Μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες, ιδιαιτέρως επροτιμούσαν οι γονείς να αποχτήσουν αγοράκι και ενώ τότε δεν ξέραμε τι θα βγει, μέχρι να το δουν, μόλις το έβλεπαν αγοράκι έριχναν χαρμόσυνους πυροβολισμούς και οργανώνανε γλέντια, κάτι που δεν συνέβαινε αν ερχόταν κοριτσάκι. Μια σχετική ευχή που έδιναν κατά την πρόποση στις κτηνοτροφικές περιφέρειες: «Θηλυκά στα ζα μας και σερνικά στα σπίθια μας». Επίσης και μια “παρηγορητική” παροιμία στο σπίτι που είχαν την “ατυχία” να μην τους έρθει αγοράκι: «Νερό στον ποταμό κι ας είναι θολό» (1) λέγανε μεταφορικά, «είσαι τουλάχιστο καλύτερος από τον άτεκνο». Ακουσα προ 80 χρόνια μια κατάρα που την προσφέρανε σαν ευχή.
Σε ένα σπίτι που είχε πολλά κοριτσάκια ήρθε ακόμα ένα κοριτσάκι και μια γριούλα δεν ευχήθηκε να ζήσει και να είναι καλότυχο, μα ακούσετε τι είπε: «Να το βαφτίσετε και να πάρει τα ματάκια του να φύγει!!!». Ετσι τη βλέπανε τη γυναίκα τότε, μα δεν ήτανε μόνο θέμα νοοτροπίας, ήτανε και εντελώς διαφορετική η θέση του άντρα από της γυναίκας διότι τότε:
1) O άνδρας ήτανε παραγωγικό άτομο, ενώ η γυναίκα δεν εσυνηθίζετο να κάνει πολλά πράγματα, 2) σε περίπτωση αντιπαράθεσης της οικογένειας με άλλη οικογένεια η γυναίκα δε μπορούσε να αντισταθεί αποτελεσματικά, 3) ο άντρας, αν θα έκανε οικογένεια, θα μεγάλωνε το σόι, μα η γυναίκα άλλο σόι θα εμεγάλωνε, 4) ήτανε λεπτή η θέση της γυναίκας και το σφάλμα της ή η προσβολή της είχε βαρύτητα, πιο πολύ από ό,τι στον άντρα, αν συνέβαινε, 5) και στον άνθρωπο μετρά η περίπτωση της προσφοράς και της ζήτησης.
Οι άντρες εσκοτώνονταν στους πολέμους, εσκοτώνονταν μεταξύ τους, εσκοτώνονταν κυρίως άντρες στα δυστυχήματα και περισσεύανε κατά πολύ οι γυναίκες, οπότε πολλές αξιόλογες γυναίκες μένανε στο ράφι. Και ακόμα χάριν της υπερπροσφοράς δε βρίσκανε την αξία τους. Από το ίδιο σπίτι οι κοπελιές πηγαίνανε νύφες σε ταπεινές οικογένειες, ενώ τα αδέλφια τους παίρνανε “καλόσειρες” νύφες, 6) η γυναίκα στη ζωή είχε λιγότερα δικαιώματα. Δεν είχε ψήφο. Δεν ήτανε ανεξάρτητο άτομο. Την προξενεύανε και δεν τη ρωτούσανε, μα άμα τελείωνε το προξενιό της, το ανακοινώνανε: «Ετελειώσαμε το προξενιό σου και θα σε δώσουμε του τάδε».
Τη γυναίκα τη θέλανε για σύζυγο και για μητέρα, για κόρη και για αδελφή ήτανε ανεπιθύμητη, αν ετύχαινε όμως, την είχανε σε υπόληψη. Δεν τη στέλνανε να ζευγαρίζει, δε τη στέλνανε να βόσκει, δε τη στέλνανε να φέρει ξύλα και φροντίζανε να είναι καλοντυμένες οι κοπελιές. Η ζωή της γυναίκας ήτανε κλειστή. Δεν ήταν καλό να τη χαρακτηρίζουνε “χωριογύρα”. Συχνά μια κοπέλα ήθελε να πάει στο νερό, όχι μόνο που το χρειάζονταν, μα θα έκανε μια δικαιολογημένη “απόδραση”. Να δει και να τη δούνε, να δει άλλες γυναίκες στην πηγή, να συζητήσει, να κουτσομπολέψει, να ξεδώσει λίγο. Θα μπορούσες να δεις, να συναντηθούν στο δρόμο δύο κοπέλες, η μια να πηγαίνει για νερό με άδεια στάμνα μα η άλλη να γυρίζει με γεμάτη στάμνα και σε αυτή τη στάση να τα λένε ένα τέταρτο της ώρας.
Στις εκδηλώσεις η γυναίκα είχε μειωμένη συμμετοχή, στους γάμους που τότε πηγαίναμε με πόδια και με υποζύγια, για τους άντρες δεν υπήρχε περιορισμός. Οι γυναίκες όμως μπορούσανε να είναι μέχρι 15 όπου τις υποδείκνυε το περιβάλλον του γαμπρού. Τις λέγαμε “συνοπάρτουσες” και υποχρεωτικά πήγαιναν καβάλα σε ζώο και υποχρεωτικά επίσης έσερναν τιμητικά το ζώο ένας δικός τους, ο “καβαλιέρος”. Στις συντεκνιές και στις κουμπαριές πηγαίναμε μόνο άντρες. Στις εκδηλώσεις σπάνια να τραγουδήσει γυναίκα, εκυριαρχούσανε όμως στον χορό, σε αριθμό, όχι σε πρωτοβουλία.
Μέχρι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η γυναίκα ήτανε καθηλωμένη στη βάρβαρη νοοτροπία και δε μπορούσε ούτε την εαυτή της να αξιοποιήσει και ούτε στην οικογένειά της και στην κοινωνία δεν προσέφερνε αυτά που μπορούσε να προσφέρει. Σήμερα όμως συμπορεύεται με τον άντρα σε όλα τα επαγγέλματα ως ίση προς ίσον, όπως το δικαιούται.
(1) Πολλές παροιμίες τις χρησιμοποιούμε μεταφορικά, όπως στην περίπτωσή μας «νερό στον ποταμό κι ας είναι θολό». Θα ήθελα να κάνω μια ανάλυση στην παραπάνω παροιμία για την αρχική της μορφή. Μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια κάναμε σε πολλούς τομείς πρωτόγονη ή ημιπρωτόγονη ζωή. Ακόμα και τα πολύ φτηνά πράγματα τα υστερούμαστε. Ενώ διασχίζαμε δρόμους πολλών χιλιομέτρων δεν είχαμε ούτε ένα παγουράκι να κρατούμε λίγο νερό. Συχνά και εγώ ήπια νερό από τη γούρνα που ποτίζανε τα πρόβατα ή από αρολίθους (λακκάκια που έχουν από τη φύση κάποιες πέτρες) και από ρυάκια. Από το ίδιο νερό που πίνανε τα κοράκια, τα φίδια, οι ασβοί και όλα τα διψασμένα. Η ανάγκη είναι πιο δυνατή από το καθήκον, από τα συναισθήματα και από την ιδέα ότι δεν είναι καθαρό το νερό που μπορείς να πιεις όταν διψάς πολύ. Στη μεγάλη δίψα μας αρκούσε να βρούμε νερό «κι ας ήταν θολό» ή και ας ήταν «αποπίδι» διάφορων ζώων.