Θυμάσαι στην Παναγία των Παρισίων τον τερατώδη, κακάσχημου αλλά ρωμαλέο κωδωνοκρούστη Κουασιμόδο;
Από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε την πανέμορφη τσιγγάνα Εσμεράλδα να κινδυνεύει, την ερωτεύτηκε, κατάφερε να την βάλει στο ναό, την προστάτεψε απ’ τους διώκτες της με πάθος και μετέτρεψε τη συστοιχία των καμπάνων της Παναγίας των Παρισίων σε μια σπάνια μπάντα που σκόρπαγε ήχους μελωδικούς για να μπορέσει να εκφραστεί και μέσα απ’ τον πλατωνικό του έρωτα να εξασφαλίσει την ψυχική γαλήνη κι ένα χαμόγελο στην κυνηγημένη αγγελική αυτή ύπαρξη. Τελικά την συνέλαβαν και την εκτέλεσαν μπροστά στα μάτια του, που πέθανε κι αυτός στο νεκροταφείο, αγκαλιά με το πτώμα της Εσμεράλδας.
Με το αριστούργημα αυτό του Βίκτωρος Ουγκώ, και τα άλλα που διαβάζαμε, μεγαλώναμε, πλάθαμε τα όνειρά μας και τα συνδέαμε με τον χτύπο της δικιάς μας καμπάνας, ψυχής και πνεύματος καμπάνας, που ξυπνούσε τα οιστρογόνα κύτταρα και δυνάμωνε τον παιδικό μας έρωτα για τις ομορφιές και το νόημα της ζωής. Της λίγης μας ζωής.
Κι ερχόντουσαν στερνά οι ήχοι απ’ τις υπέροχες κωδωνοκρουσίες της Μητρόπολης στην Αθήνα, ή του Άγιου Μηνά στο Μεγάλο Κάστρο του Καζαντζάκη, ή του Αγίου Μάρκου στη Βενετία κι ακόμα πιο πέρα του περίφημου Μπιγκ Μπεν στο Λονδίνο σαν χτύπαγε ν’ ακούνε τις ώρες στ’ ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, και φτάναμε ως το μικρό μου χωριό, την Άντισσα, ή το δικό σου, τότε, στα δύσκολα μα όμορφα μεσοπολεμικά και μεταπολεμικά χρόνια που λέγαμε το ψωμί ψωμάκι και κάναμε μικρές τις μπουκίτσες για να χορταίνουμε, που αγκαλιάζαμε τη μάνα μας με δέος, που λέγαμε δάσκαλος και το εννοούσαμε, που μιλούσαμε για αγάπη και ριγούσαμε, που κοιμόμασταν όλα τα αδερφάκια στρωματσάδα! Θυμάσαι εσύ ο παλιότερος; Μπορείς να το φανταστείς εσύ ο ανικανοποίητος, ο ανέμελος ή ο κενός νέος; Σπρώχναμε το διπλανό μας και τρίβαμε τα μάτια μας σαν μας καλνούσε η καμπάνα στην εκκλησιά, Κυριακές και σκόλες, γυρίζαμε το πλευρό μας και ξανακοιμόμασταν αγκαλιασμένοι με μια ανείπωτη ζεστασιά να μας απογειώνει. Και σαν ήτανε καθημερινή, πάλι η καμπάνα μας καλνούσε, να σηκωθούμε γρήγορα και να ετοιμαστούμε. Και ξανά χτύπαγε να μας θυμίσει, μα και να μας βεβαιώσει πως η ώρα ήτανε η σωστή το μάθημα για ν’ αρχίσει στα σκολειά τα βουερά, με τα πολλά τα μαθητούδια τότε. Ελληνάκια, Χριστιανάκια μαθητούδια!
Μα και στο πανηγύρι, τη γιορτή και τη λύπη και στον κίνδυνο από πυρκαγιά ή τον εχτρό μας ειδοποιούσαν, να γιορτάσουμε ή να τρέξουμε συμπαραστάτες κι αρωγοί. Κι ήτανε τούτα ζυμωμένα με το αίμα μας!
Κι έρχονται τώρα οι κυβερνώντες μας, όλα να τα κατεδαφίσουν, μακάρι κι ολόκληρη την Ελλάδα να τη σβήσουνε απ’ το χάρτη. Φτάνει νάναι το συφέρο τους το αχαρακτήριστο.
Όχι κύριοι πολιτικοί μας άρχοντες. Δεν θα σας περάσει.
Η καμπάνα της πόλης και του χωριού και της καρδιάς μας θα χτυπά όπως και μέχρι τώρα κι αν νοιάζεστε για τον ύπνο σας και για των αλλόθρησκων τουριστών τον ύπνο και την ησυχία, ακούστε με τον ταπεινό, πως πάνω απ’ όλα βάζουμε και πρέπει να βάζουμε τη θρησκεία μας, την παράδοση και των προγόνων μας τη κληρονομιά την ανεχτίμητη. Γιατί χωρίς τούτα τα αγαθά, χωρίς παρελθόν και ρίζες, δεν υπάρχει μηδέ κι αξιοπρεπές μέλλον. Φτάνει πια. Μην ισοπεδώνεται τα πάντα. Ως πότε θα κατευθύνουν οι ξένοι τις τύχες μας;
Μάθετε κύριοι Λοβέρδοι που προτίθεστε να σιγάσετε τις κωδωνοκρουσίες, πως « Είναι οδυνηρό… και πρόκληση σε έναν χώρο που γεννήθηκε η δημοκρατία να επιβάλλετε τέτοια μέτρα. … Το άκουσμα της καμπάνας είναι πρόσκληση στους Χριστιανούς, ιδιαίτερα για τους αγρότες να σταθούν, να ανασάνουν, να κάνουν το σταυρό τους και να ξέρουν ότι φτάνει η ώρα της επιστροφής…», όπως διακήρυξε ο Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας Γεώργιος (Βοιωτική Ώρα 17/6/2014).
Θα απαιτήσετε άραγες να σωπάσουν κι οι χαρμόσυνες καμπάνες, της Ανάστασης του Χριστού μας; Και τα νυχτερινά σήμαντρα του Αγίου Όρους;
Μάλλον υπνοβατείτε κύριοι.
*gkamvysellis@yahoo.gr