Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Ο “Καπετάν Μιχάλης” και η Κίσσαμος

Ο Σισώης στον τάφο του Μ Αλεξάνδρου

Αμέτρητοι αναγνώστες και θεατές έχουν διαβάσει ή έχουν παρακολουθήσει τη θεατρική διασκευή του διάσημου μυθιστορήματος “Καπετάν Μιχάλης” του Ν. Καζαντζάκη. Γνωστές είναι στους περισσότερους και οι υπέροχες μουσικές συνθέσεις του Μάνου Χατζιδάκι για τη θεατρική διασκευή του έργου, που ανέβηκε το 1966 από το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο με πρωταγωνιστή τον μεγάλο Κισσαμίτη και σπουδαίο ηθοποιό Μάνο Κατράκη (“Δεν ήταν Νησί”, “Η Κρασογιώργαινα”, “Όμορφη που ‘ναι η Κρήτη”, “Κυρά μου Αμπελιώτισσα”, «Πού είναι ο Θεός;» κ.α.). Η δική μου ανάγνωση έχει στόχο περιορισμένο, να επισημάνει τις αναφορές του Καζαντζάκη στην Κίσσαμο. Γνωρίζω, βέβαια, ότι η ανάγνωση αυτή από κάποιους θα εκληφθεί ως τοπικιστική παρανάγνωση. Όμως θα την επιχειρήσω.

O Καζαντζάκης επέλεξε να εντάξει στον “Καπετάν Μιχάλη”, εκτός των άλλων, πρόσωπα και διηγήσεις από τη δυτικότερη επαρχία της Κρήτης, την επαρχία Κισσάμου, αν και όταν γραφόταν το μυθιστόρημα, άλλα μέρη, όπως τα Σφακιά, τα Ανώγεια, οι Λάκκοι, ήταν περισσότερο αναγνωρίσιμα και προβεβλημένα. Το γιατί ο συγγραφέας κάνει αυτή την επιλογή είναι προς διερεύνηση. Ο Καζαντζάκης, πάντως, πλάθει μικρές διηγήσεις για το κισσαμίτικο κρασί, τον σύντεκνο Στρατή από την Κίσσαμο, έναν πειρατή από την Γραμπούσα, τον γέρο ηγούμενο της Χρυσοσκαλίτισσας”. Τον Γραμπουσιανό του πρόγονο και το μοναστήρι της Χρυσοσκαλίτισσας θα ενθυμηθεί και στο κύκνειο άσμα του, στην “Αναφορά στον Γκρέκο”. Τον Γραμπουσιανό του πρόγονο αναφέρει ξανά στις “Τερτσίνες”.
Μια γενική παρατήρηση είναι ότι σε βασικά σημεία της πλοκής του μυθιστορήματος το κρασί, ιδιαίτερα το κισσαμίτικο κρασί, φημισμένο όλο τον 19ο και μέχρι τη δεκαετία του ’70 όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, συμβάλλει στη σκιαγράφηση του χαρακτήρα των προσώπων και των βαθύτερων νοημάτων του κειμένου. Είναι ένα από τα ρεαλιστικά στοιχεία, τα οποία εντάσσονται στη μυθοπλασία. Άλλες ρεαλιστικές αναφορές που αναδεικνύουν την εντοπιότητα, το κρητικό και πατριωτικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος είναι τα τοπωνύμια, οι περιγραφές της ζωής στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο), η αντιπαλότητα χριστιανών και μουσουλμάνων, οι αναφορές στην Ιστορία της Κρήτης.

Η επιστροφή του πολυπλάνητου

O “Καπετάν Μιχάλης” δημοσιεύθηκε το 1953, αλλά άρχισε να γράφεται από το 1950. Ο συγγραφέας του μετά από μια μακρά περιπλάνηση σε ξένες χώρες, φιλοσοφικές και κοινωνικοπολιτικές θεωρίες επέστρεψε και ανακάλυψε ξανά την Πατρίδα, τον γενέθλιο Τόπο του. Ήταν και η εποχή του αγώνα στην Κύπρο με το “ενωτικό δημοψήφισμα” του 1950. Στον πρόλογο του μυθιστορήματος αναφέρει: “σήμερα τα μικρά Κυπριωτόπουλα ταυτίζουν τα Πάθη του Χριστού με τα πάθη της Κύπρου· και περιμένουν με ακλόνητη πίστη και αυτά, όπως και εμείς τότε, την Ανάσταση. Μα ωσότου να ‘ρθει η ανάσταση, η ράτσα μας θα μένει σταυρωμένη και θα φωνάζει”. Είχε προηγηθεί της συγγραφής του μυθιστορήματος και η περιήγηση του Ν. Καζαντζάκη στην Κρήτη, το 1945, αμέσως μετά την απελευθέρωση της από τους Γερμανούς, κατά την οποία, μαζί με τον Ι. Θ. Κακριδή και τον Ι. Καλιτσουνάκη, ως μέλη της Επιτροπής Διαπιστώσεως των Γερμανών Ωμοτήτων την περίοδο της Κατοχής (1941-1945) κατέγραψαν τις γερμανικές θηριωδίες στο Νησί. Στην περιήγηση αυτή ο συγγραφέας συνέλεξε διηγήσεις και έθιμα, συνομίλησε με συμπατριώτες του, παρατήρησε διεισδυτικά την ψυχή των Κρητικών, και όλα αυτά τα στοιχεία τον βοήθησαν να αποδώσει με τον καλύτερο τρόπο το ρεαλιστικό υπόβαθρο του “Καπετάν Μιχάλη”. Ας δούμε, λοιπόν, μέσα από την υπόθεση του «Καπετάν Μιχάλη» τις αναφορές του Καζαντζάκη στην Κίσσαμο.

Ο καπετάν Μιχάλης

Στις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος παρουσιάζεται ο καπετάν Μιχάλης, που κατοικεί στο Μεγάλο Κάστρο, ένας θεόρατος άντρακλας, Κρητικός της παραδοσιακής, προνεωτερικής κοινωνίας του Νησιού, άνθρωπος σεβαστός και υπολογίσιμος σε χριστιανούς και μουσουλμάνους. Ο καπετάν Μιχάλης αγαπά παράφορα την Κρήτη και αγωνίζεται να την ελευθερώσει (“Όμορφη που ‘ναι η Κρήτη, όμορφη. Έι και να ‘μουνα αετός να την καμάρωνα όλη, απ’ την κορφή του αγέρα”). Βρίσκεται σε συνεχή διαπάλη με τους Τούρκους. Αναλογίζεται τις θυσίες των προγόνων του στην επανάσταση του 1821 και ανάβει καντήλι στην εικόνα του αγίου Καραϊσκάκη. (Σημειώνεται ότι ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και οι Κρητικοί είχαν πολεμήσει τους Τούρκους στη Μάχη του Φαλήρου, το 1827). Ο ιστορικός χρόνος του μυθιστορήματος είναι το 1889, όταν στην Κρήτη θα ξεσπάσει άλλη μία επανάσταση.

Το κισσαμίτικο κρασί

Καθώς αρχίζει να σχηματίζεται ο αφηγηματικός χρόνος, ο συγγραφέας αφήνει για λίγο τον κεντρικό ήρωα, και μας δείχνει έναν ταβερνιάρη, τον Βεντούζο (κολλούσε σαν βεντούζα στην παρέα και καλό κρασί) να κατεβαίνει στο λιμάνι του Ηρακλείου, για να παραλάβει “ένα βαρέλι κισσαμίτικο κρασί”. Όταν όμως αντίκρισε από μακριά τον καπετάν Μιχάλη με κατεβασμένο το κεφαλομάντιλο κατάλαβε πως το “θεριό” του Μεγάλου Κάστρου ήταν θυμωμένο και άλλαξε δρόμο. “Άμα λευτερωθεί η Κρήτη, στοχάζουνταν [o καπετάν Μιχάλης], θα λευτερωθεί και μένα η καρδιά μου, άμα λευτερωθεί η Κρήτη, θα γελάσω”. Ο κάθε τόπος διαμορφώνει τον χαρακτήρα των ανθρώπων, και τα πάθη του τόπου (της Κρήτης στη συγκεκριμένη περίπτωση) επηρεάζουν τον ψυχισμό των δρώντων προσώπων του μυθιστορήματος.
Ο καπετάν Μανούσακας, αδερφός του καπετάν Μιχάλη, “γιβεντίζει” (προσβάλλει) τους Τούρκους κάθε που μεθύσει. Μια μέρα, πάνω στο μεθύσι του, σήκωσε έναν γάιδαρο και τον έβαλε μέσα στο τζαμί, για να προσκυνήσει. Γι’ αυτό ο Νουρής μπέης ζητά την παρέμβαση του καπετάν Μιχάλη, προκειμένου να σταματήσει ο Μανούσακας τις προκλήσεις του. Ο καπετάν Μιχάλης πηγαίνει στο κονάκι του Νουρή μπέη και η συμφιλίωση των δύο ανδρών επισφραγίζεται με φαγητό, οινοποσία και με μια ασυνήθιστη τελετουργία αδελφοποιίας (αναμιγνύουν και πίνουν το αίμα τους από ένα τάσι).
Ο καπετάν Μιχάλης για να ξεχάσει την πανέμορφη Κερκέζα Εμινέ, γυναίκα του Νουρή μπέη, προσκαλεί στο υπόγειο του σπιτιού του μερικούς ανόητους τύπους, ανθρώπους αδύναμους, χωρίς ανδρικό φρόνημα, για να τον διασκεδάσουν με το μεθύσι τους: τον Βεντούζο, τον Φουρόγατο, τον Μπερτόδουλο και την Εφεντίνα Καβαλίνα (πρόκειται για έναν μισότρελο χότζα). Ο Βεντούζος παρακαλεί την Παναγία (“Κυρά μου αμπελιώτισσα, κυρά μου αφέντρα του κρασιού και της χαράς, σ’ αφήνω γεια”) να του δώσει δύναμη να αντέξει στο φαγοπότι. Τρία γεμάτα βαρέλια κρασί και μπόλικοι μεζέδες περίμεναν τους καλεσμένους, για ν’ αναμετρηθούν μαζί τους. Όμως οι τέσσερις καλεσμένοι γρήγορα νικιούνται από το κρασί, χάνουν τον έλεγχο, ξερνούν, κλαίνε, τρέμουν, παραπατούν. Έντονο είναι στη “σκηνή” αυτή το γκροτέσκο στοιχείο. Μόνο ο καπετάν Μιχάλης δεν καταβάλλεται από το κρασί. Με τις τρεις μεγάλες δυνάμεις της ζωής, το κρασί, τη γυναίκα και τον πόλεμο, σχολιάζει ο αφηγητής, μόνο πραγματικοί άντρες, όπως ο καπετάν Μιχάλης, μπορούν να τα βγάλουν πέρα και να βγουν νικητές.
Ένας χαρακτήρας του μυθιστορήματος ο οποίος επίσης δεν μπορεί (την αρχή τουλάχιστον) να αναμετρηθεί με αυτά τα στοιχεία, είναι και ο δάσκαλος Τίτυρος, αδελφός του καπετάν Μιχάλη. Στο τελευταίο δείπνο του Τίτυρου με τη σύζυγό του, τη Βαγγελιώ, ένα μπουκάλι κρασί κισσαμίτικο βρίσκεται πάνω στο τραπέζι. (Είχε προηγηθεί η δηλητηρίαση του αδελφού της Βαγγελιώς από τον Τίτυρο). Η Βαγγελιώ στρώνει τραπέζι και γεμίζει τα ποτήρια κόμπο κόμπο με “ένα μαύρο στυφό κρασί κισσαμίτικο”, απ’ αυτό που τους είχε φέρει δώρο ο καπετάν Μανούσακας στο γάμο τους. Η Βαγγελιώ σηκώνει το ποτήρι της και κτυπά με δύναμη το ποτήρι του Τίτυρου. “Πίνω στην υγειά σου, φονιά” είπε. Έπειτα ανέβηκε στην κάμαρα και το πρωί την βρήκαν κρεμασμένη.

Ο Στρατής από την Κίσσαμο

Ένα παλληκάρι από την Κίσσαμο, ο Στρατής, “λεβέντης τριάντα πέντε χρονών, με τα σφηνωτά στριμμένα γένια, λιγνομεσάτο, ανοιχτοκούταλο, μεγαλόφυλο” είναι σύντεκνος του καπετάν Μανούσακα, του αδελφού του καπετάν Μιχάλη.
Ο Στρατής είχε ερωτευθεί μια κοπελιά στο πανηγύρι της Μονής Κρουσταλλένιας, την παντρεύτηκε και έτσι μετοίκησε στον Άι- Γιάννη Ηρακλείου. Ο Μανούσακας τον στεφάνωσε και του βάφτισε τον πρωτότοκο γιο του.
Σε μια μονομαχία, ο καπετάν Μανούσακας τραυματίζει τον Νουρή μπέη στα γεννητικά όργανα, πριν πεθάνει και ο ίδιος από καίριο πλήγμα που του κατάφερε ο Νουρής. (Λίγο αργότερα ο Νουρής, έχοντας χάσει τον ανδρισμό του, θα αυτοκτονήσει).
Ο Στρατής πηγαίνει στην κηδεία για να αποχαιρετήσει τον σύντεκνό του. Στο σπίτι του νεκρού βρίσκονταν επίσης ο Φανούριος, αδελφός του Μανούσακα, και ο Πατασμός, περίφημος λυράρης. Τη νύχτα οι τρεις φίλοι απομακρύνουν τις γυναίκες από το δωμάτιο, για να ξενυχτήσουν μόνοι τους τον σκοτωμένο. Μετά τα μεσάνυχτα ο Φανούριος ανοίγει το κελάρι, φέρνει λουκάνικα και μια νταμιτζάνα ρακή για μακαρία. Έφαγαν και ήπιαν για να συγχωρέσουν τον Μανούσακα, τους πεθαμένους συγγενείς τους, τους Κρητικούς επαναστάτες, τους ήρωες του ’21. Ο Στρατής ήπιε και στην υγειά του καπετάν Μιχάλη, που θα έπαιρνε πίσω το αίμα του αδερφού του. Και δεν άργησε το ποτό να γίνει τραγούδι. Ο Πατασμός πήρε τη λύρα και τραγούδησε μαντινάδες. Ακολούθησαν νεκρώσιμα τροπάρια και θρήνος.
Έπειτα ο Φανούριος δίνει παραγγελία να κάμουν άλματα πάνω από το λείψανο. Τα άλματα δείχνουν ότι οι τρεις φίλοι μένουν άφοβοι μπροστά στο θάνατο. (“Πήρε απήδρομο κι ο Στρατής, στριφογυριζάμενο και λιγνό το κορμί του, πήδηξε χυτά, χωρίς ν’ αγγίξει το λείψανο και στάθηκε αλαφροζυγιασμένος στ’ ακράνυχά του”). Εξάλλου, η λύτρωση από τον φόβο του θανάτου ήταν στη φιλοσοφική θεώρηση του Καζαντζάκη μία από τις βασικές προϋποθέσεις για να μπορέσει ο άνθρωπος να κατακτήσει την ελευθερία. Έντονη στην προαναφερθείσα “σκηνή” είναι η υπερβολή που φτάνει μέχρι τη γελοιοποίηση του θανάτου. (Ανάλογα γλέντια για να εξευτελιστεί ο θάνατος στήνει και ο καπετάν Πολυξίγκης μέσα στον ευρύχωρο τάφο του. Δύο περιστατικά στο μυθιστόρημα με εμφανείς ομοιότητες).

Ο πειρατής της Γραμπούσας

Κατ’ αναλογία με την προηγούμενη “σκηνή”, στην επιθανάτια κλίνη του γερο- Σήφακα, πατέρα του καπετάν Μιχάλη, φτάνει ο καπετάν Κατσιρμάς, άγριος, σκληρός, θεομάχος και άπατρις πειρατής από τη Γραμπούσα. Εντάσσεται στην αφήγηση για να εκφράσει τις νιστεϊκές ιδέες του συγγραφέα. Είναι ένας υπεράνθρωπος χωρίς φόβο Θεού και θανάτου. Σκοπός της ζωής του ήταν ο απέλπιδος αγώνας. Ο γερο- Σήφακας ζητά από τον πειρατή να του πει τη γνώμη του για το νόημα της ζωής. Ο Γραμπουσιανός πειρατής παίρνει το λόγο, μετά από μία γερή κρασοκατάνυξη, και εκλαϊκεύει στη διήγησή του τη φιλοσοφία του Υπερανθρώπου του Νίτσε. ( “Έδεσα και εγώ φιλιές με Αλτζερίνους, σηκώσαμε πανιά, πιάσαμε τα μπογάζια, κάναμε ρισάλτο στα καράβια, σκοτώναμε, διαγουμίζαμε, φεύγαμε και παραχώναμε τα κούρσα μας στα ερημονήσια [. . .])

Ο ηγούμενος της Χρυσοσκαλίτισσας

Η πίστη στον Θεό έκανε και τον ηγούμενο της Χρυσοσκαλίτισσας ατρόμητο μπροστά στο βέβαιο του θανάτου. Ο καπετάν Μιχάλης θυμόταν ότι αυτή την πίστη του ο ηγούμενος την είχε χαράξει στο τάφο του: “Ε, ε θάνατε δε σε φοβούμαι”. Βέβαια, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η επιγραφή, που είδε ο Ν. Καζαντζάκης στο τάφο του ηγουμένου Γρηγορίου Πλοκαμάκη, στη Μονή της Χρυσοσκαλίτισσας, αναφέρει ακριβώς το αντίθετο: “Αἴ, αἴ, θάνατε, τίς δύναται φυγεῖν σε; / Ε, ε Θάνατε ποιος μπορεί να σου ξεφύγει;”. Ο συγγραφέας όμως διάβασε αυτό που ήθελε να διαβάσει και το προσάρμοσε στη δική του φιλοσοφική θεώρηση. Στον τάφο του ο ηγούμενος Πλοκαμάκης έχει λαξεύσει μια φράση από τον αββά Σισώη. Σύμφωνα με παράδοση, ο Σισώης τρόμαξε μπροστά στη θέα του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου και έκλαψε πικρά σκεπτόμενος ότι όλοι κάποια στιγμή θα εξοφλήσουμε το κοινό χρέος (θάνατο). Στον τάφο, που βρίσκεται κολλημένος στη δυτική πλευρά του ναού της Παναγίας Χρυσοσκαλίτισσας διαβάζουμε τα εξής: “Ὁρῶν σε τάφε, δειλιῶ σου τὴν θέαν καὶ καρδιοστάλακτον δάκρυ χέω, χρέος τὸ κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνων, πῶς οὖν μέλλω διελθεῖν πέρας τοιοῦτον; Αἴ, αἴ, θάνατε, τίς δύναται φυγεῖν σε;”

“Γυναίκα, και κρασί και πόλεμος”

Στο τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος ο καπετάν Μιχάλης θα αναμετρηθεί με τη γυναίκα και τον πόλεμο. (“Γυναίκα, και κρασί και πόλεμος”). Οι προσπάθειες για συμφιλίωση των αντίπαλων κοινοτήτων (χριστιανών και μουσουλμάνων) δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα. Μετά τις σφαγές των χριστιανών, μια νέα κρητική επανάσταση ξεσπά στο Νησί, με κέντρο το μοναστήρι του Αφέντη Χριστού.
Ο καπετάν Μιχάλης προσχωρεί στην επανάσταση χωρίς να φοβάται, γιατί πιστεύει ότι, και αν ακόμη πεθάνει, ο γιος του, το Θρασάκι, θα συνεχίσει την ύπαρξή του και τον αγώνα μέχρι την απελευθέρωση της Κρήτης. Είδαμε ότι ο καπετάν Μιχάλης δεν νικιόταν από το κρασί. Στην συνέχεια θα νικήσει, στο πρόσωπο της όμορφης Εμινέ, και τη γυναίκα, που στέκεται εμπόδιο στον Αγώνα του. Αφού απελευθερωθεί και από τη γυναίκα (με τη θανάτωση της Εμινέ), μπαίνει στον πόλεμο ενάντια στους Τούρκους. Δίπλα του μάχεται και Κοσμάς, ο ανιψιός του, (λογοτεχνική περσόνα του Ν. Καζαντζάκη) ο οποίος μόλις είχε γυρίσει από τις σπουδές του στην Ευρώπη. Στην κορύφωση μιας μάχης ένα εχθρικό βόλι σφηνώνεται στο στόμα του καπετάν Μιχάλη, ακριβώς τη στιγμή που φωνάζει το σύνθημα: “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή …………”. Δεν πρόλαβε να πει τη δεύτερη λέξη. Έτσι, η διάζευξη του επαναστατικού συνθήματος έγινε σύζευξη. Ο καπετάν Μιχάλης βρήκε την ελευθερία με τον θάνατο.

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα