα, εγώ που ήμουν ο ηγεμόνας της φιλοξενίας. Αυτή η αρχαία λέξη, που δεν μεταφράζεται σε καμία χώρα του κόσμου, που ήταν ιερή για την πόλη μου και για ολόκληρο το νησί μου, έγινε κατάρα. Αυτό όμως ήταν η αρχή. Τους έλεγα ως παλιός ηγεμών, πατριώτες κάντε κάτι, αλλά με έπαιρναν για τρελό. Οι κάτοικοι σιγά – σιγά έφευγαν είτε με το καλό, αφού τα σπίτια τους αποκτούσαν χρόνο με το χρόνο μεγαλύτερη αξία, είτε με το ζόρι, αφού δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα όλο και αυξανόμενα ενοίκια. Στα σοκάκια που κάποτε έτρεχαν ξυπόλυτα παιδιά ανάμεσα στα γιασεμιά και τους βασιλικούς, που μοσχοβολούσαν σπιτικά φαγητά, που καθόντουσαν οι γείτονες και βεγγέριζαν, γίνανε υπερπολυτελείς ψυχρές βίλες εστιατόρια και πολύβουα μπαράκια. Στο τέλος όλοι οι κάτοικοι έφυγαν να μείνουνε σε άλλες πόλεις, που είναι πολλά χιλιόμετρα μακριά. Μόνο εγώ έμεινα εδώ. Ο πρώτος και ο τελευταίος κάτοικος της πόλης. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και οι άρχοντες επικροτούσαν αυτή την κατάσταση γιατί ο τόπος λέει παράγει τουρισμό. Είναι λέει η βαριά βιομηχανία μας».
Και τότε πετάχτηκε πάλι όρθιος και άρχισε να φωνάζει:
«Το χειρότερο όμως έγινε όταν το πανεπιστήμιο της πόλης, πήρε μια ιστορική απόφαση. Ιστορικά θετική γι’ αυτούς, ιστορικά αρνητική για μένα. Αποφάσισε να μετατρέψει ένα ιστορικό κτήριο που ήταν στο αρχαίο ιστορικό Κάστρο, στο ιστορικό ανάκτορό μου δηλαδή, σε ιστορικό ξενοδοχείο. Σειστήκαν τα θεμέλια του κτηρίου που θεμελίωσαν οι πρόγονοί μου! Ράγισαν οι τοίχοι στους οποίους μαρτύρησαν αγωνιστές! Ακόμα ακούω τις φωνές τους. Γκρεμίστηκαν οι πύργοι που έβγαινα για να χαιρετίσω τους υπηκόους μου. Πώς τολμάτε τους είπα να ξεπουλάτε το σπίτι μου; Πάλι όμως με πήρανε για τρελό και φωνάξανε την αστυνομία να με μαζέψει. Η απόφαση των Συγκλητικών ήταν ομόφωνη, οριστική και αμετάκλητη και δεν άφηνε περιθώρια ενστάσεων. Έχουμε έξοδα είπανε, για τη σωστή λειτουργία του ιδρύματος. Ο σκοπός όμως δεν αγιάζει τα μέσα. Το έχουν πει οι θεοί, οι μάντεις και οι προφήτες. Και τότε, σαν να δόθηκε ένα σύνθημα στην κοινωνία, ξεσάλωσαν όλοι. Αφού και οι πνευματικοί άνθρωποι λέει υποκλίνονται στον τουρισμό, πάει να πει ότι αυτό είναι και το σωστό. Όλα τα ιστορικά κτήρια μέσα και έξω από την πόλη παραδόθηκαν σε μεγάλες εταιρείες. Κτήρια που για δεκάδες χρόνια ήταν παρατημένα και κενά, ξαφνικά βρήκανε ότι η μόνη τους ελπίδα να σωθούν, είναι να χρησιμοποιηθούν σαν ξενοδοχεία και εστιατόρια. Και ποιον θα πείραζε ένα μνημείο να γίνει ξενοδοχείο; Άλλωστε ήταν άχρηστα».
Με αρκετή προσπάθεια κάθισε πάλι στο πέτρινο κάθισμα.
«Και αν νομίζετε ότι τελειώνει εδώ η ιστορία αυτού του τόπου, γελιέστε. Η Σύγκλητος πήρε μια ακόμα πιο ιστορική απόφαση μετά από πρόταση του Πρύτανη. Γιατί είπε να βγάζουμε μηχανικούς, που οι μηχανικοί να κάνουν σχέδια για τους ξενοδόχους, και οι ξενοδόχοι να φτιάχνουν υπερπολυτελή ξενοδοχεία που τα ξενοδοχεία να βγάζουν χρήματα; Θα βγάζουμε εμείς κατευθείαν τα χρήματα αυτά, χωρίς μεσάζοντες, μετατρέποντας το πανεπιστήμιο σε ξενοδοχείο, αφού αυτή είναι η πιο σωστή χρήση για την περιοχή. Τότε σηκώθηκαν όλοι οι Συγκλητικοί όρθιοι και άρχισαν να χειροκροτούνε, έχοντας στο νου τους το κέρδος. Και ποίον θα πείραζε ένα πανεπιστήμιο να γίνει ξενοδοχείο; Άλλωστε υπάρχουν άλλες περιοχές της χώρας που δεν έχουν το προνόμιο να παράγουν τουρισμό. Και αν νομίζετε ότι η ιστορία τελειώνει εδώ γελιέστε, γιατί βγήκανε κάτι απάτριδες και γραφικοί σαν και μένα και φώναζαν, πως δεν πρέπει να είναι έτσι η ανάπτυξη, πως ο τόπος έχει ιστορία, που δεν πρέπει να αλλοιώσουμε, πως τα κτήρια έχουν αξία όταν φωλιάζει μέσα τους η αγάπη και η συντροφικότητα και αυτά δεν έχουν αξία χρηματική. Βγήκαν σε διαδηλώσεις με πανό που έγραφαν τιμή δεν έχει η αγάπη και έκαναν πολλές άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις, αλλά κατηγορήθηκαν ως υποκινούμενοι από αναρχικούς. Βγήκε τότε διαταγή με την οποία απαγορεύτηκε κάθε αναφορά σε ιστορικά πρόσωπα και τόπους, στη μυθολογία και σε λέξεις που αναφέρονται σε αγάπες και λουλούδια, γιατί πάνε λέει κόντρα στην ανάπτυξη του τόπου. Τότε αποφασίστηκε να κατεβούν και όλες οι ταμπέλες από τους δρόμους και δόθηκαν σε όλους τους δρόμους αριθμοί. Έτσι λέει ονομάζουν πλέον τους δρόμους τους όλες οι ανεπτυγμένες πόλεις. Άσε που οι τουρίστες διαβάζουν πιο εύκολα αριθμούς παρά παράξενα ονόματα, που μόνο οι ντόπιοι καταλαβαίνουν. Και ποιόν θα πείραζε η αλλαγή του ονόματος ενός δρόμου; Άλλωστε αυτό συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια. Οι νικητές των εκάστοτε εκλογών βγάζουν τους δρόμους με τα ονόματά των ηγετών τους. Οδός λέει Παπανδρέου. Οδός Καραμανλή. Οδός Μητσοτάκη. Πηγαίνετε τώρα να δείτε αν έρχομαι. Πάρτε ένα νουμεράκι! Η ιστορία τελειώνει εδώ; Όχι, καλά καταλάβατε».
Πετάχτηκε τότε και είπε με νόημα:
«Πότε έχουν τα ξενοδοχεία πελατεία και λεφτά; Όταν υπάρχουν τουρίστες. Και τους έχουμε στο τσεπάκι μας; Έχουμε κάνει καμία συμφωνία με το διάβολο, ότι θα έχουμε πάντα τουρισμό; Όχι βέβαια! Ήρθε λοιπόν ο καιρός που μια παγκόσμια επιδημία, ιός λέει πολύ επιθετικός, που για την μείωση της εξάπλωσής του απαγορεύτηκαν οι μετακινήσεις όχι από χώρα σε χώρα αλλά από πόλη σε πόλη και για αρκετό καιρό από σπίτι σε σπίτι. Αυτό δεν κράτησε 1 ή 2 αλλά 5 χρόνια! Ήρθε λοιπόν όλο αυτό το υπέροχο και κερδοφόρο πράγμα και κατέρρευσε. Τα ξενοδοχεία και τα σπίτια ερήμωσαν, οι τιμές τους έπεσαν κατακόρυφα και ποιος κερδίζει τέλος όταν όλοι χάνουν; Οι κερδοσκόποι. Ήρθαν λοιπόν μεγάλες εταιρείες και άρπαξαν ό,τι ανήκε ακόμα σε ντόπιους. Και έτσι οι Συγκλητικοί έγιναν γκαρσόνια στο πανεπιστήμιό τους».
Κάθισε πάλι αποκαρδιωμένος στον πέτρινο τοίχο. Ο ήλιος έδινε στα λαμπερά χρώματα των ξενοδοχείων μια πορτοκαλί απόχρωση. Οι τουρίστες κάτω στο λιμάνι άρχισαν να κυκλοφορούν σε παρέες και τα γκαρσόνια τακτοποιούσαν τα τραπεζάκια για το δείπνο. Όλα ήταν τέλεια. Ο σεκιουριτάς της αυλής του ξενοδοχείου στην οποία τόση ώρα καθόμασταν, ήρθε και χτυπώντας ελαφρά στην πλάτη τον άγνωστο, που μόλις είχε τελειώσει το λογύδριό του, τον οδηγούσε στην πύλη και εγώ σιγά-σιγά κατηφόριζα προς το ξενοδοχείο μου. Περπατώντας όμως μέσα στα στενά σοκάκια, ένοιωσα μέσα μου κάτι να αλλάζει. Και τότε, σ’ αυτά τα σοκάκια που λίγο πριν ήταν πολυτελή, ψυχρά και απόμακρα, διαισθάνθηκα παιδιά να τρέχουν ξυπόλητα, ένοιωσα στον αέρα την ευωδιά από σπιτικά φαγητά, σχεδόν άγγιξα τους βασιλικούς και τα γιασεμιά, προσπέρασα τους γείτονες που βεγγέριζαν και χάθηκα στους δρόμους με τα ονόματα ηρώων, ιστορικών τόπων και λουλουδιών.