Η εορτή του Αγίου Ειρηναίου πλησιάζει. Και μας υπενθυμίζει πρόσωπα σεβαστά και αγαπημένα. Όπως τον μακαριστό Μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίον και τον τέως Κυδωνίας και Αποκορώνου Ειρηναίον, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπον Κρήτης και σήμερα εφησυχάζοντα στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης, όπου τον φροντίζουν ευγενώς ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος και συνεργάτες του. Σε όλους τους εορτάζοντες εύχομαι πλούσιο το έλεος του Θεού στη ζωή και στα έργα τους.
Μνημονεύω ευγνωμόνως τον μακαριστόν Ειρηναίον Γαλανάκην, διδάσκαλον και πνευματικόν μου πατέρα. Πολλά θα είχα να υπενθυμίσω από τη μακρόχρονη συνεργασία μας. Αφήνω όμως άλλον να μας διηγηθεί ενδιαφέρουσες δικές του αναμνήσεις και εκτιμήσεις. Το όνομά του: Γεώργιος Τσέτσης, Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ευρύτερα γνωστός και αγαπητός για την εξαίσια απόδοση της βυζαντινής μουσικής και για πλήθος ευεργεσιών από την υψηλή θέση των στελεχών του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, ΠΣΕ, στη Γενεύη. Αναφέρομαι στο πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο του με τίτλο: ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙ Εκδόσεις Τσουκάτου, Αθήνα 2023.
Στις 428 σελίδες του βιβλίου «σταχυολογούνται» επιλέγονται δηλαδή και προσφέρονται στον αναγνώστη, ιδιαίτερα δε στον Ιστορικό της Εκκλησίας, δημοσιεύματα του συγγραφέα, οργανωμένα σε ενότητες. Μια από αυτές είναι αφιερωμένη σε ΦΑΝΑΡΙΩΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ Πατριαρχών κυρίως και άλλων Ιεραρχών, οι οποίοι κράτησαν αναμμένο το ΦΩΣ του Φαναρίου ακόμη και σε περιστάσεις σφοδρών ανέμων!
Ιδού πως κλείνει ο κατάλογος: Ένας εκτός Φαναρίου Φαναριώτης: Ειρηναίος Γαλανάκης – ο «Διακονών Ιεράρχης». Στις σελίδες 253-260 συνοψίζει τα της πρώτης συνάντησής του με τον Ιεράρχη στο Καστέλλι Κισάμου και ακολουθούν αναφορές σε κείμενα και δραστηριότητες του Ιεράρχη. Η κρίση του συγγραφέα έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, επειδή επί έτη πολλά υπηρετούσε ως υψηλόβαθμος στο Τμήμα του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, έργο του οποίου ήταν εξ αρχής η προσφορά οικονομικής συνδρομής σε Ιεράρχες Ορθοδόξων Εκκλησιών, που ασκούσαν σοβαρό έργο εκκλησιαστικής διακονίας. Τα κριτήρια ήταν πολύ αυστηρά. Για τον λόγον αυτόν καλλιεργήθηκε τότε και ο οικουμενικός διάλογος για τη θεολογία της διακονίας, για τον οποίον σημαντική κρίθηκε διεθνώς η επιστημονική συμβολή της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης με τα ειδικά διεθνή, οικουμενικά, επιστημονικά συνέδρια και δημοσιεύματά της και οι πρακτικές εφαρμογές στην Ιερά Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου, τις οποίες υπενθυμίζει ο Γεώργιος Τσέτσης.
Ένας εκτός Φαναρίου Φαναριώτης:
Ειρηναίος Γαλανάκης – Ο «Διακονών Ιεράρχης1»
Κατά την δισχιλιετή ιστορία της Εκκλησίας, κυρίως δε κατά τους νεωτέρους χρόνους, δεν ήταν λίγοι οι Ιεράρχαι εκείνοι, οι οποίοι είχαν εκλάβει την Αρχιερατική τους ιδιότητα κυρίως ως «δεσποτεία». Ως ένα μέσον προβολής και ασκήσεως εξουσίας, ή καί ως ευκαιρία κονωνικής αποκαταστάσεως που εξασφαλίζει το «ευ ζην»! Ενώ έτεροι, στοιχούντες τω παραδείγματι των Πατέρων, την είχαν θεωρήσει κατά πρώτιστον λόγο ως «διακόνημα», ως θυσιαστική προσφορά υπέρ των λογικών προβάτων, την διαποίμανση των οποίων τούς είχε εμπιστευθεί η Εκκλησία.
Ουδεμία χωρεί αμφιβολία ότι στην δεύτερη αυτή, αρεστή Θεώ και ανθρώποις, κατηγορία των όντως ποιμένων, των πολυμερώς και πολυτρόπως διακονησάντων το ποίμνιό τους Ιεραρχών, ανήκει και ο πολιός και πολυσέβαστος Μητροπολίτης πρώην Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίος, ο Γαλανάκης.
Είχα το ιδιαίτερο προνόμιο, γράφει, να γνωρίσω τον σεμνό, εύχαρη και χαρισματικό αυτόν Ιεράρχη πριν σαραντατρία χρόνια. Όταν, αρχές Σεπτεμβρίου του 1965, και μόλις ένα τρίμηνο μετά την ανάληψη των καθηκόντων μου στο επιτελείο του εν Γενεύη εδρεύοντος Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, πραγματοποιούσα το πρώτο μου υπηρεσιακό ταξίδι επισκεπτόμενος την Ελλάδα, με σκοπό την εξοικείωσή μου με διάφορα ποιμαντικά, κοινωνικά, μορφωτικά και αναπτυξιακά προγράμματα πού είχαν εγκαινιάσει πλείστες όσες Ιερές Μητροπόλεις σε ολόκληρη την Ελληνική επικράτεια, και τα οποία ενίσχυε το παντοδύναμο τότε Τμήμα διεκκλησιαστικής Βοηθείας του ανωτέρω Διαχριστιανικού Οργανισμού.
Η επίσκεψή μου στην Κρήτη, έφερε διπλό χαρακτήρα. Αφ΄ενός μεν, αποσκοπούσε στην βολιδοσκόπηση του Μητροπολίτου (τότε) Κρήτης Ευγενίου και των δημοτικών και κρατικών Αρχών του Ηρακλείου ως προς τις δυνατότητες συγκλήσεως της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΣΕ στην Κρητική πρωτεύουσα.2 Αφ΄ετέρου δε, απέβλεπε στην συνεργασία μου με Ιεράρχες της Κρήτης, όσον αφορά στην πορεία των πάσης φύσεως κοινωφελών έργων της Επαρχίας των, τα οποία ήταν αναρτημένα το διάστημα εκείνο στον γνωστό και πολυζήτητο «Κατάλογο Προγραμμάτων Διεκκλησιαστικής Βοηθείας» του ΠΣΕ.
Την άφιξή μου στο Καστέλλι Κισάμου, έδρα της Επισκοπής (τότε) Κισάμου και Σελίνου, και την πρώτη μου επαφή με τον γνωστό ήδη ανά την χριστιανική οικουμένη, ποιμενάρχη της, την περιέγραφα ως εξής, σε έκθεση που είχα υποβάλει καθηκόντως στις αρμόδιες Αρχές του ΠΣΕ:
«Έπειτα από ένα πολύωρο και κοπιαστικό ταξίδι με λεωφορείο, έφθασα πρός το εσπέρας της 18ης Σεπτεμβρίου στο Καστέλλι, μιά μικρή κωμόπολι 2.000 περίπου κατοίκων και έδρα της Επισκοπής Κισάμου και Σελίνου. Εξεπλάγην όταν αντίκρισα τον Επίσκοπο Ειρηναίο να βοηθά, μαζί με τον Πρωτοσύγκελλό του (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπον Κρήτης Ειρηναίον) και έξι Καστελλιώτες εργάτες που ασχολούνταν με την οικοδομή του οικοτροφείου της Επαγγελματικής Σχολής Καστελλίου. Η έκπληξή μου ήταν δικαιολογημένη, δοθέντος ότι είναι όντως ασυνήθιστο να βλέπει κανείς Ορθόδοξο Ιεράρχη, μεταφέροντα δίκην απλού εργάτου, πλίνθους, άμμο και ξυλεία για μιά οικοδομή».
Η εν λόγω έκθεση αναφερόταν λεπτομερώς στην πολυδιάστατη δραστηριότητα του Επισκόπου Ειρηναίου στους τομείς της ποιμαντικής μέριμνας, της επαγγελματικής επιμορφώσεως νέων της Επαρχίας του, όπως και της αειφόρου αναπτύξεως της αγροτικής ζωής του τόπου τον οποίο εποίμαινε. Συναφώς προς το τελευταίο αυτό σημείο, η έκθεση έκαμε ειδικό λόγο για το πρότυπο «Αγροτικό Πρόγραμμα Κολυμβαρίου»…(Πρόγραμμα της Ορθοδόξου Ακαδημίας (Kolymbari Agricultural Project), το οποίο, σε συνεργασία με ένα πολυμελές εξειδικευμένο κλιμάκιο Μεννωνητών αγροτών, προερχομένων από την Γερμανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, απέβλεπε όχι μόνο στην εισαγωγή νέων μεθόδων καλλιέργειας και ζωοτροφίας3 στην Κρήτη, αλλά και στον εφοδιασμό, με προϊόντα του προγράμματος αυτού, των οικοτροφείων, των επαγγελματικών Σχολών και των λοιπών ιδρυμάτων, που λειτουργούσαν υπό την αιγίδα της Επισκοπής Κισάμου και Σελίνου. Η πρωτοποριακή για τα ελληνικά δεδομένα εκκλησιαστική αυτή δραστηριότητα, τόνιζε η έκθεση, αποσκοπούσε στην δημιουργία θέσεων εργασίας, και στην παρεμπόδιση, με τον τρόπο αυτό της αποδημίας του ποιμνίου, μάλιστα δε των νέων της Κρήτης, οι οποίοι ενδεχομένως θα έμπαιναν στον πειρασμό να πάρουν την άγουσα προς την ξενιτειά, επ’ ελπίδι εξευρέσεως μιας προσοδοφόρου εργασίας και εξασφαλίσεως, έτσι, καλλιτέρων συνθηκών ζωής.
Η έκθεση δεν παρέλειπε να αναφερθεί διά μακρών και στην «Θεολογική Ακαδημία Γωνιάς – Κολυμβαρίου», την σημερινή, γνωστή ανά την υφήλιο, Ορθόδοξο Ακαδημία Κρήτης-ΟΑΚ, «το κορυφαίον τούτο πνευματικόν Ίδρυμα της Κρήτης με διορθόδοξον και διαχριστιανικήν ακτινοβολίαν»4, της οποίας θεμέλιος λίθος είχε τεθεί πριν λίγο καιρό. Η Ακαδημία, προσέθετε η έκθεση, άμεσα συνδέεται με το Αγροτικό Πρόγραμμα του Κολυμβαρίου, δοθέντος ότι «μέρος των εξόδων λειτουργίας της θα καλύπτονται από τα έσοδα του Αγροτικού Κέντρου».
Δεν γνωρίζω αν τελικά υλοποιήθηκε το συγκεκριμένο αυτό σχέδιο ενισχύσεως της ΟΑΚ από το Αγροτικό Κέντρο. Ωστόσο, η Ακαδημία, έργο ζωής του Μητροπολίτου Ειρηναίου και του πνευματικού του υιού Δρος Αλεξάνδρου Παπαδερού, (λειτουργούντος στην περίπτωση αυτή, και όχι μόνο, ως το «δεξί χέρι» του Ποιμενάρχου του), είχε εγκαινιάσει ποικίλα αναπτυξιακά έργα, με επικεφαλής το ως άνω «Κέντρο Αγροτικής Αναπτύξεως».
Επρόκειτο για ένα εντυπωσιακό αριθμό μακροπρόθεσμων προγραμμάτων, τα οποία απέβλεπαν στην οικονομική ευμάρεια της Κρήτης, στην βελτίωση της ποιότητος της στην Μεγαλόνησο, όπως και στην ευαισθητοποίηση των ανθρώπων όσον αφορά στην ορθόδοξη αντίληψη της ζωής και την ευθύνη τους για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Περιττό να λεχθεί ότι η αναπτυξιακή αυτή δραστηριότητα της ΟΑΚ πραγματοποιούνταν παράλληλα προς τό κύριο πολύπλευρο θεολογικό, ακαδημαϊκό και πολιτιστικό της έργο, που απέβλεπε, (και αποβλέπει), στην καλλιέργεια ενός συνεχούς και συνεπούς «Διαλόγου Καταλλαγής» μεταξύ Εκκλησίας και Κοινωνίας, μεταξύ θεολογίας και διανοήσεως, μεταξύ Ορθοδοξίας και Δυτικής Χριστιανοσύνης, αλλά και μεταξύ αυτών των Ορθοδόξων, οι οποίοι σπανίως επιδιώκουν την επαφή και τόν διάλογο, προς συζήτηση καίριων θεμάτων που απασχολούν το πλήρωμα της Εκκλησίας…..
***
Το βίωμα αυτό Μητροπολίτου Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίου αντικατοπτριζόταν στο πόρισμα ενός θεολογικού Συμποσίου πού, υπό το γενικό θέμα «Μια Ορθόδοξος προσέγγισις της Διακονίας», είχε συγκληθεί στην ΟΑΚ τον Νοέμβριο του 1978 μερίμνη του ΠΣΕ, και στο οποίο συμμετείχαν πολλοί διαπρεπείς ιεράρχαι, θεολόγοι, κοινωνιολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί, από ολόκληρο τον ορθόδοξο χώρο της Ευρώπης, της Ανατολικής Μεσογείου και της Βορείου Αμερικής. Το Συμπόσιο αποσκοπούσε στη θεολογική εμβάθυνση στο θέμα της χριστιανικής διακονίας, στην αλληλογνωριμία και επικοινωνία των υπευθύνων για διακονικά και κοινωνικά προγράμματα των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπως και στην εξεύρεση τρόπων αποτελεσματικώτερης συνεργασίας των Εκκλησιών αυτών με το ΠΣΕ, στους τομείς της διακονίας, της αναπτύξεως (development) και της μέριμνας για πρόσφυγες και μετανάστες.
Το Συμπόσιο, στην έκθεση που είχε υποβάλει προς την αρμόδια Επιτροπή του ΠΣΕ, (και δι’ αυτού στις Ορθόδοξες Εκκλησίες μέλη του), υπογράμμιζε ότι η χριστιανική διακονία δεν είναι μιά προαιρετική πράξη, ούτε κάποιο καθήκον ή μια ηθική στάση απένταντι στους εμπερίστατους και τους χρείαν έχοντας, αλλά «μιά αναγκαία έκφραση της εν Χριστώ κοινωνίας μας, η οποία πηγάζει από την ευχαριστιακή και λειτουργική ζωή της Εκκλησίας… Είναι, έλεγε, μιά λειτουργία μετά τήν Λειτουργία, και ως τοιαύτη ακριβώς περιγράφεται στην ευαγγελική περικοπή περί της Μελλούσης Κρίσεως (Ματθ. 25,31 – 46), και θεωρείται από τον δίκαιο Κριτή ως το κριτήριο με το οποίο θα κριθεί η ιστορία μας». Η διακονία, συνέχιζε το Συμπόσιο, «είναι ένα ουσιαστικό συστατικό για την ζωή και την ανάπτυξη της Εκκλησίας», αλλά και «αναπόσπαστο στοιχείο της ποιμαντικής φροντίδας μιας χριστιανικής κοινότητος που μέριμνά τόσο για τα μέλη της, όσο και για όλους τους εμπερίστατους, τους οποίους επιθυμεί να συντρέξει εν αγάπη». Εξειδικεύοντας δε τον λόγο, και αναφερόμενο στις ραγδαίες κοινωνικές εξελίξεις της εποχής μας, τόνιζε την ανάγκη όπως η Ορθόδοξος Εκκλησία διευρύνει τους τομείς της διακονίας της, και παραμένουσα «ανοικτή και ευέλικτη», προσφέρει ποικίλες μορφές διακονίας προς αντιμετώπιση των προβλημάτων, που δημιουργούν στη σύγχρονη κοινωνία ο εκμοντερνισμός, η εκκοσμίκευση και η εκβιομηχάνιση. «Μερικές μορφές της διακονίας της Εκκλησίας, έλεγε το Συμπόσιο, θα αφορούν σε άτομα, άλλες σε ομάδες και σε ιδρύματα, …ορισμένες θα απαιτούνται προς αντιμετώπιση τοπικών αναγκών, …άλλες θα είναι πνευματικής φύσεως …ενώ άλλες θα προσφέρουν υλική βοήθεια». Και κατέληγε παρατηρώντας ότι «η προληπτική διακονία είναι το ίδιο ουσιαστική, όσο και η θεραπευτική διακονία».
*Δρ. Φιλοσ., Δρ.Θεολ.h.c.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Δημοσιεύθηκε στον συλλογικό τόμο Μητροπολίτης Ειρηναίος (Γαλανάκης), Οραματισμοί-Αγώνες-Καρποί, Χαριστήριος Τόμος, υπό την αιγίδα της Ι. Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης, Κίσαμος, 2008.
2 Η Κεντρική Επιτροπή, το ανώτατο αυτό διοικητικό σώμα του ΠΣΕ, συνήλθε στο Ηράκλειο τον Αύγουστο του 1967, αλλά μετά πολλών εμποδίων και προβλημάτων, τα οποία είχαν δημιουργηθεί συνεπεία του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Πολλά μέλη της Επιτροπής υποδεχθήκαμε στην οικοδομούμενη τότε Ορθόδοξο Ακαδημία Κρήτης. (ΑΚΠ).
3 Το αγρόκτημα του Κολυμβαρίου είχε αποκτήσει 20 αγελάδες τύπου Holstein, φημισμένες για την ποιότητα και την ποσότητα του γάλακτος το οποίο παράγουν.
4 Αντιφώνηση του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου κατά την επίσημη επίσκεψή του στην ΟΑΚ στις 20 Νοεμβρίου 1992. Βλ. Ι. Μ. Χατζηφώτη, Φανάρι-Κρήτη. Ο Οκουμενικός Πατριάρχης Βαρθοομαίος στην Εκκλησία Κρήτης, (9-12 Νοεμβρίου 1992), Αθήνα 1998, σελ. 210.