7.4 C
Chania
Κυριακή, 23 Φεβρουαρίου, 2025

Ο Ιησούς Χριστός και οι άνθρωποι…

Στη Μαρία μου και στους γονείς μου

1. Του Ιησού του Χριστού, σαν κατέβηκε σταλμένος από τον Πατέρα – Του και Θεό όλων των ανθρώπων στη γη, τα λόγια πολλοί άκουσαν και τα έργα αρκετοί είδαν. Πόσοι τάχα τα βάλανε απ’ εκείνους που Τον είδαν και Τον άκουσαν ως αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες της αγάπης και της μεγαλοσύνης – Του μέσα στης ψυχής – τους τα τρίσβαθα και πόσοι απ’ όσους τα διαβάσανε στα Άγια Ευαγγέλια πράξη το θεϊκό λόγο θέλουν καθημερινά να κάνουν απαρνούμενοι τα επίγεια και φρονώντας τα άνω;

2. Γαλαδερφοί ματοκυλίστηκαν για ένα κομμάτι γης, που δεν έφτανε το γιομάτο έπαρση στήθος – τους να χωρέσει, γιατί δεν είχανε ακούσει ή μάθει πως είπε: «Στην καρδιά – σας να μη χωρούνε πονηράδα, φθόνος, καταλαλιά, οργή, εγωπάθεια, φιλαργυρία, φιλαυτία, ασπλαχνία, λαιμαργία, έχθρητα, φιλονικία, ασελγείς και αισχρές σκέψεις». Δεν είχανε δει ότι, ανοίγοντας τις χούφτες των ανθρώπων, θέλησε ν’ απιθώσει μέσα, μαζύ με τα καρβέλια, τον ανεχτίμητο θησαυρό της Αγάπης και της Ειρήνης. Κι όσοι, όμως, χορτάσανε με τα καρβέλια και στο λόγο – Του πιστέψανε, με τέτοια λόγια, Τον εξυμνούνε: «Σ’ ευχαριστώ, Πολυέλεε, που δεν μ’ αφήνει το Φως – Σου να παρασυρθώ από άδειο και λαίμαργο στομάχι ή φουσκωμένο στήθος και πονηρά υφαντά σε βάρος των αδελφών – μου να πλέκω νυχθημερόν ξάγρυπνος!»

3. «Αφήστε τα παιδιά στην αγκαλιά των γονιών, των δασκάλων λεύτερα να τρέξουν· δυνατή θα γίνει η άδολη καρδιά – τους και θ’ αγκαλιάσει το Θεό και το σταυρό – τους χωρίς δισταγμό έως τον ουρανό θα φέρει, χωρίς έριδες για τα επίγεια πρωτεία και χωρίς λύπη το πικρό ποτήριο της Γεσθημανή και το κώνειο, που πρόσφεραν οι αχάριστοι Αθηναίοι στο Σωκράτη, θα πιει…» είπε και έδειξε τον πλούσιο νεανίσκο, που σκυθρώπιασε επί τω λόγω κι απήλθε λυπημένος από τη συντροφιά – Του, ανέτοιμος μάλλον για τη μεγάλη θυσία των επιγείων αγαθών. Κι εμείς για τα παιδιά, που γύρω – μας κάθε στιγμή παίζουν και διαβάζουν, δεν ανοίγουμε οι παραδόπιστοι το γαζοφυλάκιο της καρδιάς – μας, αλλά ως επί ληστές μετά μαχαιρών και ξύλων εξερχόμαστε να τα συλλάβουμε, μην τύχει και την αγάπη την αληθινή γνωρίσουν και νωρίτερα από εμάς δουν…

4. «Θησαυρός ανέκλειπτος είναι η μεστή μετριοφροσύνη και μεγαλοψυχία καρδιά κι όχι ο αγώνας να προσθέτουν οι άνθρωποι στο μπόι – τους ένα πήχη, στο θησαυροφυλάκιο μιαν ακόμη λίρα και στην ιματιοθήκη – τους ένα ακριβό, αδιάφθορο από αδηφάγο σκόρο ένδυμα» είπε κι έδειξε τους μουσκεμένους στον από τις σαρκικές ηδονές ιδρώτα Φαρισαίους και στην ανενδοίαστη ψευτιά Σαδδουκαίους. Μα εμείς, τα σώματά – μας φροντίζουμε να ντύνουμε με πλουσιοπάροχα ρούχα και να τρέφουμε σαν λαίμαργοι γύπες με των ίδιων των σαρκών μας το αίμα κι αδιαφορούμε για την καλλιέργεια της ψυχής.

5. «Και το σώμα τ’ ανθρώπου πρέπει να ‘ναι πεντακάθαρο κι αγνό, μα πάνω απ’ όλα η ψυχή – του, εάν θέλει να μην παγιδεύεται από τις καθημερινές τσουκνίδες» είπε και έσκυψε να πλύνει τα ταλαιπωρημένα από τις κοινές – τους αναβάσεις και καταβάσεις πόδια των μαθητών – Του τη βραδιά του Μυστικού Δείπνου, πριχού αρχίσει με τα γιομάτα σοφία κι αγάπη λόγια – Του να τους αποχαιρετά. Μα κάθε φορά πλέον που σκύβει να νίψει τα πόδια – μας και την ψυχή – μας, εμείς, μοιάζοντας στο μυθικό Σκίρωνα, με μιαν κλοτσιά αδιαφορίας κι αγνωμοσύνης Τον πετούμε μακριά, γιατί μας αναγκάζει να βραδυπορούμε στο κυνήγι του κέρδους, του εύκολου και του γρήγορου!

6. «Κανείς άνθρωπος, αν δεν έχει φωλιάσει βαθιά μέσα – του ότι η πίστη για την αληθινή λύτρωση της ψυχής θα ‘ρθει μονάχα σαν τις ορμήνιες του Θεού ακολουθήσει, δεν θα καταφέρει ποτέ να προστάξει μια συκιά να ξεριζωθεί σύρριζα και να πάει να ξαναφυτευτεί μονάχη – της στο βυθό της φουσκοκυματούσας θάλασσας και να καρποφορήσει σαν και πρώτα» είπε κι έδειξε το μικρό κόκκο του σιναπιού. Μα εμείς, ζηλεύοντας τη δόξα του θρυλικού Καπανέα, γιομίσαμε τις ψυχές – μας ύβρη κι αλαζονεία, κινήσαμε το σύμπαν να καταχτήσουμε και χώρο και χρόνο για μετάνοια αληθινή και για τις θεϊκές συμβουλές δεν αφήνουμε, μονάχα καραβοτσακισμένοι γυρνούμε στους πλατύδρομους φουρτουνιασμένους ωκεανούς και γυρέβουμε μάταια, πλέον, απάνεμο λιμάνι…

7. «Με των παθών και των παθημάτων καθρέφτη το κορμί αιώνια μοιάζει» είπε κι έδειξε τους δέκα λεπρούς, που απομακρύνονταν θεραπευμένοι απ’ την αγκαλιά – Του, αλλά μονάχα ένας – Τους, ο Σαμαρείτης, ευγνωμοσύνης πρόφερε λόγια. Κι όμως, γύρω – μας , εάν καλοκοιτάξεις, όλα μαρτυρούν πώς σαν δούλο – της η σάρκα την ψυχή του ανθρώπου κατευθύνει κι εξουσιάζει· και δείτε πώς γεμίζοντας το λαό των Γαδαρηνών με φόβο, δεν τον αφήνει να πλησιάσει το Σωτήρα …

8. «Στα απάτητα βουνά, η πιο ψηλή κορφή το μυστικό της αγάπης και της σοφίας κρύβει» είπε κι έδειξε το όρος των Ελαιών και το Σινά. Μα η ζήλια για τη νηφάλια καρτερικότητα και ανιδιοτελή αλληλεγγύη των συνανθρώπων – μας φούσκωσε τα πνευμόνια – μας, θόλωσε τα μάτια – μας και μας έσπρωξε είδωλα να προσκυνούμε. Κι ανίκανοι πια το μόνο μονοπάτι ως την αλήθεια να ψάξουμε να βρούμε, ριγμένοι σε μαύρο λαβύρινθο λες κι είμαστε…

9. «Ο καλός ποιμήν και την ψυχή – του την ίδια θέτει υπέρ των προβάτων – του και δεν το βάζει στα πόδια, όταν βλέπει τον αιμοβόρο λύκο να τα πλησιάζει με βουλιμία» είπε κι άνοιξε την αγκαλιά – Του γεμάτη γονική στοργή κι ανιδιοτελή αγάπη απάνεμο και καλοάραχτο καταφύγιο, μετά από πολυκύμαντο υπερωκεάνιο ταξίδι, να βρούμε. Αλλά εμείς οι ίδιοι αγιογδύτες κλέφτες και αχόρταγοι λύκοι γενήκαμε και χιμούμε στα κοπάδια των αθώων…

10. «Όποιος δεν μπαίνει από την αυλόπορτα με δικό – του κλειδί, για να φροντίσει τα πρόβατα, αλλά σκαρφαλώνει από μαντρότοιχους ή γυρέβει δόλιους τρόπους για να εισέλθει είναι άρπαγας και κακόβουλος κλέφτης» είπε κι έδειξε το βοσκό, που μ’ αγάπη φρόντιζε το πατροπαράδοτο ποίμνιό – του. Μα εμείς αντικλείδια εφεύραμε και υπνωτικό ρίξαμε στον ποιμένα και δηλητήριο ποτίσαμε τα πρόβατα του γείτονά – μας, θέλοντας να τον βλάψουμε, όταν μάθαμε πώς η φροντίδα – του γι’ αυτά του χαρίζει πιότερο γάλα κι άλλα αγαθά.

11. «Πήγαινε στην αρυτίδωτη και ψαροθρόφα θάλασσα να ρίξεις το πολύπειρό – σου αγκίστρι κι απ’ το στόμα του φιδόμορφου ψαριού, που θ’ αλιεύσεις, ασημένιο νόμισμα θα βρεις. Πάρ’ το και δώσε το στους επίγειους φιλάργυρους φοροεισπράκτορες, για να μην αφήνουν τις κακουχίες του σώματος να εμποδίζουν την ψυχή να ανεβεί την κλίμακα τ’ ουρανού» είπε κι έδειξε το γαληνεμένο απ’ τα θεόσοφα λόγια πέλαγος. Μα εμείς, μόλις το ψάρι πιάστηκε στα μεγαλομανή και διαβολοπόνηρα δίχτυα – μας, λαίμαργοι το καταβροχθίσαμε και παραδόμυαλοι φοροεισπράκτορες, μα και απαρνητές οι ίδιοι της ψυχής – μας γενήκαμε, πριν καν λαλήσουν για πρώτη φορά οι θεόψυχοι και προνοητικοί αλέκτορες του ουρανού.

12. « Όταν η καρδιά – σου χτυπά για το συνάνθρωπο μεστή απ’ αγάπη και κατανόηση, τότε μονάχα μπορείς να τρως και να πίνεις στα καλύτερα συμπόσια, να αγοράζεις και να πωλείς τις ανεχτίμητες περιουσίες, να καλλιεργείς τα γονιμότερα χωράφια, να ταξιδεύεις στις απεραντότατες θάλασσες, να χτίζεις και να κατοικείς στις πολυτελέστερες οικίες. Αν, όμως, έχεις κερδίσει όλα τούτα κι έχεις την ψυχή – σου χάσει, και το κορμί – σου ευάλωτο στις κακόβουλες σκέψεις γίνεται και ως κολλυβιστής συ ο ίδιος τον εαυτό – σου θ’ αποδιώξεις από το δρόμο της αγάπης» είπε και έδειξε το Νικόδημο, τη Μαγδαληνή και το Ρωμαίο εκατόνταρχο. Κι εμείς στρέφουμε το αφηρημένο και ψυχρό βλέμμα – μας αλλού και σε οίκους εμπορίου τις ζωές – μας έχουμε μετατρέψει, δίχως το οργισμένο πολυσήμαντο φραγγέλιό – Του να φοβηθούμε και για μετάνοια να στέρξουμε…

13. «Ό,τι μου ζητήσετε με ανυπόκριτες προσευχές, εγώ, παρευθύς και δίχως να βαρυγκωμήσω, μήτε να κοιτάξω εάν είναι μη εργάσιμη μέρα, θα το πραγματοποιήσω, για να δοξαστεί ο προνοητικός Πατέρας μέσω του υπάκουου Υιού» είπε κι έδωσε τα αιματοστάλαχτα χέρια – Του στην από τις πίκρες της αγέλαστης ζωής φαρμακωμένη Σαμαρείτιδα. Μα εμείς ποθώντας – χωρίς να μουσκέψουμε με ιδρώτα τις φανέλες μας – πολύκαρπα χωράφια και αγέραστη δόξα, πολέμους να βγάλουμε ο ένας το μάτι τ’ αλλουνού ξεκινήσαμε, ξεχνώντας πόσο εφήμεροι σ’ ετούτη τη ζήση είμαστε και πως οι προσευχές – μας προς Εκείνον την αγάπη θα έφερναν παντοτινά να φωλιάσει στις καρδιές – μας.

14. «Τα πλατιά φυλακτήρια και τα μέγιστα κράσπεδα των ιματίων ας μην ξεγελούν τα μάτια των ανθρώπων· αλήθεια, η ψυχή – Τους η ίδια κι ο νους – Τους στο φως εκείνα είναι που ή στην αγάπη και στο δίκαιο τούς φέρουν ή τους οδηγούν στην άβυσσο· δεν υπάρχει χρυσός πολυτιμότερος και φωτιά θερμότερη και αγκάλη προσφιλεστέρα από τη σωτηρία της ψυχής!» είπε και έδειξε τον Θεόπομπο, που προτίμησε το σκανδαλίζοντα οφθαλμό να εκβάλει για το χατίρι της Βασιλείας του Θεού και μονόφθαλμος ν’ ανεβεί αργά και συνετά την κλίμακα του Ιακώβ. Κι εμείς με τους δύο οφθαλμούς – μας εν πολυθορύβω τάξει και ορεγόμενους νοθευμένους οίνους, άνομες και ευάρεστες της σάρκας ηδονές την άτακτη επί γης ζωή – μας συνεχίζουμε, ολοταχώς οδηγώντας στο χωρίς επιστροφή μονόδρομο προς την πυρά της Κολάσεως.

15. «Τα χτήματα αυτά μονάχα στα εξωνητικά συμβόλαια είναι τ’ ανθρώπου κι όσο της ζωής θα βαδίζει τις στράτες· πριν και μετά, άλλου ήσαν κι αλλού θα πηγαίνουν» είπε κι έδειξε τα καρπερά χωράφια. Μα ‘μείς, πόσο φθαρτά κι εφήμερα όλα είναι λησμονώντας, μ’ αγκάθινο φράχτη, όμοιο με το στεφάνι χλευασμού, που φόρεσαν οι Ρωμαίοι στον Ιησού, στερήσαμε τον Παράδεισο απ’ τη χήρα, τον πένητα, τ’ ορφανό, τον Αχμέτ και τα ηλιοκαμένα σκουρόχρωμα αδέλφια – μας …

16. «Τους αναίσχυντους και αλλαξοφλάμπουρους Δούρειους Ίππους που σας περιτριγυρίζουν προσέξτε μη λάθρα εισέλθουν και τις καρδιές κατακάψουνε» είπε κι έδειξε τους συνανακειμένους νεανίσκους, που – αν και γεύονταν τα διψασμένα το νερό, που με τη θεία του χάρη σε κρασί είχε μετατρέψει – ήσαν έτοιμοι εκεί, στην Κανά, να τον ειρωνευτούν και να τον περιπαίξουν. Μα εμείς όχι μονάχα δεν προσέξαμε, αλλά εκουσίως κι όχι λόγω ασύνετης βιασύνης οι ίδιοι την πόρτα ανοίγουμε στον κάθε δολοπλόκο, υποκριτή, άκαρδο και μισάνθρωπο απατεώνα και την ψυχή μας να ξεγελάσει του επιτρέπουμε…

17. «Δεν έχουν ανάγκη γιατρού οι υγιείς, αλλ’ οι ασθενείς. Δεν ήλθα για να καλέσω τους δίκαιους, αλλά τους αμαρτωλούς να μετανιώσουν!» είπε και έδειξε τη Χαναναία, που γύρεψε ψιχία της αγάπης – Του ώστε το δαιμόνιο της μοναχοθυγατέρας – της να εκβληθεί. Μα η δική μας λαιμαργία ούτε ένα ψίχουλο δεν άφησε η άσπλαχνη να πέσει από το αχόρταστο τραπέζι μας για όσους παρακαλούν για την αγάπη – μας…

18. «Τούτα τα χρήματα δεν αναγράφουνε τ’ όνομά – Μου, μήτε τ’ όνομά –σου· όσο είναι δικά – Μου άλλο τόσο είναι και δικά – σου και δικά – μας ή δικά – τους» είπε κι άφησε το σκοροφαγωμένο, μα χλιδάτο πουγκί να πέσει στη γη. Κι εμείς μεμιάς τ’ αρπάξαμε όμοιοι με τα γεράκια, π’ από ψηλά χιμούν λυσσασμένα σ’ ανυπεράσπιστο πρόβατο· κι όπως το μάτι και το φυλλοκάρδι του Ιούδα αναγάλλιασαν στη χρυσαφένια θωριά των αργυρίων, στην αγορά σπεύσαμε και χρηματιστές συμβουλευόμαστε για τους τόκους, ξεχνώντας την ψυχή – Μας …

19. «Κανείς δεν βάζει νέο κρασί σε παλιά ασκιά, γιατί το κρασί θα χυθεί και τα ασκιά κατασχίζονται. Το καινούργιο κρασί ας το βάζουμε σε ολοκαίνουργια ασκιά!» είπε και έδειξε το νεαρό νομικό που την αγάπη προς τον Κύριο τον Θεό – μας και τον πλησίον θέλησε ως ορθόβουλο πηδάλιο στους δρόμους της ζωής να έχει. Μα εμείς παρασυρόμενοι από τα ψεύτικα και τα εφήμερα σε εκείνα θέλαμε να δώσουμε το τιμόνι δίχως να βλέπουμε πώς μας ξεστρατίζουν από την οδό της αγάπης και της ευλογίας του Θεού…

20. «Στην αρμονία των γάργαρων νερών των ποταμιών και των θαλασσών την αλήθεια μπορείτε να βρείτε» είπε κι έδειξε τη Γεννησαρέτ και τον Ιορδάνη. Κι εμείς βουτήξαμε στα παγωμένα και γεμάτα υφάλους νερά· άμαθοι, αλλά ποθώντας όχι τον Πρόδρομο και της ψυχής το λυτρωτικό καθαρμό σε Βηθσαϊδά να βρούμε, μα ποιος τον άλλο θα πρωτοβουλιάξει, εάν τυχόν το σωσίβιο κοντέψει να δει…

21. «Όποιος αφουγκράζεται και κάνει το θέλημα του Θεού αυτός είναι αδελφός – Μου και αδελφή – Μου και μάνα!», είπε και έδειξε τους άντρες και τις γυναίκες, που, αψηφώντας της σωματικής κούρασης και της ψυχικής εξάντλησης τους πόνους, τον ακολουθούσαν και έψαχναν την αλήθεια της σοφίας – Του κρεμάμενοι από τα χείλη του ως πρόβατα το στοργικό – τους ποιμένα. Μα εμείς σφραγίσαμε τα αφτιά – μας σε όσα μας κήρυξε ο Ιησούς μας ο Χριστός και ως ανάδελφοι πορευόμαστε στις λεωφόρους του σκότους…

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

  1. Ευχαριστούμε θερμά και συγχαίρουμε από καρδιάς τον αγαπητό κ. Γεώργιο Ορφανό, για το ανωτέρω εκτενές -τί λέω! χείμαρρος ορμητικός κι ασταμάτητος- άρθρο – αληθινό δοκίμιο ζωής, ένα δεύτερο συνοπτικό “ευαγγέλιο” που καλεί και προβληματίζει τους ανθρώπους για μια αλληλέγυα και ειρηνική συμβίωση και συνύπαρξη. Ένας συγκλονιστικός και σπαρακτικός λόγος, άκρως επίκαιρος των ημερών των Παθών του Κυρίου μας, αλλά και της σημερινής κοινωνικής πολυπλοκότητας που συνέχει ολάκερη την ανθρώπινη κοινότητα. Με τις καλύτερες ευχές μας για καλή υγεία και καλό Πάσχα. Με φιλική εκτίμηση κι αγάπη Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ.

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα