Ποτέ στην ώρα του δεν πήγε στη δουλειά
γιατ’ ήταν υπναράς πολύ μεγάλος
και οκνηρός με αναμελιά και τεμπελιά,
ο φύλακας, ο Άρης ο Καπράλος.
Κάποτε πήγε στη δουλειά απ’ την αυγή,
δυό ώρες πριν να πάνε όλοι οι άλλοι
κι εμηχανεύτηκε με θράσος να τους βγει,
όλα τα απωθημένα του να βγάλει.
Κι είπε, την ήπιατε και βγάλτε το σκασμό
κανείς σας πια να μη μ’ αμφισβητήσει
γιατ’ από δω και μπρος θα κάνω… χαλασμό!
θα ’ρχομαι στη δουλειά, από τη δύση.
Μα όταν του ’πανε, γιατί έλειπες εχτές;
αγρίεψε και είπε: Σταματήστε
να με δουλεύετε, δεν έλειψα ποτές!
κι εδώ ’ναι ο μπαρής μου και ρωτήστε.
Φίλοι, τι έγινε, αμέσως θα σας πω:
Τη χθεσινή δεν ξύπνησε τη μέρα
κι εγώ ενόμιζα πως ήταν με ρεπό,
είπε ο μπαρής του, που ’τανε πιο πέρα.