Το λεβεντόπουλο. Το Κρητικόπουλο. Ο υπολοχαγός Ν. Κορωνάκης.
Πέφτουν τα κορμιά αμέτρητα στη γη. Αξιωματικοί και οπλίται. Ο Κορωνάκης με εκατόν άνδρας ορμά θυελλώδης κατά τινος δεσπόζοντος σημείου. Οι Τούρκοι το υπερασπίζονται αγρίως. Καταιγίζουν με τα πυρά των το απόσπασμά μας. Ο Κορωνάκης δεν στέκεται. Πάντα εμπρός, με άλματα. Πέφτουν οι άνδρες του σωρηδόν. Του σκοτώνονται οι εβδομήντα. Τραυματίζεται κι ο ίδιος. Μια σφαίρα μπαίνει στο μάτι του. Σκοτίζεται. Ενα σκοτάδι απλώνεται τριγύρω του, που του σκεπάζει όλα. Φίλους, εχθρούς, την επίμαχη θέσι. Μα έχει ο Κορωνάκης κάτι υπεράνθρωπο μέσα του. Και με τους τριάντα που του έμειναν ζωντανοί, με τα σβηστά μάτια, γίνεται κύριος του χαρακώματος.
Και τότε έπεσε.
Τον έφεραν στο Πρόχειρο Ορεινό Χειρουργείο, που ήταν στον μύλο. Ετρεξα κοντά του και του ’σφιξα το χέρι με λόγια γλυκά.
Με γνώρισεν από τη φωνή μου και μου λέγει:
– Το ένα μάτι το ’χασα, το ξέρω. Μα θα σωθή το άλλο.
– Μπα του λέγω, οι γιατροί λένε πως δεν έχασες κανένα μάτι.
– Αδικες παρηγοριές, μου ψιθυρίζει.
Μου ξανασφίγγει το χέρι και φωνάζει δυνατά:
– Καημένε Βενιζέλε, πολεμώ τόσα χρόνια για σένα κι ούτε μια σταλαγματιά αίμα δεν σούδωκα και σου ταίριαζε όλο μου το αίμα…
Κι ήταν γραφτό να βάψω με το αίμα του ματιού μου την πορφύρα του Τυράννου…
– Ανάθεμα… ακούστηκαν κάποιες φωνές μέσα σ’ όλο το Χειρουργείο.
Σημ.: Ο υπολοχαγός πρέπει να ήταν από Χανιά.