Είμαι μιας άλλης εποχής άνθρωπος. Και στον τρόπο σκέψης και στον τρόπο έκφρασης και στον τρόπο γραφής. Σε όλα μου… Παραδοσιακός, που λένε…
Είχα (και έχω) μια γραφομηχανή. Έχω συμφιλιωθεί μαζί της και μ’ έχει βοηθήσει να γράψω εκατοντάδες, μπορεί και χιλιάδες σελίδες
Μ’ άκουγε, έκανε ό,τι της έλεγα, την άφηνα όποτε ήθελα και δεν διαμαρτυρόταν και περνούσαμε μια χαρά.
Τα τελευταία χρόνια τα παιδιά και τα εγγόνια μου έρχονταν στο σπίτι με μικρούς ή μεγάλους υπολογιστές, μ’ έβλεπαν καμιά φορά να κάθομαι κοντά στη γραφομηχανή και με ειρωνεύονταν
– Πάρε έναν υπολογιστή, να κάμεις τη ζωή σου ευκολότερη. Θα αποκτήσεις e-mail θα επικοινωνείς εύκολα και απλά με όλους, το γράψιμο θα σου γίνει παιχνιδάκι κ.λπ.
Πες, πες δέχτηκα κι έβαλα στο γραφείο μου ένα τέτοιο «μηχάνημα».
Από την πρώτη κιόλας βδομάδα, ύστερα από τα πρώτα «μαθήματα» που μου έκαμαν, διαπίστωσα ότι το «μηχάνημα» ήταν ανυπάκουο, ατίθασο, πεισματάρικο.
– Δεν πρέπει να το βάλεις στη λογική σου μου είπαν. Εσύ θα μπεις στη λογική του υπολογιστή και να σκέφτεσαι όπως εκείνος.
– Δηλαδή, είπα, να γίνω υπηρέτης του υπολογιστή κι όχι εκείνος να υπηρετεί εμένα;
– Αν κάμεις ό,τι σου λέμε, θα γίνουν και τα δυο, μου απάντησαν.
Πέρασαν κάμποσες βδομάδες, είπα να κάμω μια προσπάθεια να συμβιβαστώ μαζί του και σχεδόν τα βρήκαμε.
Τότε όμως διαπίστωσα ότι άρχισε να θέλει να με κρατεί όλο και πιο πολύ κοντά του προσφέροντάς μου δήθεν πολλά και ενδιαφέροντα, χωρίς όμως να σκοτίζεται για τα μάτια μου ή και το μυαλό μου ούτε κι αν αυτά που μου πρόσφερε ήταν τόσο και όπως έπρεπε χρήσιμα ή και ελεγμένα. Εναπόθεσε δηλαδή σ’ εμένα όλη την ευθύνη κι εκείνος βγήκε εντελώς αθώος.
Τότε θυμήθηκα το ποίημα του Καβάφη «Τα Τείχη» που εντελώς ξαφνικά απόχτησαν μια φοβερή διαχρονικότητα:
«Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη
και τώρα κάθημαι και απελπίζομαι εδώ
άλλο δεν σκέπτομαι: Τον νουν τρώγει αυτή η τύχη
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α, όταν έκτιζαν τα τείχη πως να μην προσέξω!
Αλλά δεν ήκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω…».