Κείνο το νερό που τρέχει απ’ τα μάτια (όλο αλάτι)
Αν δεν το πίνει η καρδιά, είναι διαβολόνερο
Ν. Παναγιωτόπουλος
Δεν υπάρχει πλέον ο Ερμής να δώσει το μώλυ στον Οδυσσέα για να γλυτώσει από τα δίχτυα της Κίρκης. Και η Κίρκη είναι μάγισσα. Τέτοια μάγισσα που να μας κάνει να απορούμε πώς είναι δυνατόν να ξεπουληθεί όλη η χώρα με τέτοιο τρόπο -όπως τους καιρούς της αποικιοκρατίας- και οι κρατούντες αυτοπροσδιοριζόμενοι ως αριστεροί μάλιστα, να χύνουν από τα μάτια τους διαβολόνερο.
Το μώλυ υπάρχει. Αλλά δεν το βρίσκουμε στο ψέμα, στην ιδιοτέλεια, στον υπολογισμό, στις πίσω σκέψεις, στο κροκοδείλιο δάκρυ, στον καριερισμό.
Το μώλυ υπάρχει. Αλλά δεν το βρίσκουμε στους προθαλάμους της εξουσίας, στις κοσμικότητες, στη διαχείριση της αθλιότητας.
«Είπε το αηδόνι να γίνει κόρακας και έγινε. Είπε ο κόρακας να γίνει αηδόνι και δεν έγινε ποτέ. Γιατί έσπασε το κλαδί απ’ τα πολλά του χοροπηδήματα» μας λέει ο ποιητής.
Το μώλυ υπάρχει. Υπάρχει στην άβρετη και άβρεχτη σπηλιά…
Εκεί κατοικεί μαζί με τη λεβεντιά και την ταπείνωση, μαζί με την ομορφιά και την υγρασία, μαζί με τη σωφροσύνη και το όνειρο και μαζί με τον καθρέπτη της ντροπής. Κατοικεί στο δίστιχο απ’ το τραγούδι του Δασκαλογιάννη «Και η γ-αιτία είστε εσείς οι γ-άνομοι πασάδες π’ αφήνετε αχαλίνωτους τσι γιαννιτσαραγάδες».
Αλλά δεν υπάρχουν ούτε Ερινύες; Μετοίκησαν στο ευρύχωρο; Στο διαμπερές; Τι να πει κανείς;
Εκεί οι λέξεις που ακούγονται είναι αξιολόγηση, μνημόνιο, δόση, δόση, δόση.
Πότε θα πάρουμε τη δόση; Πρώτα τα προαπαιτούμενα. Δηλαδή πρώτα η υποθήκευση, το ξεπούλημα όλου του δημόσιου πλούτου. Ολοι οι πολίτες εξαρτημένοι να ζητούν τη δόση χωρίς να ενδιαφέρει το τίμημα. Δεν υπάρχουν πλέον ατίμητα. Μόνο ανάπτυξη, έχειν φαίνεσθαι, καταναλώνειν και λοιπές κοινωνικές και πολιτισμικές αναπηρίες.
Για τους πατρίκιους βεβαίως. Γιατί οι πληβείοι, στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, ήγουν στα συσσίτια. Και τα απαράγραπτα; Τα ατίμητα; Το ρίζωμα της οντότητάς μας; Η απάντηση στη Μαρία Νεφέλη του Οδυσσέα Ελύτη «Κι όλα τριγύρω μου έτρεχαν. Πράγματα και άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν ώσπου βάλθηκα και εγώ να τρέχω σαν τρελή. Αλλά φαίνεται το παράκανα. Επειδή -δεν ξέρω- κάτι παράξενο έγινε στο τέλος. Πρώτο έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινότανε ο φόνος. Πρώτα ερχόταν το αίμα κι ύστερα ο χτύπος και η κραυγή. Περπατώ μες στα αγκάθια μες στα σκοτεινά,
σ’ αυτά που είναι να γίνουν και στ’ αλλοτινά
κι έχω μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα τα νύχια μου τα μωβ σαν τα κυκλάμινα».
Ο τόπος μας είναι κλειστός. Ο τρόπος μας είναι κλειστός. Πίσω λοιπόν στον σκοτεινό μας πρόγονο. Εδιζησάμην εμεαυτόν και αγχιβασίην, διότι «πλανώνται οι άνθρωποι προς την γνώση των φανερών».