«…Κύριε, σταθήκαμε έμποροι κακοί!»
Κύριε, άνθρωποι απλοί
πουλούσαμε υφάσματα,
(κι η ψυχή μας ήταν το ύφασμα που δεν
τ’ αγόρασε κανείς).
Την τιμή δεν κανονίζαμε απ’ την ούγια
η πήχη και τα ρούπια ήταν σωστά
τα ρετάλια δεν τα δώσαμε μισοτιμής ποτέ: η αμαρτία μας.
Είχαμε μόνο ποιότητας πραμάτεια.
Έφτανε στη ζωή μας μια στενή γωνιά
-πιάνουν στη γη μας τόπο τα πολύτιμα.
Τώρα με την ίδια πήχη που μετρήσαμε μέτρησέ μας∙
δε μεγαλώσαμε το εμπορικό μας.
Κύριε, σταθήκαμε έμποροι κακοί!
ποίημα: ΟΙ ΚΑΚΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ)
Αλεξάνδρεια, 10 Ιουνίου 1941. Ο Γιώργος Σεφέρης δίνει διάλεξη στα μεγάλα παιδιά του Ελληνικού Γυμνασίου .Κάθε τόσο οι συναγερμοί τον διακόπτουν . Ο ποιητής όμως είναι χαρούμενος γιατί μιλούσε σε παιδιά: ‘’…κι ένιωσα μια μεγάλη φιλία για σας. Κι αυτός ο δρόμος της φιλίας που μου ανοίξατε, μ’ έφερε να συλλογιστώ δυο από τους καλύτερους φίλους μου-δυο νέους που αγάπησαν τα γράμματα με πάθος κι έγραψαν ποιήματα. Δυο συντρόφους, που δεν ξέρω, τούτη τη στιγμή, αν ζουν ή αν έδωσαν κι αυτοί τη ζωή τους, όπως οι χιλιάδες οι Έλληνες που έπεσαν πολεμώντας για τη λευτεριά και ό, τι έχουμε μέσα μας που ν’ αξίζει. Ο ένας, ο Δημήτρης Ι. Αντωνίου, ήταν αξιωματικός πάνω σ’ ένα τορπιλοβόλο που το βούλιαξαν τα εχθρικά αεροπλάνα. Ο άλλος, ο Οδυσσέας Ελύτης, ήταν ανθυπολοχαγός στο αλβανικό μέτωπο και είχε μεταφερθεί άρρωστος στα Γιάννενα, στο νοσοκομείο, που το χάλασαν κι αυτό οι Γερμανοί…’’(ΔΟΚΙΜΕΣ Γ.ΣΕΦΕΡΗ τ. Α’)
Ο ποιητής Δημήτρης Ι. Αντωνίου παρέμεινε άγνωστος στο ευρύ κοινό και χαρακτηρίσθηκε ως minor poeta ,δηλαδή ως ελάσσων ποιητής, όχι γιατί η ποίησή του ήταν μικρής δυναμικής ,αλλά ίσως γιατί η προβολή του ως ποιητή δεν ήταν η πρώτη από τις προτεραιότητές του, αφού ως άνθρωπος της δράσης την κυρίαρχη θέση της ψυχής του κατείχε η θάλασσα. Έγραφε όμως πολύ, συμμετείχε στην έκδοση λογοτεχνικών περιοδικών, οι ομότεχνοί του απολάμβαναν τη συντροφιά και τις γνώσεις του ,τον ποιητικό του λόγο ριζωμένο στο βίωμα και μάλιστα στην ποίηση του Σεφέρη υπάρχουν σαφείς επιρροές από την πείρα της ναυτοσύνης του-ας θυμηθούμε το ποίημα ΣΙΡΟΚΟ 7 ΛΕΒΑΝΤΕ ,αφιερωμένο στον Αντωνίου ,τους τίτλους των τριών συλλογών του, Ημερολόγια Καταστρώματος Α,Β,Γ ,αλλά και ο Αντωνίου δέχθηκε επιδράσεις στη θεματολογία του από τον διπλωμάτη ποιητή –ενδεικτικά αναφέρω τις αναφορές του για την Κύπρο στην ποίησή του. Προφανώς οι αλληλεπιδράσεις προέκυπταν μέσα από μακρές συζητήσεις των δυο ανδρών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αλλά και στις λογοτεχνικές συντροφιές.
Ο Αντωνίου αγάπησε με πάθος θαρρώ το ταξίδι ,το ουσιώδες ταξίδι ενός καπετάνιου που δεν βιάζεται να επιστρέψει στην ασφάλεια μιας πατρίδας ,αλλά ποθεί την επιστροφή στην ιδεατή πατρίδα της ψυχής του, στην αληθινή του ταυτότητα. ’’Να γυρίσουμε πίσω;/-καημοί μας περιμένουνε στα περασμένα∙/ με τα ταξίδια πόσα δεν εξάντλησες/γυμνώνοντας την καρδιά σου-/Όμως για μιαν μιαν επιστροφή/παραλογίζεσαι,/στιγμές που όλα τα χάριζες/για μιαν αμετάνιωτη γνώση!/Θυμάσαι πρώτη φορά διαβάζοντας το Φλωρεντίνο/παιδί-απόψε πόσο είναι κοντά τα χρόνια εκείνα-/είπες ο σταυρός εκεί, με τ’ άστρα κεντημένος./Τα λουλούδια τους θα με μεθούσαν, είπες,/ διαβάζοντας ιντιάνικα παλιά βιβλία./Το κλίμα που σε ζη στη νοσταλγία/ενός τοπίου κάτω από τον ουρανό του Νότου,/για να το παραστήσης τα χρώματα σού λείπουν /από τη γλώσσα που μιλάς λείπει το χάδι./Έτσι όλος τώρα/στη γλώσσα που πήρες να ντυθής/ζητάς να πής το χρώμα της ήρεμης λάμψης ιχαδιού/για το στρωμένο εκεί κατάβαθα στη μνήμη κάμπο./Γαλήνεψε. Κατόρθωσε να δηλωθής. ’’(ποίημα: ’’Θέλησε κάτι που να βρίσκεται μπροστά σου’’)
Στον τελευταίο στίχο: «Γαλήνεψε. Κατόρθωσε να δηλωθής» ο ποιητής συμπυκνώνει το κρυστάλλωμα του βίου του, αυτό που οφείλουμε όλοι στον εαυτό μας ,να έχουμε ζήσει δηλαδή ,τόσο αληθινά τη ζωή μας που να μπορούμε ανυπόκριτα και με γαλήνη να δηλώνουμε την ταυτότητα και τις επιθυμίες μας πέρα από κοινωνικές αγκυλώσεις. Δεν είναι ευκολοδιάβατη η ποίησή του, απαιτεί διείσδυση για να αποκωδικοποιήσεις την εσώτατη γλώσσα της γραφής του και τον βαθύτατο στοχασμό του. Ο Οδυσσέας Ελύτης στα Ανοιχτά Χαρτιά θυμάται:’’ …μου έτυχε να δω μερικά από τα φημισμένα κουτιά των τσιγάρων όπου έγραφε, στις ώρες της νυχτερινής βάρδιας, τους στίχους του, τυραννισμένους, όλο διαγραφές και προσθήκες, εργασμένους όμοια με τα πετράδια που τόσο αγαπούσε.’’
Για να μας γίνει πιο οικείος ο ποιητής, παραθέτω εν συντομία μερικά βιογραφικά του στοιχεία. Καταγόταν από την Κάσο και γεννήθηκε το 1906 στην Μπέιρα της Μοζαμβίκης όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένειά του λόγω των ναυτιλιακών δραστηριοτήτων του πατέρα του. Μετά την γέννησή του η οικογένειά του μετακόμισε στο Σουέζ όπου έμεινε μέχρι το 1912 , όταν και επέστρεψαν στην Αθήνα. Εκεί, ολοκλήρωσε το γυμνάσιο και αργότερα εγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επίσης ασχολήθηκε με την εκμάθηση ξένων γλωσσών, την ορυκτολογία, τη βοτανολογία, τη ζωολογία-αγαπούσε ιδιαίτερα τις γάτες- και τη μουσική. Το 1928 άφησε τις σπουδές του κι έγινε δόκιμος πλοίαρχος σε εμπορικό πλοίο. Πήρε δίπλωμα πλοιάρχου και ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο. Στη διάρκεια του πολέμου υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός στο αντιτορπιλικό Κείος. Μεταπολεμικά ταξίδευε με τα κρουαζιερόπλοια ‘’Αχιλλεύς’’ και ‘’Αγαμέμνων’’ έως το 1968 , τότε που σταμάτησε τα ταξίδια κι έκτοτε εργάστηκε στα ναυπηγεία της Ελευσίνας.
Από την πρώτη κιόλας ανάγνωση της σύνθεσής του ‘’ΙΝΔΙΕΣ’’(1967) για την οποία έλαβε το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης, γίνεται αντιληπτή η ιδιότυπη και διακριτή σήμανση του λόγου του. Μια εκτενέστατη νεωτερική ποιητική αφήγηση, που και με τη ναυτική γλώσσα ξετυλίγει πορεία και άφιξη στο χθες και στο παρόν, στον άλλον και στον εαυτό. Η έκσταση ενός νέου άντρα -που δεν ξεχνά την Ελληνική καταγωγή του-για τα αισθαντικά δώρα του εξωτικού τοπίου, οι πολύχρωμες εικόνες, η αίσθηση μυστηρίου, ο κινηματογραφικός ρυθμός, οι ναυτικές προσταγές ,οι αναφορές με αδελφοσύνη στους συντρόφους, η γλώσσα των ιθαγενών και το πολύτιμο απόσταγμα του ποιητή που μιλά όπως οι θαλασσινοί , με σοφή φειδώ, και κάποιες φορές με την ίδια τη σιωπή ‘’Ποια πρόφαση,/ποια η αφορμή να γυρίσεις πίσω;/Μουρμουρίζεις,/στα χέρια σου είν΄ εμπιστεμένο το καράβι: Γρέγο…/Ξεχνιέσαι∙ λες δυνατότερα: Γρέγο!/ Σε ξυπνά-Γρέγο!-η φωνή του τιμονιέρη,/ σου απαντά ξαναλέγοντας την πορεία./Σκέφτεσαι:/η πλώρη/είναι για ένα τόπο,/ζουν κ’ εκεί τα παραμύθια∙/ας είναι ευλογημένη η άσκηση/κι όσα εστερήθης, /την κυρίαρχη τέχνη κερδίζοντας/ να σε υπακούει ένα καράβι∙’’(από το ποίημα Ινδίες)
Όσον αφορά τις γλωσσικές επιλογές του με τις συνέπειές τους στην οντότητα, αλλά και στο ύφος της ποίησής του αξιοσημείωτες οι επισημάνσεις της Ελπινίκης Νικολουδάκη-Σουρή :’’…σπάνια ο Αντωνίου ακολουθεί τη συνήθεια που έχουν οι νεωτερικοί ποιητές να παραλείπουν τα σημεία στίξης… Παράλληλα η διπλή υποδοχή ενός συντακτικού όρου σε διαφορετικά περιβάλλοντα προκαλεί τον αναγνώστη να συμμετάσχει στο παιχνίδι των διφορούμενων συντάξεων και να προτείνει πολλαπλές αναγνώσεις…’’*
Η ποίηση του Αντωνίου δεν έχει την αίσθηση του αδιέξοδου , αγαπά τους προορισμούς, άρα και την κίνηση, αγγίζει με αγάπη το Αιγαίο πέλαγος, την καθημερινότητα ενός καραβιού, αντλεί γνώση στη μοναχικότητά του που θέλει όμως να τη μοιραστεί μέσα από την ποιητική του τέχνη και βέβαια ένας κρυμμένος έρωτας ,ένα παλιό τραύμα ίσως ,που δοξαστικά ,αλλά και: ‘’Όμως άδικα /γιατί εκείνος/έχει πια στην εξουσία του τον κίνδυνο ενός πάθους,/πίνει το αξεδίψαστο πιοτό της Μνήμης.’’( απόσπασμα από το ποίημα :Της Μουσικής) κι αλλού πάλι θα ομολογήσει: ‘’Ναι∙ για μένα μόνον ένα: Εσύ/σε χίλια σπασμένα μα αστραφτερά κομμάτια καθρέφτη ./Στο φως το ήρεμο-μην πης πως δεν το κέρδισα-της σκέψης οπού μ’οδηγάς∙/τώρα/φέρνοντάς σε εγώ/με χίλια άλλα τόσα λόγια ξεσπώ/ μες σ’αυτή τη σιωπή/μπρος στο είδωλό σου σπάζοντας το πάλι,/η έκφρασή μου/ σε χίλια αστραφτερά, σ’ αμέτρητα/αστραφτερά αβάσταχτα κομμάτια…’’ (απόσπασμα από: τα Ποιήματα -1939-) .
Ο Δημήτρης Αντωνίου απεβίωσε στην Αθήνα το 1994 και άφησε έναν μεγάλο αριθμό αδημοσίευτων ποιημάτων. Εκτός από τις προαναφερθείσες εξέδωσε άλλες δύο συλλογές ∙ Χάι-Κάι (1972) και Τάνκα (1ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης). Στον πυρήνα της ύπαρξής του βασίλευε η κίνηση της θάλασσας που του εδώρησε πολλές συγκινήσεις ’’…the mother and lover of men, the sea…’’ όπως έλεγε ο ίδιος. Όμως ευτυχώς μας άφησε σπουδαία ποιητική κληρονομιά ριζωμένη και ανθισμένη στον αγώνα ενός θαλασσινού. Έργο που μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα πρόκληση για τους σύγχρονους μελετητές της ελληνικής ποίησης.
Κλείνοντας τη βιογραφική μου αναφορά για τον Δημήτρη Ι. Αντωνίου, τον ‘’sui generis ποιητή της ανοιχτής θάλασσας ‘’ όπως εύστοχα τον αποκάλεσε ο Ελύτης κι επειδή ζούμε σε καιρούς δύσκολους, ας δεχθούμε τη ζείδωρη παραίνεσή του για αδιαπραγμάτευτο βίο, μέσα από τον μακαρισμό του στο παρακάτω αχρονολόγητο ποίημά του:
Μακαρισμένος που δεν έκανε φαύλο κύκλο της ζωής του
τάχα αισθήματα για τους άλλους που δεν ξέφυγαν απ’ το σκοπό τους
άλλο από κείνο τον επαγγελμένο και διατυμπανισμένο
σε ασκητική υποκρισία κι όμως δίχως να μπορεί
γενναία σε χοϊκή έλξη να ξοδευτεί
σαν μέθη από κρασί μαζί κι από αίμα
ασυλλόγιστα έτσι επαληθεύοντας
δυστύχημά του
την αρχή μέση και τέλος σε αφεύγατο κύκλο.
Βιβλιογραφία
-ΔΟΚΙΜΕΣ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ Α’ΤΟΜΟΣ Δ’ΕΚΔΟΣΗ –ΙΚΑΡΟΣ
-ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ Β’ ΕΚΔΟΣΗ-ΙΚΑΡΟΣ-
-*ΝΙΚΟΛΟΥΔΑΚΗ-ΣΟΥΡΗ ΕΛΠΙΝΙΚΗ, Η ποίηση του Δ.Ι.Αντωνίου. Τα δεδομένα του λεξιλογίου και της σύνταξης ως στοιχεία του ύφους του, διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 1988 (Επίσης αποσπάσματα της διατριβής περιλαμβάνονται στο κεφ. Ο Δ.Ι Αντωνίου και το ποιητικό του έργο της έκδοσης: Ποιήματα Δ.Ι.Αντωνίου, Εκδοτική Ερμής 2009,Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού)
Τα ποιήματα που αξιοποιήθηκαν στο άρθρο αντλήθηκαν από :
1.ΠΟΙΗΜΑΤΑ Δ.Ι.ΑΝΤΩΝΙΟΥ, φιλολογική επιμέλεια Εύα Κωστοπούλου, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΡΜΗΣ-2009 Λένα Σαββίδη και Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
2.ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΛΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΗ Τ.8.Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ 1930 ΚΑΙ Ο ΣΕΦΕΡΗΣ
Δεν γνώριζα για το Δημήτρη Αντωνίου. Ευχαριστώ πολύ. Θα το ψάξω για να μάθω όσο γίνεται περισσότερα για τον Ποιητή και το πλούσιο έργο του
Δυστυχώς, παραλείφθηκε μια σημαντική λέξη από ένα στίχο, χωρίς την οποία αντιστρέφεται το νόημα:
<>
Έχετε δίκιο ….πιάνουν στη γη μας λίγο τόπο τα πολύτιμα…!!! όμως στην πληκτρολόγηση είναι πιο εύκολο να γίνουν παραλείψεις…. Θερμές ευχαριστίες για την επισήμανση!!!!