Ξύπνησε πολύ πρωί η κυρά Σπύραινα κείνη τη μέρα, χαράματα ακόμα και μη μπορώντας να καθίσει άλλο ξαπλωμένη στο σανιδένιο μικρό κρεβατάκι της το τοποθετημένο πριν από πολλά – πολλά χρόνια κοντά στην παραστιά και νιώθοντας να πονάνε όλοι οι αρμοί του ισχνού γέρικου κορμιού της σηκώθηκε.
Στην κρεβατοκάμαρα που κοιμότανε για πάνω από πενήντα χρόνια με τον σύζυγό της τον Σπύρο τα τελευταία χρόνια δεν έβρισκε κανένα λόγο – έλεγε – να πάει να κοιμηθεί εκεί. Ήταν καλύτερα – έλεγε – να κοιμάται κοντά στην παραστιά, έχοντας πλάι της την ζεστασιά από τα αναμμένα ξύλα του τζακιού του σπιτιού της. Κι αν καμιά φορά της έλεγε ο άνδρα της ‘’έλα μέσα να κοιμηθείς’’ κι εννοούσε στην κρεβατοκάμαρά τους, εκείνη έλεγε ‘’τράβα να πλαγιάσεις εσύ κι άσε με εμένα’’.
Τα παιδιά της, ένα αγόρι και μια θυγατέρα, είχαν φύγει από το πατρικό τους πριν από αρκετά χρόνια. Η κόρη της ο Αλεξάνδρα είχε παντρευτεί πριν από δεκαπέντε χρόνια σε ένα άλλο χωριό και ο Γιώργος της και κείνος είχε ανοίξει δικό του κονάκι κατά το κοινώς λεγόμενο και είχε μετακομίσει στην άλλη άκρη του χωριού, στο δικό του σπίτι μαζί με την οικογένειά του, την γυναίκα του και το Σπύρο του. Το σπίτι βέβαια το είχε χτίσει ο πατέρας του.
Τώρα, η αλήθεια είναι ότι πάλεψε πολύ να μεγαλώσει τα παιδιά της, δουλεύοντας, σπέρνοντας εκείνη τα χωράφια, ενώ ο άνδρας της, χτίστης στο επάγγελμα, δεν του έμενε και πολύς χρόνος να ασχοληθεί με την σπορά των λίγων χωραφιών και την περιποίηση του κήπου τους. Έβγαζε όμως πολλά χρήματα ο Σπύρος και δεν τον συνέφερνε – έλεγε – να κρεμάσει το μυστρί του σε κάποιο μαδέρι και να ασχοληθεί με την γεωργία. Η γυναίκα του όμως γκρίνιαζε γιατί πολλές φορές ο Σπύρος ο άνδρας της έφευγε από το χωριό κυνηγώντας το μεροκάματο και στα γύρω χωριά, απουσιάζοντας από το σπίτι και έναν ολόκληρο μήνα πολλές φορές. Όσα όμως χρήματα κι αν πήγαινε στο σπίτι για την Κατερίνα – έτσι την έλεγαν την Σπύραινα – ποτέ δεν ήταν ικανοποιημένη. Συνέχεια του γκρίνιαζε και ποτέ δεν έβρισκε λίγη γαλήνη ο δόλιος ο Σπύρος.
«Φεύγεις και με παρατάς μονάχη μου με δυο κουτσούβελα – έτσι τα είχε ‘’βαφτίσει’’ τα παιδιά τους – κι άιντε να τα βγάλω πέρα μονάχη μου. Τι να πρωτοκάνω;» του έλεγε, «Να μεγαλώνω παιδιά, να σπέρνω τα χωράφια, να ταΐζω τα ζωντανά, να φυτεύω τον κήπο; Τι να πρωτοκάνω βρε αχαΐρευτε…» του έλεγε συνέχεια όσες μέρες τύχαινε ο δόλιος ο Σπύρος να μην έχει δουλειά κι εκ των πραγμάτων καθότανε στο σπίτι του.
«Βρε Κατερίνα…» της έλεγε ο δόλιος ο Σπύρος, «…τι να κάνω; Αν δεν δουλέψω τη δουλειά που ξέρω καλά να κάνω πως θα ζήσουμε; Πως θα φτιάξουμε προίκα για την κόρη μας; Πως θα σπουδάσει, αν θέλει, ο Γιώργος μας; Ε; πως; Με χίλιες οκάδες σιτάρι που κάνουμε το χρόνο και με δέκα οκάδες ντομάτες; Ε; πως;» και συνέχιζε, προσπαθώντας να καταπραΰνει τα νεύρα της συζύγου του.
Η Κατερίνα όμως δεν έλεγε με τίποτα να σταματήσει επί τέλους τη γκρίνια της και τα παράπονα που έλεγε ότι είχε από τον άνδρα της. Έτσι, με γκρίνια και με παράπονα, που δεν υπάρχει αριθμός πόσα ήταν, περνούσαν τα χρόνια του δόλιου του Σπύρου. Αλλά χρόνο με το χρόνο συνήθισε αυτόν τον τρόπο ζωής και δεν έδινε δεκάρα για τα όσα του αράδιαζε η συμβία του. Τα παιδιά όμως μεγαλώνοντας κι ενώ στα πρώτα χρόνια έπαιρναν το μέρος της μάνας κατάλαβαν ότι ο πατέρας τους είχε δίκιο κι όχι η μητέρα τους.
«Βρε μάνα…» της έλεγε ο Γιώργος που ήταν ο μεγαλύτερος, «…τι έχεις και όλο γκρινιάζεις και δεν χρωστάς καλή κουβέντα στον πατέρα μου; Όλα τ’ αγαθά του Θεού σου φέρνει δουλεύοντας ο δόλιος τόσο σκληρή δουλειά κι εσύ αντί να τον ευχαριστείς του γκρινιάζεις κι από πάνω. Προχθές που έφευγε για την δουλειά στο διπλανό χωριό, φεύγοντας, μη νομίζεις ότι δεν σε άκουσα τι του είπες όταν απομακρύνθηκε από την αυλή. Του είπες μουλωχτά – μουλωχτά να πας στον αγύριστο. Ε; Αυτό δεν του είπες; Ε;
Τι ήταν να το πει αυτό ο δόλιος ο Γιώργος! Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε.
«Άι να χαθείς παλιόπαιδο…» λέει στο παιδί, «κρύβεσαι και κρυφακούς; Άι να χαθείς που θα με διατάξεις εσύ πως να φέρομαι στον πατέρα σου».
Κλείνοντας τα δεκαέξι χρόνια της η Αλεξάνδρα, βρέθηκε ένας καλός γαμπρός και παντρεύτηκε, ενώ ο πατέρας της της έδωσε μια αξιοζήλευτη προίκα. Ο δε Γιώργος δεν τα ‘’έπαιρνε’’ τα γράμματα το παιδί κι ακολούθησε την τέχνη του πατέρα του. Κι η αλήθεια είναι ότι πρόκοψε ο άνθρωπος. Ακόμα και τότε που παντρεύτηκε η Αλεξάνδρα, ακόμα κι ας έβλεπε ότι η δουλειά του άνδρα της ήταν εκείνη που της εξασφάλισε με την προίκα της μια πολύ καλή ζωή, πάλι δεν ήταν ικανοποιημένη. Δεν χρώσταγε και τότε ακόμα καλή κουβέντα στον δόλιο τον Σπύρο.
Τώρα όταν παντρεύτηκε ο Γιώργος κι αποτραβήχτηκε στο δικό του σπίτι, κάνοντας δική του οικογένεια, τότε και μόνο τότε σε έναν τσακωμό τους ο Σπύρος αγανακτισμένος της είπε:
«Τι να κάνω ο άμοιρος! Ήξερα από χρόνια τι έπρεπε να κάνω… αλλά… είχα τα παιδιά. Αλλιώς θα σου έλεγα εγώ τι καπνό θα φούμαρες. Όμως πρόσεξε μην ξυπνήσεις καμιάν αυγή και δεις ότι έχεις απομείνεις μοναχή. Τότε θα ιδείς πόσο αχαΐρευτος είμαι, μέδουσα… ω μέδουσα. Ανευχαρίστητε άνθρωπε, αχάριστη… ω αχάριστη».
Από κείνη τη μέρα και μετά η Σπύραινα δεν ξαναπάτησε πλέον το πόδι της στην κρεβατοκάμαρα της ούτε καν να την συγυρίζει. Εν το μεταξύ, ο Σπύρος ο άνδρας της, εκείνος ο δεύτερος Ιώβ στην υπομονή, είχε μεγαλώσει και είχε αραιώσει πάρα πολύ την εργασία του.
«Άλλωστε – έλεγε – τα παιδιά μου τα αποκατέστησα, τα πάντρεψα και δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να τσακίσω τα κόκαλά μου περισσότερο».
Τώρα, περνούσε τις ώρες του όπως οι άλλοι χωριανοί συνομήλικοί του, κάνοντας διάφορα κουτσμαντάλια – δηλαδή μικροδιορθώσεις κατοικιών ή στάβλων – που τα χωριά δεν έχουν τελειωμό.
Η σύζυγος του όμως δεν έλεγε να κόψει το χούι της γκρίνιας. Αναίτια, πολλές φορές του γκρίνιαζε για ασήμαντα πράγματα, ώσπου μια βραδιά έγινε ο μεγάλος τσακωμός και συγκεκριμένα την παραμονή της γιορτής του Αγίου Ανδρέα. Θέλησε ο δόλιος ο Σπύρος να το ρίξει έξω και έκανε το σφάλμα να πάει στο μεγάλο καφενείο του χωριού να πιεί και κείνος ένα τσίπουρο. Το ένα όμως τσίπουρο έγιναν δύο… τρία… είχε και καλή παρέα και το ‘ριξε έξω ο άνθρωπος. Άργησε όμως να επιστρέψει στο σπίτι, είχαν περάσει πλέον τα μεσάνυχτα, όταν έβαλε το κλειδί στην πόρτα να την ανοίξει για να μπει μέσα. Την πόρτα ήξερε ότι η συμβία του σίγουρα θα την κλείδωνε γι’ αυτό όταν έφυγε το σούρουπο είχε πάρει το κλειδί μαζί του.
Τώρα, όταν άκουσε η ξάγρυπνη Κατερίνα να βάζει το κλειδί στην πόρτα και μπαίνοντας μέσα ο Σπύρος, σηκώνεται όρθια από ο σκαμνί που καθότανε και με ύφος αγριεμένης λύκαινας του λέει:
«Τι ώρα είναι αυτή που γύρισες βρε μεθύστακα;»
Προφανώς οσφρίστηκε την μυρωδιά από το τσίπουρο που είχε πιεί και συνέχισε με φωνή τρεμάμενη από τα νεύρα της:
«Βρε αχαΐρευτε, όταν ήσουν νιος έφευγες και γυρνούσες στα χωριά και με παράταγες μοναχή μου. Τώρα που ξεκούτιασες θα με παρατάς μοναχή μπεκροπίνοντας;»
Ο δόλιος ο Σπύρος μάλλον περίμενε ότι κάπως έτσι θα ήταν η αντίδραση της Κατερίνας και δεν είπε τίποτα απολύτως. Στην σιωπή δε του Σπύρου η Κατερίνα νεύριασε πολύ περισσότερο και του λέει:
«Αυτή τη φορά πρόλαβες και πήρες το κλειδί, την άλλη φορά όμως δεν θα το βρεις. Θα σε κλειδώσω έξω κακομοίρη μου και θα πεθάνεις από το κρύο».
Ο Σπύρος και αυτή τη φορά δεν είπε τίποτα κι αποτραβήχτηκε στο κρεβατάκι του να περάσει την υπόλοιπη νύχτα ευχαριστημένος κάτω από τις ζεστές κουβέρτες του. Άλλωστε, τη μοναξιά την είχε πλέον συνηθίσει και κείνη!
Έτσι πέρασε μια βδομάδα περίπου ώσπου ήρθε κείνη η βραδιά που γράφουμε στην αρχή, που η Σπύραινα, κείνος ο πολύ ιδιόρρυθμος άνθρωπος, ξύπνησε χαράματα και περνώντας έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας για να πάει, όπως αυτό έκανε χρόνια τώρα, να παχνιάσει τα ζώα, να ταΐσει τις κότες, ή να πάρει ξύλα για το τζάκι. Δεν άκουσε μήτε ροχαλητό από τον άνδρα της μήτε είδε τίποτα που να μαρτυράει ότι βρισκότανε εκεί. Τότε ανοίγει την πόρτα, γιατί και κείνη ήταν κλειστή και βλέπει έκπληκτη το κρεβάτι άθικτο.
«Μπα – είπε – πότε ξύπνησε ο αχαΐρευτος και δεν το κατάλαβα εγώ;» και συνέχισε:
«Που στα κομμάτια να έχει πάει τέτοια ώρα;»
Όσο όμως η ώρα περνούσε και ο Σπύρος δεν έδινε κανένα σημάδι ζωής ανησύχησε και άρχισε να ψάχνει τα πιθανά μέρη που θα τον έβρισκε. Πρώτα – πρώτα πήγε στο στάβλο κι αφού δεν τον βρίσκει εκεί περίμενε λίγο νομίζοντας ότι θα τον έβλεπε να βγαίνει από την πρόχειρη, έξω στο γιούρτι, τουαλέτα. Τίποτα… πουθενά να φανεί ο Σπύρος. Τότε έκανε τον σταυρό της και είπε:
«Που στον άνεμο έχει πάει Μεγαλοδύναμέ μου! Άνοιξε η γης και τον κατάπιε;»
Το πολύ κρύο όμως την ανάγκασε και μπήκε πάλι μέσα στο σπίτι λέγοντας:
«Όπου κι αν έχει πάει θα γυρίσει. Τι θα κάνει;» και κουνώντας το ξετσεμπέρωτο κεφάλι της συνεχισε:
«Να φανεί αυτός και τότε θα δει ποια είναι η Κατερίνα. Άκου – έλεγε μόνη της – να πάρει τα μάτια του και να φύγει χωρίς να που πει τίποτα!»
Άδικα όμως περίμενε μέχρι το μεσημέρι να κάνει την εμφάνισή του ο Σπύρος. Όταν πια μεσημέριασε, πήρε το δρόμο και πήγε στο σπίτι του Γιώργου ελπίζοντας ότι θα τον έβρισκε εκεί να του τα ‘’ψάλει’’ για τα καλά.
«Βρε να είναι εκεί – έλεγε μόνη της – και θα καλοπεράσει».
Όταν έφθασε στο σπίτι του Γιώργου της και τον ρώτησε αν είχε πάει εκεί ο πατέρας του, γιατί λείπει από τα χαράματα, κι όταν είδε ότι δεν ήταν εκεί είπε:
«Που στα κομμάτια έχει πάει Γιώργο μου; Που στον άνεμο έχει πάει;»
Η αλήθεια είναι ότι ο Γιώργος έψαξε να τον βρει, πολύ ανήσυχος, στα πιθανά μέρη που θα μπορούσε να είχε πάει. Δεν τον βρήκε όμως πουθενά. Τότε το είπε και στους χωριανούς και όλη τη μέρα έψαχναν να τον βρούνε. Δεν τον βρήκαν όμως πουθενά. Τότε όλοι πίστεψαν ότι θα πήγε κάπου και ίσως να έπαθε κάτι και πέθανε. Την άλλη μέρα ειδοποίησαν και την αστυνομία ότι ο κυρ Σπύρος εξαφανίστηκε και η αστυνομία τώρα έψαχνε και κείνη να τον εντοπίσει με τον δικό της τρόπο.
Τέλος, έπειτα από αρκετές μέρες, η αστυνομία τον εντόπισε στο Άγιο Όρος. Όταν δε πήγε ο Γιώργος να τον πάρει από κει και να επιστρέψει στο σπίτι, ο δόλιος ο Σπύρος του είπε:
«Δεν θέλω παιδί μου να ξαναγυρίσω στην κόλαση. Άσε με εδώ να ζήσω όσα χρόνια μου απόμειναν ακόμα, ήσυχα, δίχως να έχω το σατανά από πάνω από το κεφάλι μου». Κι ο Γιώργος αυτό ακριβώς έκανε.