Κυριακή, 6 Οκτωβρίου, 2024

Ο Κουντουροσήφης και πώς έφυγε από την Ασηγωνιά

Οι Κουντούρηδες, όπως οι περισσότερες οικογένειες της Ασηγωνιάς, φαίνεται από μαρτυρίες, πως ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ, μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη.
O  φίλος μου ο Κουντουρογιάννης, που διατηρεί έναν φούρνο στο Περαχώρι, μου είχε πει μια παλιά ιστορία, το περασμένο καλοκαίρι, και την κατέγραψα. Μου είχε πει, λοιπόν, πως σε κάποια παλιά εποχή, υποθέτω μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη, που οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τα Σφακιά, μια Ασηγωνιώτισσα με τον άνδρα της, και με γαμπρούς και νύφες, από την οικογένεια των Πετρηδων, θέριζαν ένα σπαρμένο στην “Κεφάλα” από πίσω. Ξαφνικά, η Πέτραινα, πετά το δρεπάνι και φωνιάζει:
– Όφου γειάε μια γκοπελιά, και γλακά όθεν  εμάς!
Δεν πρόλαβε να τελειώσει, και σχεδόν ξεψυχισμένη κατέφθασε κοντά της μια γκοπελιά, με κουρελιασμένα ρούχα και ξεπαπούτσωτη! Ηταν σαν να την ζυγώνανε – κυνηγούσαν. Μόλις ήρθε κοντά της, την αγκάλιασε και μάλιστα της έδωσε και έναν μποξά – σάλι, να καλύψει τη γδύμια της.
Οι δυο άνδρες της παρέας, μόλις είδαν τους Τούρκους να πλησιάζουν, αδράξαν τα γεμάτα μαρτίνια τους, πήγαν πίσω από ένα τεράστιο χαράκι και σημάδευαν τους Τούρκους που πλησίαζαν.
– Είδετε μια γκοπελιά απού γκλάκουνε όθεν  επά; ρώτησαν την Πέτραινα.
– Οϊ, κιαμιά γκοπελιά δεν είδα, τους απάντησε.
Οι Τούρκοι, πρόσεξαν τις μαύρες κάννες των τουφεκιών που τους σημάδευαν και:
– Ε, καλά αφού δεν την είδετε… και έφυγαν.
Η κοπελιά αυτή ήταν Κουντουροπούλα και παντρεύτηκε από την Ασηγωνιά. Ισως -δεν είμαι βέβαιος- πως την πήρε κάποιος από τσοι Πατέρηδες. Ο αδελφός της, ήρθε, παντρεύτηκε κι αυτός και εγκαταστάθηκε επίσης, στην Ασηγωνιά. Ξέρω πως ο Κουντουροκανάκης ήταν γαμπρός του Αρχηγού Πετρονικόλα.
Κάπως έτσι είχε η παλιά ιστορία. Εγώ βέβαια, αυτά που γράφω, δεν τα βρήκα πουθενά γραμμένα, απλά τα καταγράφω, όπως μου τα είπαν, και σας τα μεταφέρω.
Ετσι και τώρα στο Καφενείο, παρακίνησα τον Πέτρο τον Πετράκη, του Σηφάκη, να μου πει μια ιστορία, που ξέρω πως την ξέρει και ο ίδιος και δηλώνει πως «δεν την κατένε πολλοί».
– Γειάε, δε θα φύγεις από πα, α δε μου πεις την ιστορία και ας εμεσημέριασένε! Α δε μου τηνε πεις, δε σε αφήνω να φύγεις κι ας κρυγιάνει το φαητό σου, και θα φάει μοναχή τζη η Στελιανή!
– Ναι, εδά θα σου τα πω, όπως μου τα ‘πε ο γέρω Μπλυμογιάννης ο Περαχωριανός, άπου του κουβάλιενε φαητό στο “Στραβόρουμα”, στο Καταγόρη, και ήτανε δεύτεροι ξαδέρφοι. Ο Κουντουροσήφης, είχε ένα αρκετά μεγάλο κοπάδι αίγες, που τις είχε πάει σε ένα κοντινό κατωμερίτικο χωριό να τσοι ξεχειμωνιάσει, όπως έκαναν εκείνη την εποχή όλοι οι Ασηγωνιώτες βοσκοί. Όμως το χειμαδιό που είχε παχτώσει – ενοικιάσει, ήταν μικρό και οι αίγες άγριες. Φαίνεται, λοιπόν, πως “επισκέπτονταν” συχνά και τα διπλανά κτήματα.
Μερικοί από τους γειτόνους είχαν κατανόηση και έκαναν υπομονή, μέχρι να έρθει η Ανοιξη, να λιώσουν τα χιόνια από την Μαδάρα, να τις πάρει και να φύγει. Ομως, κάποιος αρκετά δύστροπος, τον πήγαινε αρκετά συχνά στο Αγροδικείο, που δεν χωράτευε και κάθε φορά τον καταδίκαζε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό.
Το διηγόταν λοιπόν, όταν επέστρεψε την Ανοιξη στο χωριό, στον φίλο του τον Μελαδαντρουλή που τον έλεγαν και Ακώνη.
– Εκατάστρεψέ με ο κερατάς με τσοι μηνύσεις, μόνο άντες να του πάρωμενε τα βούγια – βόδια!
Πράγματι, ετοιμάστηκαν μια ασέληνη νύχτα και πήγαν. Ομως τους πήραν χαμπάρι και τους επιτέθηκαν με μαχαίρια. Μια άγρια συμπλοκή επακολούθησε με αποτέλεσμα να τραυματίσουν θανάσιμα κάποιον, και να τραυματισθεί επίσης και ο Σήφης, αρκετά σοβαρά με μια μαχαιριά, που παραλίγο αποβεί μοιραία για τη ζωή του.
Η μαχαιριά ήταν βαθιά και το αίμα έτρεχε ποτάμι! Ομως μπόρεσε και την έδεσε πρόχειρα. Παράτησαν τα βούγια και έφυγαν για την Ασηγωνιά. Τις επόμενες ημέρες ήρθε η Αστυνομία και έψαχνε τον τραυματία. Με τον τρόπο του αποκλεισμού, κατάλαβαν ποιος ήταν ο φονιάς, αφού ήταν ο μοναδικός που δεν πήγε, όταν κάλεσαν οι Αστυνομικοί όλους τους νέους του χωριού.
Βέβαια, ο Σήφης το κατάλαβε εγκαίρως και φυγοδικούσε στο Καταγόρι, σε μια σπηλιά στο Στραβόρουμα. Εδώ φυγοδικούσε ο Κουντουροσήφης ένα αρκετά μεγάλο διάστημα.
Εκείνη την εποχή, όπως με διαβεβαίωσε ο Πέτρος, “ήτανε ζαμπιτιλίκι” – δηλαδή δεν έκανε ο καθένας ό,τι ήθελε. Φυγοδικούσε λοιπόν, μέχρι που τα πρωτοξαδέλφια του οι Πετρήδες, του βρήκαν κάποιο καΐκι από την Γεωργιούπολη και έφυγε για την Αθήνα, που ήταν άλλο κράτος…
Δεν έμεινε όμως στην Αθήνα για πολύ. Πήγε και παντρεύτηκε στα Κιούρκα κάποια ντόπια κοπελιά. Αργότερα, έλαβε μέρος σαν υπαρχηγός, στο σώμα του Παύλου Γύπαρη, στον Μακεδονικό αγώνα. Μάλιστα τραυματίστηκε αρκετά σοβαρά στη μάχη στο Μουρίκι, στο χωριό Βλάστη. Στην ίδια μάχη σκοτώθηκε και ο χωριανός μας, ο Κουτσουδομανούσος.
Εμεινε, λοιπόν, και παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στη νέα του πατρίδα. Είχα ακούσει, πριν από αρκετά χρόνια, μια ιστορία που τον αφορούσε. Ηταν τότε που την ύπαιθρο την λυμαίνονταν οι ληστές. Επιασε ή σκότωσε κάποιον επικίνδυνο ληστή και τον παρέδωσε στην Αστυνομία της Κηφισιάς. Λένε πως πήρε ένα σεβαστό ποσό για την εποχή.
Όσο ζούσε στα Κιούρκα, το σπίτι του ήταν μια όαση και ένα καταφύγιο για τους Ασηγωνιώτες που περνούσαν από κει. Μεγάλη βοήθεια δέχτηκαν οι στρατιώτες που επέστρεφαν από την Αλβανία.
Ηταν τότε που μερικές δεκάδες Ασηγωνιωτάκια επέστρεφαν από τον πόλεμο, πεινασμένοι και ταλαιπωρημένοι. Κατέφευγαν στο σπίτι του μπάρμπα Σήφη για ν’ ανασάνουν και να πάρουν δυνάμεις να συνεχίσουν για την Κρήτη.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα