Γύρω στο ’70 θυμάμαι ένα ανοιξιάτικο πρωί που με έστειλε ο αφέντης μου εκεί ψηλά στα όρη για να ξυλώσω τα οζά μας… ανεμίστηκε ο σκύλος μας ο Ρόμελ στo χαλασέ της ανεμοκεφάλας ένα λαγούδαρο, μεγάλο σαν τον κούνελο.
Τον είχε στριμώξει για τα καλά να τον πιάσει ο λαγωνάρης, του έκανε αυτός κολπάκια και απότομα ζίκ ζάκ για να του ξεφύγει… και πάνω που ήταν έτοιμος να τον γραπώσει, θωρεί μια αρκαλότρυπα στο χάλαρο και τρυπώνει με τσι μπάντες μέσα…
Ο σκύλος απ’ όξω ακίνητος φρουρός έτρεχαν τα σάλια του από τη λιγούρα, γαύγιζε διαολισμένα και σκάλιζε με τα πόδια του την τρύπα για να βάλει την μουσούδα του μέσα, αλλά ως εκεί… Ο λαγός ήταν παραμέσα.
Εγώ ορθός σ’ ένα χαρακάκι παραπέρα χάζευα το κυνηγητό,κι έτρεξα βολίδα στην τρύπα να δω τι θα κάνω.
Βάζω μέσα το κατσουνάκι μου στο μικιό τρυπαλάκι και στο μισό μέτρο αισθάνθηκα τη μαλακάδα του λαγού…
Το βγάζω και βάζω την χέρα μου που χωρούσε ίσα-ίσα,και ακουμπώ την προβιά του… ψαχουλεύω λίγο παραπάνω και τον πιάνω από τα αυτιά..
Ήταν το αδύνατο σημείο του… αντιστεκόταν αυτός ο έρμος βάζοντας αντιρίδα τα μπροστινά του πόδια, έσυρε και μια σκληρέ από τον πόνο αλλά μόλις τον έβγαλα έξω έπεσα πάνω του σαν λαγωνικό και τον καπάκωσα γερά…
Κατάφερα τελικά να τον πιάσω από τα 4 πόδια να τον πάρω σφιχτά αγκαλιά και με τον Ρόμελ συνεχώς από δίπλα μου πήραμε την κατηφόρα για το σπίτι.
-Ίντα βαστάς μωρέ Γιωργιό αναμάσκαλα και το σφίγγεις να μην σου φύγει..
-Eπιασα μπαμπά ένα λαγό με τα χέρια… και θα φάμε καλά το βράδυ.
-Όη μωρέ κοπέλι μου για να δω…
Ε, πολλά έχουνε δει τα μάτια μου αλλά και να πιάνουνε λαγούς με τα χέρια δεν τόχω ξαναδεί… μπράβο αντράκι μου…
-Eλα βρε συ Αντριάνα να δεις το Γιωργιό μας ίντα πιασε…
-Χριστός και Παναγία παιδάκι μου… κι ίδια δα κουβεντιάζαμε με τον αφέντη σου ίντα θα μαγειρέψουμε πάλι.
-Να βάλεις μαμά και μπόλικα κρομυδάκια που μου αρέσουνε, και να μου φυλάξεις το μπροστινό μπουτάκι και την κεφαλή.
-Εντάξει χαρώτο εντάξει, εσένα θα σου βάλω διπλή μερίδα..
Λες και κρυφάκουε όμως ο μπαγάσας ο αυτιάς τι τον περίμενε και δεν έκατσε με σταυρωμένα τα πόδια.
Εκεί που τον κράταγα από τα πισινά πόδια για να του παίξει 2-3 κοφτές στ’ αυτιά ο μπαμπάς με την παλάμη του, γυρίζει απότομα σαν αίλουρος με τα μπροστινά του πόδια και μου παίζει μια δαγκανιά με τσι αντόντες του στη χέρα χειρότερα κι από φουρόκατος..
Δεν άντεξα στον πόνο και στο αίμα ίσως και να τον λυπήθηκα που χτύπαγε η καρδιά του ντούκου ντούκου… και έτσι τον αμόλησα κι έγινε λαγός.
-Μην στεναχωριέσαι Γιωργιό μου ν’ αρρωστήσεις, μα αν δεν σ’ αρέσουν οι φακές κι η φρύσα, εγώ θα σου κάνω στην παρασιά μια τηγανιά πατάτες με δυο αυγά μάτια..
Με χάιδεψε ελαφρά στην πλάτη η μάνα μου …!!!!