Ο Οίκος των Μεδίκων (ιταλ.: Medici) ήταν ιταλική οικογένεια τραπεζιτών και πολιτική δυναστεία που εδραίωσε για πρώτη φορά την εξουσία της στη ∆ηµοκρατία της Φλωρεντίας υπό τον Cosimo de’ Medici κατά το πρώτο µισό του 15ου αιώνα. Η προέλευση του ονόµατος είναι αβέβαιη, αν και η λέξη «medici» είναι ο πληθυντικός του «medico», που στα ιταλικά σηµαίνει «γιατρός» [1] και πιθανώς να προέρχεται από την ελληνική λέξη Μήδεια που ενσαρκώνει αλληλοεπιδρούσες δράσεις και πρακτικές [2]. ∆εν ήταν µόνο προστάτες των Τεχνών αλλά πυροδότησαν την Αναγέννηση. Ως εκ τούτου µια σύγκριση µε σηµερινούς πλούσιους ή/και νεόπλουτους παρουσιάζει ενδιαφέρον.
Σε µια από τις βίλες τους, τη Villa di Pratolino που χτίστηκε από τον Francesco de’ Medici, Μεγάλο ∆ούκα της Τοσκάνης στην περιοχή Vaglia, σχεδιάστηκαν κήποι από τον µηχανικό Bernardo Buontalenti. Στους κήπους αυτούς δεσπόζει το µεγαλειώδες γλυπτό του “Κολοσσού των Απέννινων Ορέων” ή “Appennino” όπως αλλιώς τον αποκαλούσαν [3].
Το έργο δηµιουργήθηκε µεταξύ 1579 – 1580 από τον Φλαµανδό καλλιτέχνη Giambologna που σµίλεψε τον γίγαντα τη στιγµή της αφύπνισης ή της γέννησής του, που µε τα 11 µέτρα ύψος αντιπροσωπεύει µια έντονη αν και εξιδανικευµένη εικόνα των ιταλικών Απέννινων Ορέων, µιας οροσειράς στη ραχοκοκαλιά της Ιταλικής Χερσονήσου, από τα οποία πηγάζουν πολλοί ποταµοί, µεταξύ αυτών και οι ποταµοί της Τοσκάνης.
Το τεράστιο αυτό γλυπτό, ο “Κολοσσός” του 16ου αιώνα ενσαρκώνει την άµεση σύνδεση του ανθρώπου µε το βουνό. Η τραχύτητα των Απέννινων αποδόθηκε µε ανθρώπινη µορφή ακριβώς για να µην υποταχθεί κανείς: ούτε το βουνό ούτε ο άνθρωπος. Αυτός ο γίγαντας, που ονοµάστηκε εύστοχα Appennino, αρχικά φαινόταν να αναδύεται από τη θολωτή βραχώδη κόγχη που κάποτε τον περιέβαλλε.
Έχει την όψη ενός ηλικιωµένου άνδρα σκυµµένου στην όχθη µιας λίµνης και περιβάλλεται από άλλα γλυπτά που απεικονίζουν µυθολογικά θέµατα από τις Μεταµορφώσεις του Οβιδίου, όπως ο Πήγασος, ο Παρνασσός ή ο ∆ίας. Πιθανολογείται ότι ο Giambologna εµπνεύστηκε από την περιγραφή ενός Άτλαντα που µοιάζει µε βουνό στις Μεταµορφώσεις του Οβιδίου, όταν σχεδίασε τη µορφή των Απεννίνων [4]. Είναι σκαλισµένος σε ασβεστόλιθο και επενδυµένος µε ασβεστόλιθο, το κατ’ εξοχήν πέτρωµα που δοµεί τα Απέννινα. Το κολοσσιαίο αυτό άγαλµα έκρυβε υπέροχα µυστικά που του έδιναν ζωή: στο εσωτερικό του υπάρχουν σπηλιές,αντιπροσωπευτικές των σπηλαιώσεων των Απέννινων Ορέων.
Μια από αυτές είναι προσβάσιµη από το πίσω µέρος του συγκροτήµατος, συνδέεται µε µια σκάλα µε το διαµέρισµα που δηµιουργείται στο πάνω µέρος του σώµατος και στο κεφάλι, το οποίο παίρνει φως από τα ίδια τα µάτια. Από τις σπηλιές µε αυτοµατισµούς που κινούνται µε νερό, ξεπηδούσαν πίδακες νερού που έλουζαν τους επισκέπτες, όταν οι fontanieri άνοιγαν µυστικές στρόφιγγες, προσφέροντας εντυπωσιακές αντιπαραθέσεις ώστε η Τέχνη και η Τεχνική όχι µόνο να αµβλύνουν αλλά να επευφηµούν τις ακραίες και επικίνδυνες για τον πολιτισµό φυσικές συνθήκες της ατίθασης και άγριας Φύσης. Από την «πηγή – τέρας», αντιπροσωπευτικής των πηγών των Απέννινων µε τις σχετικά µικρές, αλλά περιστασιακά επικίνδυνες πληµµυρικές παροχές, που την κρατούσε µε το αριστερό του χέρι, έρρεε νερό από ένα υπόγειο ρυάκι, υποταγµένο από το ίδιο το βουνό, που τροφοδοτούσε τη µεγάλη λεκάνη στα πόδια του. Αρχικά η λεκάνη αυτή πλαισιωνόταν από µια µεγάλη κόγχη, η οποία κατέρρευσε µε τον καιρό, καταστρέφοντας και τον χώρο που φιλοξενούσε το σιντριβάνι του Tedis.
Σύµφωνα µε τις φήµες, στο κεφάλι της «πηγής τέρατος» υπήρχε και µια καµινάδα, η οποία, όταν άναβαν φωτιά, έβγαζε καπνό σαν από τα ρουθούνια του, που πιθανώς να παραπέµπει στα ενεργά ηφαίστεια της χώρας.
Πίσω από τον Appennino βρισκόταν ο µεγάλος λαβύρινθος, ενώ µπροστά υπήρχε ένας µεγάλος χώρος, στα πλαϊνά του οποίου ήταν τοποθετηµένα είκοσι έξι γλυπτά, που έχουν πλέον χαθεί. Τα σχέδια του Giovanni Guerra και οι γκραβούρες του Heinrich Schickhardt (1558-1635), γερµανού αρχιτέκτονα, από τους πρώτους της αναγεννησιακής περιόδου και του Stefano della Bella µεταφέρουν µε ακρίβεια τη µνήµη της αρχικής εικόνας και της πλούσιας διακόσµησης του Κολοσσού: ο “Appennino” πλαισιωνόταν από ένα γραφικό σκηνικό που θύµιζε το έντονο ανάγλυφο των βραχωδών ορέων. Αυτό που διασώθηκε µετά από πέντε αιώνες, η σηµερινή δηλαδή εικόνα του Appennino οφείλεται ίσως στις µετατροπές που είχε προτείνει ο πρίγκιπας Φερδινάνδο [5,6].
Ας έρθουµε και στα δικά µας..
Γνωρίζει κανείς ένα ανθρώπινο έργο Τέχνης αφιερωµένο στην Οροσειρά της Πίνδου, που διατρέχει ως ραχοκοκαλιά την ηπειρωτική χώρα και από µόνη της αποτελεί ένα µεγαλειώδες φυσικό έργο Τέχνης; Nα µείνω σε αυτήν ως αντιπρόσωπο µικρών και µεγάλων βουνών όλης της χώρας, από τον Έβρο στην Κρήτη και από τα νησιά του Ιονίου στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, όπου οι λαϊκές παραδόσεις κάθε τόπου µε µυριάδες τρόπους εξυµνούν διαχρονικά τις οµορφιές και τις αξίες τους!
Για αυτές τις φυσικές οµορφιές απαράµιλλης οµορφιάς και ανεκτίµητης αξίας, αφού για χρόνια µας «παραµύθιασαν» µε φανταστικές ιστορίες για παρθένα φύση και «απάτητα βουνά» προσγειωθήκαµε σε µια ανείπωτης σε βαναυσότητα απέναντι στις οµορφιές της φύσης πραγµατικότητα: «Η ΡΑΕ έχει δεσµεύσει όλη την κορυφογραµµή της Πίνδου. Προστατευόµενη και µη. Σε 20 χρόνια η Πίνδος και τα Άγραφα θα είναι νεκροταφεία ανεµογεννητριών» [7].
Μια κατάσταση που επεκτάθηκε ως ολέθρια πυρκαγιά σε όλη των ορεινή επικράτεια της χώρας και έφτασε πρόσφατα και στα Λευκά Όρη της ∆υτικής Κρήτης. Με εφήµερα έργα, αντιαναπτυξιακά για τους επιµέρους τόπους, µια χούφτα πολιτικών και επιχειρηµατιών, µέσα από κολοσσιαίες παρεµβάσεις στις προσβάσιµες κορυφογραµµές, προσπαθούν να κερδοσκοπήσουν µε αµφίβολης ποιότητας αναπτυξιακές προτάσεις, παρεµβαίνοντας µε δράσεις και πρακτικές που οδηγούν κοντοπρόθεσµα σε µη αντιστρέψιµες αλλαγές σε ορεινούς τόπους και τοπία.
Μια σύγκριση του παρελθόντος και του µέλλοντος για το θέµα, της αντιµετώπισης των βουνών, όχι µόνο µας τροµάζει, αλλά δηµιουργεί ίλιγγο λογικής…
∆εν αποτελεί εθνική απαίτηση η δίψα για πλουτισµό των ολίγων. Εθνική απαίτηση αποτελεί η αναγκαιότητα να ανοίξει πανεθνικά η συζήτηση για το θέµα των µαζικών µη αντιστρέψιµων αλλοιώσεων, µέσω βίαιων τεχνικών επεµβάσεων και παρεµβάσεων στα ελληνικά βουνά: στα πολιτικά κόµµατα, σε κάθε περιφέρεια, στους δήµους, στα επιµελητήρια, στις γειτονιές, στα πανηγύρια, σε κάθε καφενείο και κάθε παρέα, παντού…
*Ο Μανόλης Μανούτσογλου
είναι Καθηγητής της Σχολής Μηχανικών Ορυκτών Πόρων του Πολυτεχνείου Κρήτης και τέως Κοσµήτορας της Σχολής