Όταν αρχισα, τωρα, στα γεραματα,
να γράφω τον Καπεταν Μιχάλη, ο
κρυφός σκοπός μου ήταν τουτος:
να σώσω ντυνοντας το με λέξεις,
τ’ όραμα του κόσμου όπως το πρω-
ταντικρυσαν και το δημιουργησαν
τα παιδικα μου μάτια. Κι όταν λέω
τ’ όραμα του κόσμου, θέλω να πω
τ’ όραμα της Κρήτης.”
Πράγματι, από πολύ νωρίς, αναφέρει ο Καζαντζάκης, σαν παιδιά, είχαμε ψυχανεμιστεί πως στον κόσμο τούτο δυό μεγάλες δυνάμες παλεύουν: ο Χριστιανός κι ο Τούρκος, το Καλό και το Κακό, η Ελευθερία κι η Τυραννία και πως η ζωή δεν είναι παιχνιδι, είναι αγώνας.
Κι ακόμα τουτο: πως θα’ ρθει μιά μέρα που θα Πρέπει να μπούμε κι εμείς στον αγώνα. Το ‘χαμε παρει απόφαση από πολυ μικροί πως ήταν γραφτό μας, αφού γεννηθηκαμε Κρητικοί, το Πρέπει αυτό να κυβερνάει τη ζωή μας. Ζουσαν τα Κρητικοπουλα, συνεχίζει ο συγγραφέας, τα χρόνια εκείνα, βαθιά, βουβά τον κίντυνο, έσφιγγαν τίς μικρές γροθιές τους και περιμεναν να μεγαλώσουν, να καταλάβουν καλά τι νοημα είχαν όλα ετουτα – πολεμοι, σφαγες, ελευθερία, Ελλάδα – και να μπουν κι αυτά, ακολουθώντας τον κυρη τους και τον παππου τους στη μάχη…
Το μεγάλο Κάστρο δεν ήταν την εποχή εκείνη ένα μπουλουκι σπιτια, μαγαζιά και στενοσοκακα, στριμωγμενο σ’ ένα ακρογιάλι της Κρήτης, κι οι ψυχές που το κατοικούσαν δεν ήταν ακέφαλο ή ρεμπελο τσουρμο από άντρες και γυναικόπαιδα, που σπαταλευαν όλη τους τη δυναμη σε καθημερινές έγνοιες του ψωμιού, του παιδιου, της γυναίκας, το Μεγάλο Κάστρο ήταν μιά πολιτεια διπτυχη: οι Οι Τουρκοι, οι Τουρκοκρητικοι από τη μία πλευρα, οι Έλληνες από την άλλη, οι κατακτητές και οι κατακτημενοι, με παρελθον φορτωμένο με επαναστάσεις. Αγραφη, αλυγιστη τάξη κυβερνουσε τους Έλληνες. Αλακερη η πολιτεια ήταν ένα φρουριο, η κάθε ψυχή ήταν κι αυτή ένα φρουριο αιώνια πολιορκουμενο κι είχαν καπετάνιο έναν αγιο, τον Άι-Μηνα, τον προστατη του Μεγάλου Κάστρου. Έμενε ακίνητος όλη τη μέρα και καμωνουνταν πως ήταν τάχατε μονάχα ζωγραφιά, μπογιά και σανίδι• μα ευθύς ως έπεφτε η νυχτα και μαζευουνταν οι Χριστιανοί στα σπίτια τους, κι ένα ένα έσβηναν τα φώτα, έδινε μιά, ανημεριζε τ’ ασημένια ταξίματα και τις μπογιές, σπιρουνιζε το άλογο του κι έφερνε βόλτα τους ρωμέικους μαχαλαδες. Δεν ήταν αυτός για τους Κρητικούς μονάχα αγιος, ήταν ο καπετανιος τους. Καπεταν Μήνα τον έλεγαν, του πήγαιναν και του άναβαν κερί, τον κοίταζαν πολλην ώρα και ποιος ξέρει τι παραπονα θα του ‘χαν που αργουσε να λευτερωσει τη Κρήτη…
Μέσα σ’ αυτήν τη κρισιμη για το νησί περίοδο γεννιεται ο “Καπεταν Μιχάλης”, ο πρωταγωνιστης του μυθιστορήματος είναι ο πατερας του Καζαντζάκη. Το έπος του είναι η εποποιία της Κρήτης, της Κρήτης της Ανθρωπιάς, της Ελευθερίας, την οποία ενσαρκώνει. Ο “Καπεταν Μιχάλης”, όμως, διασκευασμένος θεατρικά, παρουσιαστηκε στην Ελλάδα από διάφορους σκηνοθέτες και ηθοποιούς, μεταξυ των οποίων και ο Μάνος Κατράκης. Για τη παρουσιαση της διασκευης, σχηματίστηκαν με αυτουσιες φράσεις από το μυθιστόρημα στίχοι που μελοποιηθηκαν από τον Μάνο Χατζηδάκη. Στο πιο αγαπητό τραγούδι ο Καζαντζάκης λέει για τη Κρήτη “Δεν ήταν νησί, ήταν ένα θεριό που κειτουνταν στη θάλασσα”. Θεριό η Κρήτη, θεριό της Κρήτης ο πατερας του ο καπεταν Μιχάλης, ο αγελαστος δράκος που συλλογιεται “Αμα λευτερωθει η Κρήτη, θα λευτερωθει και μένα η καρδιά μου• αμα λευτερωθει η Κρήτη, θα γελάσω”…
Παρά το ότι κέντρο του μυθιστορήματος είναι η επανάσταση του 1889, ο συγγραφέας εμπλέκει γεγονότα της παλαιοτερης αλλά και της μεταγενέστερης εποχής, από το 1821 έως το 1897. Άλλωστε και το κεντρικό συνθημα “Ελευθερία ή Θανατος” που δίνει και τον τίτλο στο έργο είναι το συνθημα των παλαιοτερων κρητικων επαναστάσεων απο το 1821 έως το 1866. Απο τη μεγάλη κρητική επανάσταση 1866-1869 και μετά, το συνθημα γίνεται “Ένωσις ή Θάνατος”, το κρητικό ζήτημα πλεον προλαμβάνει εθνικοαπελευθερωτικό προσανατολισμό. Κορυφαία προσωπα του έργου, ο Καπεταν Μιχάλης κι ο Νουρημπεης, ορίζουν τη φυλετική αντίθεση, δευτερεύοντα προσωπα οι δυο θεσμικές κεφαλές, ο Μητροπολίτης και ο Πασάς. Τα συννεφα σιγα-σιγα πυκνωνουν, οι σκοτωμοι και τα κυνηγητα αρχίζουν, οι κρητικές οικογένειες φευγουν απο τη πολη στα χωρια, οι καπετάνιοι παλιοι και νέοι ανεβαίνουν στα βουνά, οχυρωνονται στα μοναστήρια. Η εξέγερση δε κρατάει πολυ. Οι καπετάνιοι βλέπουν να σβήνουν οι ελπίδες για βοήθεια από την Ελλάδα, από τους Φράγκους, από τον “Μοσκοβο”, συσκέπτονται και το ξανασκεφτονται. Κατεβαίνουν από τα βουνά, Μητροπολίτης και Πασάς κάνουν συμβουλιο “πως να φέρουν την ομόνοια στον τόπο”.Ο καπεταν Μιχάλης, όμως, μένει μόνος στα βουνά, αψηφώντας τις συμβουλές των συναγωνιστων του που του ζητουν να μη χαθεί άδικα, η Κρήτη τον έχει ανάγκη. Τα παληκαρια του αναρωτιουνται για τη σκοπιμότητα της εμμονής του. Μένουν πολυ λίγοι μαζί του και ο επαναστάτης πεφτει ηρωικά στη μάχη με τους Τουρκους που φτάνουν εκεί πανω…
Ο ήρωας του έργου επιβεβαιώνει την αρχή ότι, αν το ελληνικό γένος σώθηκε μέχρι σήμερα, αν επέζησε από πολλους εχθρούς, εξωτερικούς και εσωτερικούς, υστερα από τέσσερις αιώνες σκλαβιάς, δε το χρωστάει στη λογική, το χρωστάει στο θαυμα, στο θαυμα της πιστεως και της αντρειοσυνης, στην ακοιμητη σπίθα που καίει ασβεστη μέσα στα σωθικά της Ελλάδος. “Πατρίδα, Πατρίδα”, αναστενάζει ο Μακρυγιάννης “ήσουν άτυχη από ανθρώπους να σε κυβερνήσουν. Μόνο ο Θεός σε κυβερνά και σε διατηρεί ακόμη..!” Αλήθεια μόνο ο Θεός, μόνο η σπιθα τη στιγμή που κινδυνευει να σβήσει σε μιά γωνία της Ελλάδος, πετιεται σε μιάν άλλη και γίνεται πυρκαγια…
Μέρες που είναι, πετάγεται στην Κύπρο. Ποιος μπορεί μιλώντας για Κρήτη και διαβάζοντας τον “Καπεταν Μιχάλη”, υποστηρίζει ο Καζαντζάκης, να μην αναθιβάλλει με οδυνη τη Κυπρο. Η Κυπρος δεν είναι μιά λεπτομέρεια, ένα νησί στην άκρη της Μεσογείου. Έχει γίνει μισό αιώνα τώρα το κέντρο, όπου παιζεται η αξιοπρέπεια και η ελευθερία του Ελληνος. Οι φρόνιμοι, οι λογικοί πολιτικοι δίνουν συμβουλές. Δε μπορεί, λενε, μια σπίθα φως, ένας μικρός λαός να τα βάλει με το παντοδυναμο σκοτάδι, με το ασιατικο πληθος. Όμως, ο αληθινός πατριωτης δεν απελπιζεται, ξέρει οτι στον ψευτικο, στον υλικό κόσμο μας, ακόμη κι αν είναι λίγα τα κορμιά, κάποιες βασικές αρχές δε πεθαινουν, μένουν αιώνια, κι αυτες ειναι η αξιοπρέπεια και η ελευθερία…
Υπάρχει στον κόσμο ένας νόμος, το κακό στην αρχή θριαμβεύει και παντα στο τέλος νικιεται. Χρειάζεται πολυς αγώνας για να παρει ο άνθρωπος πισω το δίκιο του και η ελευθερία είναι το πιο ακριβό αγαθό. Δε δίνεται δωρεάν, δίνεται σε καρδιές ανυποτακτες, ασυμβίβαστες, ακοιμητες. Τη φωνάζουν στη Κυπρο, επι σαράντα εννεα χρόνια, και τη βλέπουν να διατρέχει ορμητικά τα ματοβαμμενα, τα κατεχόμενα εδάφη της Μόρφου, της Κερύνειας, της Αμμοχώστου. Της στέλνει μήνυμα η Κρήτη, στεντορια ακουγεται η φωνή της. “Βάστα, σταυραδερφη’ “, λέει ο συγγραφέας αναφερόμενος, βεβαίως, στον αγώνα των Κυπριων κατά της αγγλοκρατιας, “Όμοια κι εγω σταυρωθηκα, πονεσα κι είδα ανασταση, την ίδια θα δεις και εσυ..!”
Αυτό μας μηναει κι ο Μακρυγιάννης “Όλα τα θεριά πολεμουν να μας φάνε και δε μπορουνε. Τρώνε από μας και μένει μιά μαγιά. Απ’ αυτή τη μαγιά ξαναγεννιούνται οι Έλληνες, αυτή είναι η φλόγα που μας κρατάει ζωντανούς, που μας ζεσταινει. Χάρις σ’ αυτήν, αιώνες τώρα, δε πεθαινει η φυλή. Δε μπορεί να τη σβήσει ουτε η διχόνοια, η φυλή έχει μέσα της το απρόβλεπτο, το ανανεουμενο, το θεϊκό. Και είχαν δίκιο τα παιδικα μας μάτια, καταληγει ο Καζαντζάκης, να ταυτίζουν τα παθη του Χριστού με τα παθη της Κρήτης, όπως σήμερα τα ταυτίζουν τα Κυπριοτοπουλα με τα παθη της Κυπρου και περιμενουν κι αυτα, όπως εμείς τότε, την Ανάσταση…
Το κείμενο και τα ιστορικά στοιχεία έχουν ληφθεί απο το βιβλίο Καζαντζάκη Νικ., Ο Καπεταν Μιχαλης (Ελευθερία ή Θανατος), Εκδόσεις Καζαντζάκη ( Πάτροκλος Σταυρου),
Αθήνα 2010.
*Ο Χρήστος Κιτσόπουλος είναι δικηγόρος, καθηγητής Δικαιου