Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Ο λύκος της στέπας

Συχνά αναρωτιέμαι: Πού πάνε όλες εκείνες οι ιστορίες που διαβάζω; Η μνήμη τις αποβάλλει, πολλές φορές αδυνατώ ν’ ανακαλέσω έστω και το ελάχιστο από κάποιο βιβλίο ακόμα κι αν θυμάμαι ή πιστεύω πως μου άρεσε. Θα πει κάποιος: Εδώ ξεχνάς ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή σου, για τα βιβλία σκας; Αυτό θα πει και δεν θα έχει άδικο. Εδώ όμως μιλάμε για βιβλία.
Αχαρτογράφητοι οι δρόμοι του μνημονικού και ο αρχειοθέτης ανίκανος. Μία αόριστη αίσθηση μένει να πλανάται. Ωστόσο, έχω πείσει τον εαυτό μου, τίποτα δεν πάει χαμένο, όλα κάπου εγγράφονται. Και κάπως έτσι συνεχίζω απτόητος.
Κάποια βιβλία όμως εντυπώνονται στη μνήμη άπαξ δια παντός. Θα είχε ενδιαφέρον η απάντηση στο ερώτημα: γιατί αυτό και όχι εκείνο; Θα είχε ενδιαφέρον να ανακαλύψει κανείς τι είναι αυτό που ενεργοποιεί τον μηχανισμό της μνήμης. Τέτοιο βιβλίο ήταν για μένα Ο λύκος της στέπας και ας έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από την πρώτη εκείνη φορά. Ειδικά το πρώτο κεφάλαιο, το σημείωμα του εκδότη. Ο μυστήριος ένοικος του δωματίου, ο ξένος που εξαφανίζεται ξαφνικά και αφήνει πίσω του, ανάμεσα σε άλλα, τις σημειώσεις του λύκου της στέπας, ζητώντας από τον σπιτονοικοκύρη του να τις εκδώσει.
Το βιβλίο αυτό περιέχει τις σημειώσεις του ανθρώπου που αποκαλούσαμε, όπως άλλωστε το συνήθιζε κι ο ίδιος, “λύκο της στέπας”. Το ζήτημα αν τα χειρόγραφά του χρειάζονται κάποια εισαγωγή μένει ανοιχτό· για μένα, όμως, αποτελεί ανάγκη να προσθέσω στις σημειώσεις του λύκου της στέπας και μερικές δικές μου, όπου προσπαθώ να σκιαγραφήσω ό,τι αναμνήσεις έχω γι’ αυτόν.
Ο λύκος της στέπας ήταν ένας άντρας γύρω στα πενήντα, που μία μέρα, πριν από μερικά χρόνια, ήρθε στο σπίτι της θείας μου και ζήτησε να ενοικιάσει ένα επιπλωμένο δωμάτιο.
Στα όρια του αντικοινωνικού, με αλλόκοτα ωράρια ύπνου και ξαφνικές εξόδους από το γεμάτο βιβλία και σημειώσεις καταφύγιο του, ο λύκος της στέπας κατάφερε -έστω και άθελά του- να υφάνει ένα πέπλο μυστηρίου κατά την παραμονή του. Οι σημειώσεις που άφησε φεύγοντας δίνουν κάποιες απαντήσεις, δημιουργούν όμως ταυτόχρονα ακόμα περισσότερα ερωτήματα γύρω από την ταυτότητα του ξένου. Και ίσως είναι αυτό το διπλό παιχνίδι υπόθεσης που με εντυπωσίασε σε εκείνη την τρυφερή(!) μετεφηβική ηλικία, τότε που η διαμόρφωση του χαρακτήρα πήγαινε χέρι – χέρι με τη γνωριμία με τον εαυτό, την καθημερινή σχεδόν ανακάλυψη κάτι προσωπικού και την κόντρα, ναι κόντρα, με το περιβάλλον. Η εικόνα των άλλων για σένα και η εικόνα η δική σου για σένα, αυτό το ταυτόχρονο παιχνίδι υποθέσεων και βεβαιοτήτων. Η ταυτόχρονη ανάγκη απόκρυψης και φανέρωσης, διαφύλαξης και έκθεσης, ωραιοποίησης και μαυρίλας. Οι σημειώσεις, μία ιδιότυπη απολογία προς τους άλλους και προς εμάς, απόπειρα κατανόησης που γεννά περισσότερα ακόμα ερωτηματικά, φωτίζει κάποιες γωνιές, για να εντείνει τελικά το σκότος.
Ο παράξενος ένοικος, που ξαφνικά εγκαταλείπει το δωμάτιο του, γυρίζει εκεί απ’ όπου ήρθε, στο άγνωστο, ολοκληρώνοντας ένα σύντομο πέρασμα από τη σκηνή και έχει ή μοιάζει να έχει, τον τελευταίο λόγο: τις σημειώσεις του. Βάλτε στην άκρη τις υποθέσεις σας, τώρα μιλάω εγώ.
Ο λύκος της στέπας εκδόθηκε το 1927, όταν ο Εσσε ήταν πενήντα χρονών, γύρω στα πενήντα ήταν όταν το έγραφε, στην ηλικία του λύκου της στέπας. Ο Εσσε δεν αρκείται στην ιντριγκαδόρικη ιστορία του -κανείς πραγματικά σπουδαίος συγγραφέας δεν αρκείται ποτέ στην ιστορία του- χρησιμοποιεί διάφορες τεχνικές αφήγησης, για να την υποστηρίξει και να την αναδείξει με τον καλύτερο τρόπο, πετυχαίνοντας να παραδώσει το -κατ’ εμέ- κορυφαίο βιβλίο του. Μιλώντας για τον Εσσε, θα ήταν ίσως περιττό να επισημάνουμε τη φιλοσοφική διάσταση, με συχνά δάνεια από την Ανατολή, που έχουν τα βιβλία του, κάτι που συμβαίνει και στον λύκο της στέπας. Ιδιαίτερα το κομμάτι εκείνο για την αυτοκτονία, χρόνια πριν ο Καμύ το επισημάνει ως το κορυφαίο κατ’ εκείνον φιλοσοφικό ερώτημα, αυτή η αισιόδοξη και ζωοφόρος διάσταση της αυτοκτονίας, ο συνειδητός θάνατος ως μέτρο σύγκρισης του πόνου και του βάρους της ύπαρξης.
Λαμβάνοντας ως δεδομένη την, από τον Ηράκλειτο προσαρμοσμένη, θέση πως είναι αδύνατο να διαβάσει κανείς δεύτερη φορά το ίδιο βιβλίο, συζητούσα με μία φίλη για το τι πραγματικά σημαίνει για την εξέλιξή μου, τόσο την προσωπική όσο και την αναγνωστική, η υψηλής επικάλυψης ταύτιση των δύο αναγνώσεων, τότε και τώρα. Κάναμε διάφορες υποθέσεις, οι περισσότερες εκ των οποίων συνέκλιναν στη σπουδαιότητα του έργου και στη διάκριση ανάμεσα στην υποψία της ενστικτώδους πρώτης ανάγνωσης και τη βεβαιότητα της δεύτερης, συγκριτικά πιο ώριμης, βεβαιότητα σημερινή που μένει να αποδειχτεί υποψία σε μια μελλοντική επιστροφή σε ένα βιβλίο όπως αυτό.

υ.γ. Ο λύκος της στέπας κυκλοφορεί σε διάφορες εκδόσεις, η δική μου ανάγνωση έγινε από εκείνη των εκδόσεων Νεφέλη σε μετάφραση Ελένης Φαφούτη, έκδοση εξαντλημένη από το εμπόριο.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα