Τα τύμπανα ξεμάκρυναν πιά. Και το σκαρί, άνοιξε όλα τα πανιά του. Βούτηξες βαθιά αυτή τη φορά. Σε περίμενε για άλλη μιά φορά η άβυσσος λυσσομανόντας. Άκουσες το σιτάρ του Μάγιστρου. Κι ύστερα τη λύρα του Ερωτόκριτου. Κι αυτό που έμεινε, ήσουν εσύ. Καθαρός. Στο φουσκωμένο χείμαρο των σχοίνων, ξανοίχτηκες. Σε κάλεσα. Και ήρθες. Μα εγώ ήμουν χαμένος στις μουσικές των άστρων. Μπέρδεψα το Βορρά. Και δεν μπόρεσα να βρώ την Ανατολή. Σε κάλεσα. Και ήρθες. Ατίθασος νους, καλπάζει στα δειλινά του. Μα δε μπόρεσες να μου δείξεις τη Σελήνη. Κι ο καταράκτης των αγριμιών υφαίνει. Και αυτή τη φορά, εγώ είμαι το υφάδι. Παίζει η Αχερουσία με το κρυφό μου δάκρυ. Που, ούτε και ‘γω, τολμώ να το αφήσω να φανεί. Δε ξέρεις τους δρόμους που περπάτησα. Κι είναι η ανάσα, ακορντεόν που ξεφυσά το είναι μου. Καρδιά μου, πάλι χάθηκες στου νου τις νύχτες. Κι όσο κι αν ήθελες να τον μερέψεις, εκείνος έτρεχε. Πάνω στα κοφτερά βράχια του λυκόφωτος. Κρυσταλινα είναι όλα. Ακούς το κελάηδισμά τους. Και δε ξέρεις αν είναι το ότι σπάνε σε χίλια κομμάτια ή αν ο άνεμος τα κουδουνίζει, στο πέρασμά του. Έχασα το φεγγάρι. Καθώς τα ιερογλυφικά της οπτασίας, δε μπόρεσα να τα διαβάσω. Μακρύς ο δρόμος. Δίχως στάση να πάρεις μιά ανάσα. Κάποιες φορές η Λήθη είναι το καλύτερο βότανο του Ασκλειπιού. Επικούριος ύπνος, μετά από αιώνες αγρύπνιας. Πάνω στη βίγλα του μεταίχμιου. Επανέρχομαι. Μα είναι τώρα πιό όμορφα όλα. Οι Δαίμονές μου ήταν πολύ δυνατοί. Και ‘γω επαναστάτησα εναντίον των οιωνών. Οι νύχτες ήταν καλές μαζί μου. Σκέπαζαν τις πληγές και τις ανάσες μου. Πως μπορώ να σου τα ιστορήσω όλα αυτά. Ένα τραγούδι – χάδι θα σου πώ. Μόνο αυτό.
Πέρασε αρκετός καιρός, για να ξαναδιαβάσουμε τα άκρως λυρικά κι αλλόκοτα κείμενα της αγαπητής κι αξιόλογης ποιήτριας κ. Όρσας Δρετάκη! Πόσο εύκολα μάς παρασύρει στον δικό της πλούσιο και πολύπλοκο ψυχισμό της, θαρρείς συνοδοιπόροι σ’ έναν παράξενο δρόμο, άλλοτε γαλήνιο κι όμορφο, κι άλλοτε κακοτράχαλο να βυθιζόμαστε μαζί της στον λαβύρινθο του πουθενά: ωστόσο, μια ηλιαχτίδα αισιοδοξίας, ένα “χάδι” αισθαντικό στο τέλος, αντάμα με την ελπίδα της όποιας ομορφιάς, μάς επαναφέρει στην κοινωνική πραγματικότητα και τη δική μας, ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ, ζωή. Από τα καλύτερα και δυνατά λυρικά κείμενα της σύγχρονης λογοτεχνίας μας και, συνακόλουθα, αξίζουν τις ευχαριστίες και τα συγχαρητήρια μας στην δημιουργό κ. Όρσα Δρετάκη. Αλλά, πέσατε και πάνω σε μένα, που είμαι και άσχετος ή ανίδεος με την ποιητική τέχνη και λογοτεχνία, εν γένει. Φιλικά Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ.