Δεν την έζησα την πιο κάτω θλιβερή ιστορία αλλά την άκουγα που την έλεγαν οι γεροντότεροι στα καφενεία του χωριού μου συχνά πυκνά και τυπώθηκε με ανεξίτηλα γράμματα στα φύλλα της καρδιάς μου και δεν έσβησε ποτέ, μήτε θα σβήσει όσο ο Μεγαλοδύναμος με αφήνει να ζω πάνω στον πεντάμορφο πλανήτη μας, τη Γη.
Όταν την πρωτάκουσα, δεν πρέπει να πήγαινα ακόμα στο Δημοτικό Σχολείο. Μόλις είχαμε επιστρέψει από την Λαμία στο αγαπημένο μου χωριό, που εκεί είχαμε εγκατασταθεί για λόγους ασφαλείας όταν άρχισε ο εμφύλιος σπαραγμός, γιατί ο κίνδυνος να μας σκοτώσουν όλους οι Μάηδες ή οι κομμουνιστές ήταν υπαρκτός. Μετά την εγκατάσταση μας, μόνιμα πλέον, στο καμένο απ’ άκρη σ’ άκρη χωριό μου από τους βάρβαρους κατακτητές τους Γερμανούς, η απογοήτευση και ο πόνος στα πρόσωπα των χωριανών – το θυμάμαι ακόμα – ήταν τόσος πολύς που δεν μπορώ να το περιγράψω. Τίποτα δεν είχαν αφήσει όρθιο οι αιμοχαρείς. Μήτε σπίτια, μήτε το σχολείο… μήτε και η εκκλησία δεν γλύτωσε από την καταστροφική τους μανία. Παντού ερείπια και χαλάσματα έβλεπες. Τέλος, παντού τώρα, όταν επιστρέψαμε στο χωριό μας και η οικογένεια η δική μου αλλά και όλοι όσοι είχαν εγκατασταθεί στην Λαμία και επέστρεψαν στο χωριό, όλοι προσπαθούσαν να βρουν το κουράγιο να ξαναρχίσουν μια καινούργια ζωή από την αρχή.
Κατά διαστήματα όμως, έβλεπα να επισκέπτονται το χωριό μου πότε στρατιώτες και πότε χωροφύλακες, που φυσικό ήταν, έτσι όπως ήμουνα μικρός, δεν μπορούσα να κατανοήσω τους λόγους της επίσκεψης τους. Αργότερα έμαθα ότι έψαχναν να βρουν «αμετανόητους» – έτσι του έλεγαν οι χωροφύλακες τους διωκόμενους λόγω πολιτικών φρονημάτων που δεν ήθελαν ν’ αρνηθούν το πολιτικό τους πιστεύω – που όταν τους έπιαναν δεν γνωρίζω ακριβώς την παραπέρα διαδικασία που ακολουθούσαν οι αρμόδιες αρχές και ποια ήταν η τύχη τους. Άκουγα όμως ότι τους περνούσαν από δίκη και τους περισσότεους, ή τους καταδίκαζαν σε θάνατο ή στην καλύτεροι περίπτωση τους έστελναν εξόριστους σε κάποιο ξερονήσι, που άφθονα υπήρχαν και υπάρχουν στο Αιγαίο Πέλαγος, μαρτυρίες μιας σκληρής και πονεμένης εποχής.
Σε μια παρόμοια επίσκεψη των χωροφυλάκων, τώρα, στο χωριό μου, άκουσα ότι έψαχναν να εντοπίσουν το καταφύγιο που κρυβότανε ένας της αριστερής παράταξης, που δεν δεχότανε μόνος του να παραδοθεί, που ναι… το όνομά του το είχα ακούσει πως τον αποκαλούσαν αλλά για λόγους ευνόητους δεν το αναφέρω και ας με συγχωρέσετε γι αυτήν την επιλογή μου αγαπητοί μου φίλοι.
Το λημέρι του, πολλοί έλεγαν ότι ήταν κάπου σε ένα δάσος στην καρδιά της Όρθρυς, άλλοι όμως έλεγαν ότι ήταν κάπου στην κοιλάδα του Σπερχειού. Άκουγα πολλούς που έλεγαν ότι, δεν ήταν μόνος του αλλά είχε μαζί του και το πρωτοπαλίκαρο του, ενώ τους άλλους συντρόφους τους, πόσοι ήταν δεν γνωρίζω, κάποιους τους είχαν σκοτώσει τ’ αποσπάσματα των Μάηδων ή των χωροφυλάκων, ενώ άλλοι παραδόθηκαν μόνοι τους στις αρμόδιες αρχές.
Τώρα, για να μην τους εντοπίσουν και τους σκοτώσουν και τους δύο – έτσι έλεγαν οι γέροντες – αποφάσισαν οι δύο εναπομείναντες να χωρίσουν, ακολουθώντας το μονοπάτι της μοίρας του ο καθένας ξέχωρα, κι αυτό έκαναν. Αγκαλιάστηκαν και φίλησε ο ένας τον άλλον, δίνοντας όρκο ότι, ακόμα κι αν πέσουν σε παγίδα κι αιχμαλωτιστούν από τ’ αποσπάσματα, δεν θα προδώσει ο ένας τον άλλον κι εδώ είναι το μεγάλο μυστήριο που δεν μπορούσαν να το λύσουν οι χωροφύλακες. Τον έναν από τους δύο εναπομείναντες τον έπιασαν οι χωροφύλακες. Τον πρόδωσε ένας χαφιές από το χωριό του και τον πήγαν γι’ ανάκριση αλυσοδεμένο στις αρμόδιες αρχές. Πολλοί έλεγαν ότι τον βασάνισαν να μαρτυρήσει που έχει το λημέρι του ο σύντροφός του, αλλά δεν μπόρεσαν ποτέ να του λυγίσουν την αδαμάντινη θέληση του, να πατήσει τον όρκο του και να μαρτυρήσει που κρυβότανε ο άλλος.
«Εγώ…» έλεγε, «… είμαι εγγόνι του Διάκου και δεν κιοτεύω όσα μαρτύρια κι αν μου κάνετε. Δεν φτύνω εγώ πάνω στον όρκο μου!» έτσι έλεγε και παλικαρίσια αντιμετώπιζε τους βασανιστές του.
Πέρασε ο δόλιος χίλια δυο βασανιστήρια αλλά έμεινε ακλόνητος! Δεν ξέρω πόσες μέρες και πόσες νύχτες τον βασάνιζαν, ώσπου ένα πρωί, όταν πήγαν να τον δούνε οι ανακριτές και οι βασανιστές του, πλησιάζοντας στο κελί του βρήκαν σκοτωμένο – μαχαιρωμένο – το φύλακα, ενώ το παλικάρι, γιατί παλικάρι ήταν ο κρατούμενος, τον βρήκαν και κείνον πεθαμένο κάτω στο πάτωμα του κελιού του. Κανένας δεν έμαθε ποτέ ποιος τους σκότωσε κα τους δύο. Τότε ακούστηκε ότι πήγε κρυφά ο άλλος καταζητούμενος, ο Θεός ξέρει πως, και για να μην βασανίσουν άλλο το πρωτοπαλίκαρό του, σκότωσε πρώτα τον φύλακα κι έπειτα πήρε τα κλειδιά, άνοιξε το κελί και τον σκότωσε, όχι γιατί φοβήθηκε μην τον προδώσει, αυτό το είχε αποδείξει περίτρανα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να πατήσει τον όρκο που είχαν δώσει ο ένας στον άλλο, αλλά για να μην τον βασανίσουν περισσότερο οι βασανιστές του.
Ευνόητο ήταν, το τι ακολούθησε δεν περιγράφετε. Από την μια πλευρά, πολλοί υποψιαζόταν ότι κάποιος προδότης υπήρχε στο χώρο τους και τους σκότωσε και τους δύο, αλλά η σκιά του θανάτου από το εκδικητικό σπαθί του καταζητούμενου σκέπαζε όλο το χωριό. Παντού τον έβλεπαν να παρουσιάζεται από κάποια γωνία, σαν όραμα και να τους κόβει το κεφάλι με το σπαθί του κι άλλες φορές τον έβλεπαν σαν φάντασμα να περιφέρεται γύρω τους, κόβοντας κεφάλια και παίρνοντας ψυχές. Όλοι είχαν χάσει τον ύπνο τους.
Για να διώξουν αυτόν τον εφιάλτη που τους βασάνιζε, έπρεπε πάση θυσία να βρουν τον καταζητούμενο ή νεκρό ή ζωντανό, αλλιώς δεν θα ησύχαζαν. Δεν το άντεχαν αυτό το μαρτύριο, να ζούνε με το φόβο της μυστικής παρουσίας του. Γι αυτό το λόγο έβαλαν διπλοσκοπιές στα σπίτι τους, όλοι όσοι εμπλέκονταν στην σύλληψη και την φυλάκιση του παλικαριού ενώ τα αποσπάσματα όργωναν όλη την περιοχή της Όρθρυς. Παντού, απ’ όπου υποψιαζόταν ότι μπορεί να περάσει, έστηναν καρτέρια. Έστηναν καρτέρι σε διάφορες βρυσούλες, που μπορούσε να πάει να πιεί νερό, σε σταυροδρόμια, σε διάφορα μαντριά και επίσης, σε όλα τα χωριά που υπήρχαν κρυφοί και φανεροί χαφιέδες, έταζαν λαγούς με πετραχήλια αν τους μαρτυρήσουν που κρύβεται για να τον συλλάβουν, λες και ήταν Τούρκοι που δωροδοκούσαν τους προδότες ‘Έλληνες τότε, να συλλάβουν τους ήρωες του γένους όπως τον Κατσαντώνη, τον Αθανάσιο Διάκο και μύριους άλλους απελευθερωτές της πατρίδας μας.
Η φαντασία δε των ανθρώπων έπλαθε διάφορα σενάρια, που άγγιζαν πολλές φορές τα όρια του θαύματος. Αλλοι έλεγαν ότι τον είδαν -και έπαιρναν όρκο γι’ αυτό- σε κάποια βρυσούλα να πίνει νερό, αρματωμένος σαν αστακός, με μαύρα γένια και μακριά μαλλιά, άλλοι έλεγαν ότι τους μίλησε κι άλλοι ζητώντας τους κάποιες πληροφορίες κι ένα σωρό άλλες ιστορίες πλέκονταν γύρω από τον καταζητούμενο κομουνιστή. Εκείνο όμως που έκανε τους ανθρώπους ενός μικρού χωριού να χάσουν τον ύπνο τους, ήταν η μαρτυρία ενός δεκάχρονου αγοριού, που τρέχοντας και ξεγλωσσισμένο, πήγε στο καφενείο του χωριού και είπε στους χωριανούς:
«Εβοσκα τα κατσίκια μου στην πέρα ράχη χωριανοί και για μια στιγμή είδα έναν άνδρα, με πολλά μαλλιά και γένια μαύρα και με σφαίρες στο στήθος του και ένα τουφέκι στο χέρι, που μόλις τον είδα πάγωσα από τον φόβο μου. Με πλησίασε όμως, μου χάιδεψε τα μαλλιά που είχαν σηκωθεί στο κεφάλι μου σαν τ’ αγκάθια του σκαντζόχοιρου και πάρα πολύ γλυκά μου είπε, ‘’μη σκιάζεσαι, δεν θα σου κάνω κακό. Δεν είμαι κακός άνθρωπος εγώ. Άλλοι είναι οι κακοί που θέλουν να με σκοτώσουν’’ και χαϊδεύοντας πάλι τα μαλλιά μου, μου είπε, ‘’να πας όμως να τους πεις ότι δεν θα με πιάσουν όσο κι αν το επιθυμούν’’.
Αυτά είπε στο μικρό κι έφυγε δίχως να πει τίποτε άλλο.
Τώρα όταν άκουσαν αυτό το μαντάτο οι χωριανοί, ειδοποίησαν στην χωροφυλακή με έναν χωριανό που καβαλίκεψε το άλογό του και πήγε στο διπλανό χωριό που ήταν ο σταθμός της χωροφυλακής και μεταβίβασε τα όσα τους είπε ο μικρός. Στην συνέχεια, τι Μάηδες, τι χωροφύλακες, τι χαφιέδες, φανεροί και κρυφοί, δε συνάχτηκαν γύρω – γύρω από το χωριό στήνοντας καρτέρι να συλλάβουν τον καταζητούμενο! Δεν άφησαν δρόμο για δρόμο που υπολόγιζαν ότι θα περάσει, βρυσούλα για βρυσούλα, σταυροδρόμι για σταυροδρόμι, οπλισμένοι βέβαια, καρτερώντας να κάνει το λάθος ο διωκόμενος και να τον συλλάβουν. Πολλοί απ’ αυτούς έπλαθαν όνειρα το πώς θα τον βασανίσουν… έφτανε μόνο να τον συλλάβουν ζωντανό.
Τώρα την άλλη μέρα, παρόλο που ήλπιζαν ότι από κάπου θα κάνει την εμφάνισή του, αυτό δεν έγινε ποτέ. Νύχτωσε, και το προσδοκώμενο δεν έλεγε να πάρει σάρκα και οστά. Όταν όμως έπεσε η νύχτα, πολλοί διαμαρτύρονταν και ήθελαν να φύγουν από το καρτέρι που είχαν τοποθετηθεί, γιατί τους τρόμαζε η εξυπνάδα του.
«Θα μας σφάξει…» έλεγαν πολλοί.
«Είναι τόσο ψύχραιμος και απρόβλεπτος που θα μας λιανίσει έναν – έναν και δεν θα το καταλάβουμε», αλλά δεν μπορούσαν να δραπετεύσουν.
Τέλος, σε μια βρυσούλα, που βρισκότανε σε ένα σταυροδρόμι αρκετά μακριά έξω από το χωριό που τον είχε δει το παιδί, οι φύλακες, σε κείνο το μέρος που ήταν διασκορπισμένοι γύρω – γύρω, σαν να άκουσαν κάποιον θόρυβο κι αμέσως τέντωσαν τα’ αυτιά τους ν’ ακούσουν καλύτερα. Ο θόρυβος επαναλήφτηκε και παρόλο που από ορισμένους οι τρίχες στο κεφάλι τους σηκώθηκαν όρθιες και τα χέρια τους έτρεμαν από το φόβο τους, περίμεναν. Ο αρχηγός από κείνη την παρέα, με το όπλο στραμμένο προς το δρόμο φωνάζει:
«Αλτ… ποιος είσαι;»
Το βαθύ σκοτάδι όμως δεν του επέτρεπε να δει τι ήταν εκείνο που έκανε το θόρυβο. Τι να κάνει, δεν ήξερε. Απάντηση όμως δεν πήρε και για δεύτερη φορά φωνάζει:
«Αλτ, στο τόπο. Ποιος είσαι; Κρατάω όπλο και θα σου ρίξω»
Μήτε και την δεύτερη φορά πήρε απάντηση κι οπλίζει το όπλο του και ρίχνει στα τυφλά προς τη μεριά του δρόμου. Αμέσως, το ίδιο έκαναν και οι άλλοι δύο που ήταν μαζί του. Έριξαν και κείνοι κι αμέσως με τα όπλα παρατεταμένα και με το δάχτυλο στην σκανδάλη πετάγονται στο δρόμο… και κείνο που είδαν, όταν πλησίασαν αρκετά κοντά, τους απογοήτευσε τελείως!
Ήταν ένας γάιδαρος, που όπως έμαθα πολύ αργότερα, είχε αλλάξει αφεντικό κείνες τις μέρες και μάλλον δεν του άρεσε στο χωριό που τον είχε πάει το καινούργιο του αφεντικό και αποφάσισε να ‘’επαναπατριστεί’’ στην γνώριμη για κείνον περιοχή.
Τώρα, όταν συνήλθαν κάπως οι χωροφύλακες από τον φόβο τους, ένας απ’ αυτούς πλησιάζει το γάιδαρο και τον χτυπάει με την κάνη του όπλου του στο κεφάλι λέγοντας:
«Άι παλιογάιδαρε… μας τρόμαξες… μας έσπασες την χολή» και τότε έγινε πάλι το απροσδόκητο, κατά την ομολογία του ίδιου του παθόντος. Ο γάιδαρος, αμέσως γυρίζει τα πίσω πόδια του, του δίνει μια κλωτσιά και γκαρίζοντας, μάλλον από τον πόνο του χτυπήματος και πισωπυροβολώντας, έφυγε σαν αστραπή, αφήνοντας πίσω του θόρυβο και κουρνιαχτό.
Τέλος, τον καταζητούμενο δεν το εντοπίσανε και δεν τον συνέλαβαν ποτέ. Άλλοι έλεγαν ότι αυτοκτόνησε και τον έφαναν τα άγρια θηρία του δάσους και τα κοράκια, που πολλά απ’ αυτά λημεριάζουν στις ρεματιές της Όρθρυς, ιδίως λύκοι. Άλλοι πάλι έλεγαν ότι έφυγε και εγκαταστάθηκε κάπου στην καρδιά της Γιουγκοσλαβίας. Εκείνες τις μέρες, πολλοί έλεγαν ότι, σε κάποιο χωριό, ένας πολύ πλούσιος άρχοντας έπεσε θύμα ενός ληστή. Πήγε στο αρχοντικό του και του πήρε πάρα πολλές λίρες και χρυσό και φεύγοντας του είπε – έτσι έλεγε ο προύχοντας:
«Αν γυρίσω στην πατρίδα ποτέ ζωντανός, θα σου επιστρέψω το χρυσό που σου παίρνω» κι έφυγε. Το σίγουρο όμως είναι ότι δεν τον βρήκανε ποτέ κι άδικα ο προύχοντας περίμενε τον θησαυρό του.
Μετά από πολλά – πολλά χρόνια, ένας νεοφερμένος βοσκός σε κείνα τα βοσκοτόπια της Όρθρυς έλεγε, ότι στα ριζά κάποιας μικρής θυμαρομυρισμένης ραχούλας, εκεί που περνούσε, βρήκε κάτω από μια κουμαριά ένα κεφάλι μάλλον σκοτωμένου, που στο πλάι του ήταν σκορπισμένα πολλά μαύρα μακριά μαλλιά. Δεν υπήρχαν όμως γύρω του άλλα οστά ανθρώπου… ήταν μονάχα τα μαύρα μακριά μαλλιά και το κεφάλι του νεκρού!