Ο Νίκος Καζαντζάκης έχει φέτος την τιμητική του με το μυθιστόρημα «Ο ανήφορος», που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις Διόπτρα. Βιβλίο, το οποίο θα προκαλέσει σίγουρα πολλές συζητήσεις αφού παρέμεινε επί δεκαετίες αδημοσίευτο και έρχεται τώρα να συμπληρώσει τη μεταπολεμική μυθιστορηματική παραγωγή του Καζαντζάκη η οποία τον έκανε διάσημο ανά την υδρόγειο. Νωρίτερα φέτος κυκλοφόρησε ένα άλλο βιβλίο, η «Ανέγγιχτη» του Βαγγέλη Ραπτόπουλου. Ένα μυθιστόρημα που αποτελεί από τη μια πλευρά μυθοπλαστική βιογραφία του Καζαντζάκη, ανοίγοντας από την άλλη διάλογο μαζί του σε πολλαπλά επίπεδα: στο επίπεδο της ιδεολογίας και της πίστης, αλλά και στο πεδίο της γραφής, του ερωτικού πόθου και της γλώσσας.
Παιδί της γενιάς του 1980, ο Ραπτόπουλος καταπιάστηκε κατ’ επανάληψη στην πεζογραφία του με το ζήτημα του έρωτα και των σεξουαλικών σχέσεων.
Με τα μυθιστορήματά του «Η αυτοκρατορία του αίματος» (1992), «Ο εργένης» (1993), «Έμμονες ιδέες» (1995) και «Λούλα» (1997) δοκίμασε να υποδείξει τα σκληρά αδιέξοδα ενός ατομικισμού που επιζητεί να καταβροχθίσει την ταυτότητα του πρώτου ενικού προσώπου, προβάλλοντας τη σωματική και την ηθική βία ή τις σεξουαλικές ακρότητες σε ένα ιδιαίτερα δυσοίωνο κλίμα. Βασισμένος στο μυθιστόρημα «Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι» (1957) της πρώτης συζύγου του Καζαντζάκη, της ποιήτριας και πεζογράφου Γαλάτειας Καζαντζάκη, ο Ραπτόπουλος επανακάμπτει με την «Ανέγγιχτη» στο θέμα της σωματικής επαφής για να το συνδέσει αυτή τη φορά όχι με την κοινωνία της εποχής του, αλλά με τις ιδέες του Καζαντζάκη για τον Θεό, καθώς και με τα αισθήματά του για την προσήλωση του πιστού στα εσώτερα της συνείδησής του. Η Γαλάτεια Αλεξίου ονομάζεται «Μελίνα» και ο Καζαντζάκης, «Αλέξανδρος Καστρινάκης». Η Γαλάτεια κρατάει στον μυθοπλαστικό ιστό του Ραπτόπουλου σημειώσεις προκειμένου να ξαναγράψει το βιβλίο του 1957, όπου έλεγε πως ο σύζυγός της, από το 1911 μέχρι και το 1926, όσο έμειναν παντρεμένοι, δεν την είχε αγγίξει σωματικά. Εκείνο που επιζητεί τώρα είναι να τον δει με την ψυχραιμία την οποία απαιτεί η ηλικία της (πεθαίνει το 1963, έξι χρόνια μετά τον Καζαντζάκη). Κι έτσι κάνει, δείχνοντας πως ο αλλοτινός σύζυγός της πλήρωσε βαρύ φόρο για την ιδεοκρατία του ενώ βασανίστηκε σκληρά για τη θεμελίωση της πίστης του, χωρίς να φτάσει ποτέ σε ολοκληρωμένο αποτέλεσμα. Το πιο αξιοσημείωτο είναι πως δίνοντας φωνή στη Γαλάτεια, ο Ραπτόπουλος αποδεσμεύει τον Καζαντζάκη από τις πραγματικές κατηγορίες της, χωρίς να προδώσει τη λαχτάρα της για ερωτική ζωή ενόσω ταυτοχρόνως οδηγεί τον δικό του λόγο σε μια στοχαστική θεώρηση, απαλλαγμένη από το πνεύμα οιασδήποτε καταγγελίας.
Ο Ραπτόπουλος έχει επιχειρήσει και άλλοτε να συνομιλήσει με τα συγγραφικά αρχέτυπα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Στο μυθιστόρημα «Η απίστευτη ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας» (2000) επανέρχεται στον Εμμανουήλ Ροΐδη ενώ στο μυθιστόρημα «Μοιρόλα3» (2014) κοιτάζει προς την Πηνελόπη Δέλτα. Και να μην παραλείψουμε το μυθιστόρημα «Αρχαία συνταγή: Ηρόδοτος, Ηράκλειτος, Λουκιανός» (2006) και τις ιστορίες του Hροδότου, τους διαλόγους του Λουκιανού και τα ηρακλείτεια αποσπάσματα που εγγράφονται στο εσωτερικό του.
Η «Ανέγγιχτη», παρά το ιστορικό της πλαίσιο, δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα: δεν αναπλάθει το ιστορικό ανάπτυγμα μιας εποχής μα τον βίο και την πορεία του Καζαντζάκη στα γράμματα υπό το πρίσμα της πίστης και του έρωτα. Κι αν σε αυτή την «πειραγμένη» βιογραφία, ο Ραπτόπουλος βιογραφεί λοξά, εκτός από τον Καζαντζάκη, τη Γαλάτεια και την Ελένη Σαμίου-Καζαντζάκη, τη δεύτερη γυναίκα του, το κείμενο σπεύδει να κρυφτεί πίσω από το βιογραφικό ένδυμα προκειμένου να μιλήσει, πέρα από την ανάπλαση των ιδεών και των θεολογικών αναζητήσεων του Καζαντζάκη, για τον ψυχαναλυτικό ρόλο του πατέρα του στο έργο του, για τη διαδρομή του προς την κατάκτηση του διεθνούς στερεώματος, για τη σχέση του με τον Άγγελο Σικελιανό (οι δυο τους φαντάζονταν εαυτούς θεούς ή, έστω, ιδρυτές μιας νέας θρησκείας), για την ποίηση και τις τραγωδίες του, που δεν κέρδισαν ποτέ το επιθυμητό ύψος, για τη μυθιστοριογραφία του, η οποία τον καθιέρωσε σε ώριμη ηλικία, για τις γυναίκες που τον ερωτεύτηκαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αλλά και για τις πολύχρονες δερματικές παθήσεις του, αποτέλεσμα επίσης της σύγκρουσης του ισχυρού θρησκευτικού αισθήματος με τις ερωτικές του επιθυμίες. Και να παρατηρήσουμε πως όλα τα προηγούμενα τίθενται με τη μορφή ερωτημάτων και αποριών, χωρίς δογματισμούς και σιδερένιες βεβαιότητες – με τον τρόπο που ένας συγγραφέας, στη δική του ώριμη ηλικία, καταλαβαίνει και προβάλλει έναν στυλοβάτη του λογοτεχνικού παρελθόντος.
Και έτσι ο Ραπτόπουλος αρχίζει έναν νέο κύκλο ενδολογοτεχνικών συνομιλιών, παραλλάσσοντας ή μετατονίζοντας έργα όπως τα «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», «Αναφορά στον Γκρέκο», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ο Καπετάν Μιχάλης» και «Ο τελευταίος πειρασμός». Θα πρέπει επίσης να προσθέσουμε επιστολές και αποσπάσματα ημερολογίου του Καζαντζάκη, αντλημένα από το έργο της Ελένης Καζαντζάκη «Ο ασυμβίβαστος», καθώς και το πλάγιο φως που ρίχνει ο Ραπτόπουλος στην προσωπικότητα της Γαλάτειας, γράφοντας μέσα στο μυθιστόρημά του ένα άλλο μυθιστόρημα – μαζί με τη συγγραφική αυτοβιογραφία του ίδιου, τουλάχιστον ως προς τη διερεύνηση του ερωτικού πόθου. Όσο για τη γλώσσα του Καζαντζάκη, για την περίτεχνη και δύσκολη δημοτική του και τις επινοημένες λέξεις της, ο Ραπτόπουλος ξαναγράφει τις καζαντζακικές πηγές που χρησιμοποιεί μακριά από τη βαριά καταγωγή τους. Είναι ένας τρόπος για να εγκλιματιστεί ο Καζαντζάκης στις νεότερες γενιές ή μάλλον για να αποκτήσουν οι νεότεροι κάτι από τον γλωσσικό βηματισμό του δίχως να παγιδευτούν σε ένα αδιέξοδο επικοινωνίας.