Το κάλεσμα άκουσε και αυτός απ’ τον Δασκαλογιάννη
και τσ’ άνδρες του ετοίμασε να φύγει μάνι – μάνι.
Μα πού θα πας εσύ Μπασιά που είναι χιλιάδες Τούρκοι
και εκεί θα σε αφανίσουνε στο πρώτο το γιουρούσι.
«Εγώ ’μαι ο Καπετάν Μπασιάς Σταμάτης τ’ όνομά μου
και δεν μ’ αρέσει στη σκλαβιά να ζουν τα παιδιά μου».
Μα εγώ ’μαι απ’ το Σέλινο, τον λόγο μου έχω δώσει
δε θέλω την πατρίδα μου κανείς να τη σκλαβώσει.
«Μα δε φοβούμαι, αν σκοτωθώ εις τα Σφακιά στα πλάγια
μα ούτε για τα νιάτα μου και ας είμαι στα σαράντα,
θα πάρω από το Σέλινο κι άλλους Κυδωνιάτες
θα πάρω από την Κίσαμο που είναι όλοι τους αντάρτες».
Χίλιοι διακόσιοι Χριστιανοί πήγαν να πολεμήσουν
τους άπιστους τους Μπέηδες και να τους αφανίσουν.
Εξι χιλιάδες ήταν οι άπιστοι οι Τούρκοι και εφτακόσιοι Χριστιανοί
Θεέ μου πώς να νικούσι;
Θέε μου τα γυναικόπαιδα και ποιος θα τα φυλάξει,
να μην τα πιάσει ο εχθρός και τα κατασπαράξει.
Σώμα με σώμα πολεμούν μονάχα με μαχαίρια,
με τα γερά τα μπράτσα τους να πιάνονται στα χέρια.
Κλαίνε λαγκάδια και βουνά σα βλέπουν τέτοιες μάχες
να χάνονται οι ήρωες να πέφτουνε στις ράχες.
Αν εμιλούσε η σπηλιά θα μας εμαρτυρούσε,
εάν υπόφερε ο Μπασιάς όταν εξεψυχούσε.
Το έργο του συνέχισαν και άλλοι, πολλοί Μπασιάδες
γιατί δεν ήθελαν ποτέ να μείνουνε ραγιάδες.
Άπιστοι και αν τον γδάρατε τον δάσκαλο τον Γιάννη
και αν εσκοτώθηκε ο Μπασιάς και ο Μπονατογιάννης,
μαζί ο Μιχελιδόπαππας, Μανούσακας και άλλοι
αιώνια θα ’ναι η μνήμη τους δαφνοστεφανομένη
μα στην Ελλάδα η λευτεριά ποτέ της δεν πεθαίνει.