Χρόνια και χρόνια, ο μπάρμπα Ηλίας τέτοια εποχή, αρχές του φθινοπώρου, έπαιρνε μαζί με την γυναίκα του την κυρά Κατίνα – όπως την έλεγε από την μέρα που ορκίστηκαν ο ένας στον άλλο ενώπιον ανθρώπων και του Θεού αιώνια αγάπη – έπαιρνε επαναλαμβάνω τον προικισμένο με τεράστια υπομονή γάιδαρό του και άρχιζε την συγκομιδή του ευλογημένου καρπού της ελιάς πέρα στον μεγάλο γκρεμό. Eίχε δεν είχε βεντέμα, το πρώτο πράγμα που έκανε όταν έφθανε στο χωράφι, πριν ασχοληθεί με τίποτα άλλο, ήταν να σηκώσει τα μάτια του ψηλά προς τον ουρανό και να ευχαριστήσει το Μεγαλοδύναμο για την μεγαλοψυχία του και που του έκανε τη χάρη να βγει και κείνη τη χρονιά στο λιομάζωμα. Το ίδιο έκανε και η κυρά Κατίνα. Στη συνέχεια, εφόσον πρώτα ταχτοποιούσαν τα λιγοστά πράγματά τους στη ρίζα μιας ελιάς, έδενε ο κυρ Ηλίας το γάιδαρό του στο ανοιχτό χωράφι το πλούσιο σε αγριόχορτα να βοσκίσει, έδενε και τη μοναδική κατσίκα του λίγο πιο πέρα και κατόπιν άρχιζαν και οι δυο μαζί ή να ραβδίζουν τον καρπό πάνω από το δέντρο – και αυτό γινότανε στις λιανές ελιές – ή άρχιζαν να μαζεύουν τον καρπό από τις τσουνάτες ελιές, τον πεσμένο κάτω στο χώμα. Δύσκολη δουλειά η περισυλλογή του ελαιοκάρπου ‘κείνες τις παλιές εποχές. Μήτε ραβδιστικά υπήρχαν τότε, μήτε δίχτυα, μήτε παλέτσες. Φτωχικά χρόνια, αλλά οι καρδιές των περισσότερων ανθρώπων γιομάτες με αγάπη και με μύρια άλλα ευγενικά χαρίσματα. Τώρα, ο κυρ Ηλίας με την κυρά Κατίνα ακολούθησαν το δρόμο που η φύση έχει χαράζει ν’ ακολουθούν όλα τα ζωντανά πλάσματα της γης. Απόκτησαν δύο παιδιά, αν και ήθελαν ν’ αποκτήσουν περισσότερα, αλλά ο Μεγαλοδύναμος, για λόγους που εκείνος μόνο ήξερε, δεν τους έστειλε κι άλλα. Δεν βαριγκόμισαν όμως ποτέ. Ευχαριστούσαν τον Μεγαλοδύναμο που τους αξίωσε να κρατήσουν στα χέρια τους τα δύο τους παιδιά, τον Χρήστο τους και την Καλλιόπη τους. Τα μεγάλωσαν τα παιδιά τους με αξιοπρέπεια, δίνοντάς τους χριστιανικές αρχές, δίχως άλλους οικονομικούς πόρους εκτός από τα χρήματα που εξοικονομούσαν πουλώντας το λάδι που παρήγαγαν από τοις ελιές τους. Όσο όμως μεγάλωναν τα παιδιά μεγάλωναν και τα έξοδα. Κι ενώ τα χρόνια βάραιναν όλο και περισσότερο τις πλάτες του κυρ Ηλία και της κυρά Κατίνας, για να τα βγάλουν πέρα, μάζευαν και αλλωνών χωριανών κι όχι μόνο ελιές και πολλές φορές με πολύ άδικη μοιρασιά του καρπού. Πέντε καλάθια ελιές το αφεντικό ένα ο κυρ Ηλίας και η κυρά Κατίνα. Τι μπορούσαν όμως να κάνουν εκτός από υπομονή; Άδικες, πολύ άδικες μοιρασιές. Βλέπετε, η φτώχια κανονίζει τις αναλογίες και οι πλούσιοι, όπως γίνεται από καταβολής κόσμου, εκμεταλλεύονται την ανέχεια των πολλών. Για να λέμε όμως και του στραβού το δίκιο, δεν ήταν όλοι σκληροί και εκμεταλλευτές οι πλούσιοι. Υπήρχαν και εξαιρέσεις, ελάχιστες, αλλά υπήρχαν. Έτσι, με πολλές δικές τους στερήσεις μεγάλωσαν τα παιδιά τους ο κυρ Ηλίας και η κυρά Κατίνα. Τα έστειλαν και στο γυμνάσιο της κοντινής κωμόπολης, οχτώ χιλιόμετρα μακριά από το μικρό τους χωριό. Τα παιδιά όμως, ο Χρήστος και η Καλλιόπη, μεγαλωμένα στο μικρό τους χωριό βλέποντας την υπεράνθρωπη προσπάθεια των γονιών τους, αποφάσισαν να πηγαινοέρχονται με τα πόδια στο γυμνάσιο γλυτώνοντας με την ταλαιπωρία τους αυτή τα όποια χρήματα του ενοικίου και τα χρήματα του φαγητού και λοιπών εξόδων. Κι έτσι σιγά – σιγά πέρασαν τα χρόνια, έβγαλαν το γυμνάσιο και μάλιστα με άριστα. Ο Χρήστος ήθελε μεν να πάει στο Πανεπιστήμιο, αλλά το έβλεπε ότι ήταν πολύ δύσκολο να γίνει κάτι τέτοιο – λόγω οικονομικών δυσκολιών – κι αποφάσισε να ακολουθήσει το επάγγελμα του αστυνομικού και αυτό έκανε που δεν χρειαζότανε πολλά χρήματα. Η Καλλιόπη διάλεξε έναν… ή μάλλον ο έρωτας, αυτός ο παμπόνηρος γιος της Αφροδίτης, άλλαξε τα πρώτα της σχέδια και μόλις τελείωσε το γυμνάσιο γνώρισε έναν όμορφο κοντοχωριανό της, τον ερωτεύτηκε και απόθεσε όλα τα άλλα όνειρα που πρώτα έπλαθε σε μια γωνιά της καρδιά της, μαντάλωσε κι όλα τα βιβλία της σε ένα παλιό μπαούλο της μακαρίτισσας της γιαγιάς της και άνοιξε δικό της καλύβι, όπως συνήθως λέγεται στα χωριά της Ρούμελης της ιδιαιτέρας μου πατρίδας. Κι έμειναν πάλι οι δυο γονείς έρμοι στο σπιτικό τους αναπολώντας τα παλιά, τα περασμένα χρόνια, παρακαλώντας το Θεό να δούνε τον καρπό τους να βγάζει ρίζες και κορμό, μ’ ανθούς πάνω στα κλώνια, όπως μας λέει ο ποιητής. Τέλος, ο κυρ Ηλίας και η κυρά Κατίνα καμάρωναν τα παιδιά τους, είδαν κι εγγόνια από την Καλλιόπη τους, αλλά εκείνοι δεν άλλαξαν τις συνήθειες τους. Εξακολουθούσαν να μαζεύουν τις ελιές τους μέχρι τα βαθιά τους γεράματα, με το παραδοσιακό τρόπο, ευχαριστώντας το Μεγαλοδύναμο. Ο κύκλος όμως της ζωής όλων των ζωντανών όντων πάνω στην γη, κατ’ εντολή του Μεγαλοδύναμου, κάποια στιγμή κλείνει. Έτσι και ο κύκλος του κυρ Ηλία, κάποιο φθινοπωρινό πρωινό που οι εναπομείναντες στο μικρό χωριό ετοιμαζότανε για την συγκομιδή του ελαιοκάρπου, έκλεισε. Πρόλαβε όμως πριν σφαλίσουν τα μάτια του για πάντα κι είπε στο Χρήστο του και στην Καλλιόπη του: «Να προσέχετε παιδιά μου την μανούλα σας και να μην αφήσετε να χερσώσει ο τόπος σας και να μην αφήσετε τις ελιές σας να ξεραθούν…» και με το «ξεραθούν» τα θολωμένα γέρικα μάτια του έκλεισαν, ενώ στα χείλη του ζωγραφίστηκε ένα γλυκό χαμόγελο. *Ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής είναι συγγραφέας – ποιητής, μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων