Oταν ήμουν πιτσιρίκος εκεί ψηλά στο οροπέδιο, που έψηνε τις τηγανιτές πατάτες η μάνα μου όξω στην παρασιά και μοσχομύριζε όλη η γειτονιά…
Θυμούμαι τον αφέντη μου τα κρύα βράδια του χειμώνα με τσι αέρηδες και τσι χιονιάδες… καθισμένοι όλοι γύρω από το χωριάτικο τζάκι που δεν θωρούσε ο ένας τον άλλο από τσι καπνούς και τσι καψιλίθρες… να μας διηγείται πολεμικές ιστορίες με Τούρκους και Γερμανούς από την κατοχή… και για τον γέρο Μπενιτζέλο τον Λευτέρη που ήτανε μπρε κοπέλια καλός πατριώτης μας έλεγε.
Μας έλεγε επίσης για φαντάσματα και ξωτικά του χωριού, για μια γυναίκα που είχανε μπεi οι διαόλοι μέσα τζη και τους έβγαλε όξω ο παπάς στην εκκλησία… και για τον Αϊ Γιάννη τον ριγολόγο τση Κράπης, που ένα βραδάκι του Αυγούστου, έκανε τόπι στο ξύλο τον καπετάν Μανούσο τον κουραδάρη στον λαγκό του Kατρέ επειδή ξέχασε να σφάξει στην χάρη του ένα ταξιμάρη μεσόκριγιο..
-Με τσ’ Αγίους δεν παίζουνε κοπέλια μου γιατί δεν ξεχνούνε εύκολα… μονό να το θυμάστε ετουτονά…
Κι αυτός βέβαια τους σεβόταν δεν λέω… αλλά του ξέφευγαν πότε – πότε και μερικά καντήλια στο αρμεχτό.
Aλλη φορά μας είχε πει για τον καπετάν Στελούκο τον γιδάρη που εκεί που λαγοκοιμόταν στα όρη τυλιγμένος στο ράσο του σε μια φασκομηλιά πάνω, ήρθε και τον έγλυφε στα μάγουλα ένας τράος ο πιο άγριγιος του κουραδιού του…
-Και γιάντα μωρέ μπαμπά επήγε και τον έγλυφε ετροζάθηκε ναι;;
-Τον είχε ταμένο μωρ’ αντράκι μου στην γιορτή του Αϊ Γιώργη και ήρθε και του θύμισε το έχνος ότι την επομένη έπρεπε να τονε σφάξει, να τονε βράσει και να τον πάει στην χάρη του στον εσπερινό να το μοιράσει τσι πανηγυριώτες…
-Θαρρώ βρε μπαμπά πως με βρήκες μικιό και με μασκαρεύεις.
-Ίντα λες μωρέ Γιωργιό που τέτοιους τράους που σαλτέρνουνε μ’ ένα πήδο την κούρτα, δεν τσι πιάνεις παρά μόνο με ντο τουφέκι κι αυτός τ’ ακλούθιε σαν το φλουμάρνι μέχρι το σπίτι.
-Σημάδι ήτανε μωρέ Γιωργιό, σημάδι τ’ Αγίου, επειδή ο καπετάν Στελής ήταν μεγάλος κλεφταράς φοβήθηκε ο Αγιος μεγάλη χάρη ντου να μην του κουβαλήσει κανένα κλεψιμέικο στην εκκλησία…
Φαντάσου μωρέ κοπέλι μου ίντα διάολος ήτανε που μια φορά που του κάνανε έρευνα στο σπίτι του η αστυνομία επειδή είχε αρπάξει ένα οζό του γειτόνου και το είχε γδαρμένο κιόλας… μόλις τους είδε ο ζερζεβούλης εμπρόκαμε και το ’βαλε στην κούνια του μωρού το σκέπασε με τα μωρουδιακά και του έκανε κούνια μπέλα – κούνια μπέλα «να λυσιάξω να φάω κυρ Αστυνόμε μου ετούτονε που κουνώ», ανέ φταίω, του είπε…
-Και μόλις έφυγε βέβαια ο κύριος Αστυνόμος το κατάκοψε, το έβαλε στο καζάνι να βράζει και κάλεσε και τον γείτονα να το φάνε παρέα.
Τον θυμούμαι κι εγώ αυτό τον θρυλικό Στελή στα γεράματα του… ότι ότι που το ’λεγε, ντυμένος με τσουλόρουχα να βαστά ένα μπαστούνι για τσι σκύλους και να κάνει περασάδες στη γειτονιά μας μπας κι αρπάξει πράμα…
Μια μέρα που περνούσε έξω από το σπίτι μας τον λυπήθηκε η μάνα μου έτσι κακομοίρη που τον είδε και του είπε να μπει μέσα να του βάλει να φάει…
Μόλις έφαε καλά ήπιε και μια κρασιά κι έτσι σκυφτός που ήταν στο τραπέζι βάζει τάκα τάκα στα στήθια του το πιρούνι το μαχαιράκι και την πετσέτα και σηκώθηκε να φύγει…
-Ε μπάρμπα Στελή έφαες κιόλας… ίντα θα την κάμεις την πετσέτα και το πιρούνι και τα παίρνεις, του πε η μάνα μου…
-Δεν μου χρειγιάζουνται μπρέ… αλλά θαρρώ πως ετροζάθηκα και δεν κατέω ίντα διαόλους κάνω.
-Καλά δεν πειράζει βρε μπάρμπα,άντε άμε στο καλό και τον νου σου στον δρόμο. Εβαλε το σακούλι του στον ώμο κι έφυγε σκυφτός σκυφτός…!!!