Στην κουβέντα μας με έναν παλιό φίλο από την Κίσαμο, όταν ήρθε η συζήτηση για την αλλαγή του Δήμου Κισάμου από τον κ. Μυλωνάκη στον κ. Σταθάκη και σε ερώτησή μου ποια σχέση είναι μεταξύ του δημάρχου κ. Σταθάκη και του βουλευτή Χανίων κ. Σταθάκη, ο φίλος μου, μου είπε:
«Καμία σχέση δεν υπάρχει μεταξύ του δημάρχου και του βουλευτή, ο δήμαρχος κ. Σταθάκης είναι από ένα χωριό της Κισάμου, ενώ ο βουλευτής κ. Σταθάκης είναι από την Καλαμάτα που ο πατέρας του με ένα καΐκι ήρθε πριν την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς, από την Καλαμάτα έφτασε Χανιά και δεν έφυγε έκτοτε».
Η κουβέντα του φίλου μου, μου θύμισε μια παλιά ιστορία με τον καπετάνιο Σταθάκη, να σας τη διηγηθώ.
Υπηρετώ στην Καλαμάτα, στο 9ο Σύνταγμα Πεζικού ως εφ. Ανθ/γός από 25 Μαρτίου 1941 που ήλθα από την Καβάλα μετά τον τραυματισμό μου στην Αλβανία. Η μεγάλη επίθεση στον Μουσολίνι έχει τελειώσει μετά την αποτυχημένη απόπειρα καταλήψεως της Κλεισούρας τον Μάρτιο και κανείς Ιταλός δεν πίστευε στη νίκη.
Σε όλο το μέτωπο από τα γιουγκοσλαβικά σύνορα ως τη θάλασσα έχει αρχίσει η υποχώρηση των Ιταλών.
Παντού κυριαρχεί πανικός και η υποχώρηση έχει πάρει τη μορφή πανικού.
Ξαφνικά όλα τελειώνουν προς το χειρότερο.
Οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Βουλγαρία και στις 6 Απριλίου κηρύσσουν τον πόλεμο στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία.
Όταν τα γερμανικά στρατεύματα έχουνε φτάσει στις Θερμοπύλες ο γενναίος Διοικητής μας του 9ου Συντάγματος καλεί συγκέντρωση αξιωματικών.
Στη συγκέντρωση κλαίγοντας μάς λέει:
«Κύριοι εχάσαμε τον πόλεμο, σε λίγες ώρες θα είμεθα αιχμάλωτοι του εχθρού, υπάρχει ακόμα ένα κομμάτι Ελλάδας ελεύθερο η Κρήτη. Όσοι θέλετε να συνεχίσετε από εκεί τον αγώνα κατά του εχθρού να σηκωθείτε όρθιοι».
Εσηκωθήκαμε όρθιοι πεντέξε αξ/κοί, λέει ο Διοικητής στον ταμία:
«Να τους πληρώσεις τέσσερις μισθούς στον καθένα». Ο μισθός τότε του ανθ/γού ήταν 4.000 δρχ. Για την αξία της δραχμής τότε θα πω παρακάτω.
Απευθύνεται σε μένα που ήμουνα από κοντά του και λέει «πηγαίνετε μ’ άλλον ένα στο λιμάνι, να επιτάξετε ένα καΐκι και να φύγετε για την Κρήτη».
Πηγαίνουμε στο λιμάνι με τον συνάδελφο, βλέπουμε εκεί ένα ωραίο καΐκι, φαινότανε καινούργιο, ρωτάμε τους ανθρώπους που ήσαν εκεί σ’ ένα καφενείο, που είναι ο καπετάνιος του καϊκιού.
Σηκώνεται τότε ένας πολίτης, έρχεται κοντά μας και μας δείχνει ένα σπίτι, όχι πολύ μακριά και μας λέει: «Σ’ αυτό το σπίτι μένει ο καπετάνιος, Σταθάκης λέγεται».
Πάμε εκεί με τον σύντροφό μου, κτυπάμε την πόρτα, μας ανοίγει ένας άντρας της ηλικίας μας περίπου.
Ρωτάω «ο κ. Σταθάκης;». Ναι μας λέει καλοσυνάτα, «περάστε μέσα», καθίσαμε και του λέω:
«Μας είπαν ότι το ωραίο καΐκι που είναι στο λιμάνι είναι δικό σας, πόσα λεφτά θέλετε να μας πάτε στην Κρήτη;».
Δεν του είπα πως κάνουμε επίταξη του καϊκιού. Μας λέει: «Δεν θέλω να φύγω για την Κρήτη, ο κίνδυνος του ταξιδιού είναι πολύ μεγάλος, τα γερμανικά αεροπλάνα βυθίζουν κάθε πλεούμενο που πηγαίνει προς τα εκεί», μετά λίγη σιωπή, μας λέει: «Θα μου δώσεις 20.000 δρχ. να σας πάω εκεί».
Λέω σε έναν σύντροφό μου να πάει να ενημερώσει τους άλλους συναδέλφους, τότε μας λέει ο καπετάνιος Σταθάκης:
«Θα σας πάω στην Κρήτη και δεν θέλω καμία αμοιβή».
Σηκώθηκα, τον χαιρέτησα και τον ευχαρίστησα.
Ξεκινάμε για το λιμάνι.
Μόλις εφτάσαμε εκεί βλέπουμε το καΐκι να είναι γεμάτο στρατιώτες, είχανε λύσει τα σχοινιά από τον μόλο, είχαν απομακρυνθεί περίπου 30 μέτρα, είχαν βάλει μπρος τη μηχανή.
Εγώ είμαι ο καπετάνιος θα σας πάω όπου θέλετε».
Τραβάει ένα σκοινί μιας βάρκας, πηδάει μέσα, πηδάμε κ’ εμείς πάνω στο καΐκι.
Στην Κρήτη φωνάζουν οι στρατιώτες «ναι», λέει ο καπετάνιος: «καθίστε κάτω χωρίς να μετακινείστε», είχε πια βραδιάσει.
Ξεκινήσαμε για το ταξίδι μας.
Τα ξημερώματα φτάσαμε σ’ ένα λιμανάκι στο νοτιότερο άκρο της Πελοποννήσου. Αράζει το καΐκι κοντά στα βράχια και λέει: «να βγούμε όλοι έξω από το καΐκι» κι να καθίσουμε κάτω από τα δέντρα και τους θάμνους χωρίς να μετακινούμεθα και άμα βραδιάσει θα συνεχίσουμε το ταξίδι.
Άμα άρχισε να βραδιάζει μπαίνουμε στο καΐκι και ξεκινούμε.
Ταξιδεύουμε όλη τη νύχτα, χωρίς κάποιο εμπόδιο και τα ξημερώματα μπαίνουμε στο λιμάνι των Χανίων και αρχίσαμε να βγαίνουμε έξω από το καΐκι κάπου εκεί ανάμεσα του Λιμεναρχείου και του Γιαλί τζαμί.
Την ώρα που βγαίναμε από το καΐκι ένα μεγάφωνο που ήταν κάπου τοποθετημένο έλεγε ίσως αυτήν την ώρα τα γερμανικά στρατεύματα έμπαιναν στην Αθήνα.
Είπα πιο πάνω για την αξία της δραχμής.
Λοιπόν μετά την αποβίβαση πήγα στο φρουραρχείο και από εκεί φύλλο πορείας για το τάγμα Πηγής Ρεθύμνης.
Όταν πήγα στο Ρέθυμνο, παρήγγειλα σέναν ξακουστό μάστορα ένα ζευγάρι υποδήματα και τα πλήρωσα 800 δρχ.
Όσο για τον καπετάνιο Σταθάκη που με κίνδυνο της ζωής του έφερε το καΐκι του γεμάτο Κρητικούς στρατιώτες και αξ/κούς στην Κρήτη, στους δικούς τους, ας είναι αιώνια η μνήμη του και η θυσία του φως και οδηγός μας στον δρόμο του χρέους προς την πατρίδα.