Μια μάνα απ’ τον παράνομο και τον κρυφό έρωτά της,
ω! τον καρπό του κράταγε και τον γλυκοφιλούσε
που με χεράκια σαν αφρός χάιδευε τα μαλλιά της
και με λεξούλες τρυφερές συχνά την ερωτούσε:
«Μάνα, που ‘ναι ο πατέρας μου; Γιατί ορφανό με λένε,
τ’ άλλα παιδιά της γειτονιάς; Δεν ξέρω την αλήθεια…
Γιατί μάνα τα μάτια σου μέρα και νύχτα κλαίνε
κι όλο θλιμμένη σκεφτική μου λες τα παραμύθια;»
Κι ήρθε μι(α) αυγή που στέρεψαν τα μάτια της μητέρας
κι άλλα δεν είχαν δάκρυα να τρέξουν ν’ αλαφρώσει
και ξάγρυπνη την εύρισκε(ν) ο ήλιος της ημέρας,
τ’ αμάρτημά της – έλεε – στο παιδί, πως θα το φανερώσει!
«Πώς να του πω η άμοιρη, πώς να το ξεστομίσω
πως είναι γόνος μιας κρυφής αγάπης πονεμένης!
Πώς να σταθώ στο πλάι του όρθια, μη λυγίσω,
πώς να του πω είναι ψεύτικα τα όνειρα που υφαίνεις;
Τα χείλη που τα λάτρεψε πώς να το μαρτυρήσουν
τη μαύρη αλήθεια που κρυφή στο χρώμα τους την κρύβουν,
στην τρυφερή ψυχούλα του σημάδι μην τ’ αφήσουν…
Τρέμω αν μου πει τα δάκρυα μου το καίνε που το νίβουν!»
Κόσμε σκληρέ που αφορμή ψάχνεις να βρεις να ρίξεις
φαρμάκι πάνω σ’ ανοιχτές πληγές που αιμορραγούν,
σκέψου πως το παράθυρο της μοίρας σου να τ’ ανοίξεις
δεν το μπορείς… και καταχνιές ίσως σε καρτερούν!