Κυριακή, 2 Φεβρουαρίου, 2025

Ο λόγος του Θεού στον σύγχρονο κόσμο

Εκατομμύρια είναι σήμερα οι χριστιανοί, έστω κατ’ όνομα. Εκατομμύρια επίσης άλλοι άνθρωποι πιστεύουν σε άλλους Θεούς, και ανάμεσα και στους χριστιανούς και στους μη χριστιανούς, πολλοί είναι οι αδιάφοροι, που ζουν και φεύγουν από τη ζωή χωρίς να πνεύσει στην ψυχή τους άνεμος θείος και να την αναταράξει.
Ενώ όμως έτσι περίπου έχουν τα πράγματα σήμερα, υπάρχει σε ολόκληρο τον κόσμο τέτοια πνευματική υποτονία και τέτοια έξαρσις της υλοφροσύνης που να οδηγεί κάποιους ανθρώπους, συχνά καλοπροαίρετους, να λένε πως ο Χριστιανισμός έχει γεράσει, πως έχει πια εκπληρώσει τον προορισμό του στον κόσμο και πως ήλθε η ώρα να αποσυρθεί από το προσκήνιο της ιστορίας. Παρακολουθώντας την πορεία του κόσμου όπως ζούμε, συχνά, αν δεν θεωρούμε πολυτέλεια τον στοχασμό κι αν εξακολουθούμε να στηρίζομε το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας στον Χριστόν, συχνά, συνθλιβόμενοι από την κακία, έχομε την εντύπωση πως πρέπει να ξαναρχίσομε τον εκχριστιανισμόν των ανθρώπων. Πως πρέπει η εκκλησία, η ζώσα παρουσία του Χριστού επί της γης, να ξαναευαγγελισθεί τον λόγο της σωτηρίας. Δεν ξέρομε, δεν μπορούμε να ξέρομε αν η κρίσις που ζούμε είναι περαστική ή όχι. Οφείλομε να την αντικρύσομε με άκρα σοβαρότητα. Να κατανοήσουμε πως από την συμπεριφορά μας, από την συμπεριφορά του καθενός εξαρτάται η πορεία του πολιτισμού και η επιτυχής συνέχισις του απολυτρωτικού έργου της Εκκλησίας.
Το απολυτρωτικό έργο της Εκκλησίας δεν είναι μόνον η διά των θείων Μυστηρίων της θείας Χάριτος και της δι’ αυτής σωτηρίας του ανθρώπου, αλλά και διά του σώζοντος λόγου του Θεού, γραπτού και προφορικού.
Το γράφει και ο απόστολος Παύλος «ευδόκησεν ο Θεός διά του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας» (Α’ Κορινθ. 1,21).
Η Εκκλησία, λοιπόν, ως κιβωτός και ταμειούχος της θείας χάριτος, καλείται από τον Χριστόν να ευαγγελισθεί τον σώζοντα και αναγεννώντα λόγον του Θεού στον απανταχού κόσμον: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» (Ματθ. 28,19). Μην ξεχνάμε επίσης και την εντολή του αποστόλου Παύλου προς τον μαθητήν του και απόστον Τιμόθεον: «έργον ποίησον Ευαγγελιστού» (Β’ Τιμόθ. 4,5). Ο ίδιος, ο Παύλος, είχε πιο μπροστά γράψει προς τους Χριστιανούς της Κορίνθου: «ουαί δε μοι εστίν εάν μη Ευ- αγγελίζωμαι» (Α’ Κορινθ. 9,16).
Επειτα απ’ αυτά και με την συναίσθηση του χρέους της η Εκκλησία μας καλείται και, κατά το μέτρον των δυνατοτήτων της, εξασκεί “έργον Ευαγγελιστού” στον σύγχρονο κόσμον. Τίθεται δε το εύλογο και ενδιαφέρον ερώτημα: “Πώς η εκκλησία μεταφέρει το κήρυγμα του Ευαγγελίου στον κόσμο;”.
Στο ερώτημα αυτό αφήνομε να απαντήσει ο σεβ. μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ με τη συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα “Νέοι Ανθρωποι” της 16 Ιουνίου 2006: «Η Ορθοδοξία δεν είναι μια αφηρημένη διδασκαλία ή μια άσαρκη ιδεολογία, αλλά ένας ολόκληρος τρόπος ζωής, μια συγκεκριμένη θέαση του ανθρώπου, του κόσμου και της ιστορίας. Το μήνυμα που κομίζει στον κόσμο ο Ιησούς Χριστός είναι μια νέα τοποθέτηση απέναντι στα ουσιώδη της ζωής. Ο νέος αυτός τρόπος ζωής βιώνεται ως αγαπητική σχέση με τον συνάνθρωπο, ως ευχαριστηριακή αντίκρυση της φύσεως, ως θυσιαστική υπηρεσία της ιστορίας. Και περιλαμβάνει ολόκληρο το φάσμα, των εκδηλώσεων του ανθρώπου με στοχοθεσία τη φανέρωση στον κόσμο της αγάπης.
Ολη η παθολογία της ανθρώπινης ιστορίας είναι η τραγική συνέπεια του εγωκεντρισμού, που θρυμματίζει την κοινωνικότητα, που αλλοτριώνει τις σχέσεις, που αποξενώνει τον άνθρωπο από τον εαυτό του. Μπροστά στην εσωτερική χρεωκοπία των αισθημάτων, μπροστά στο τείχος του εγωισμού που χωρίζει τους ανθρώπους, οι νόμοι αδυνατούν να προσφέρουν διέξοδο. Οι νόμοι καθορίζουν τα όρια που θα περιορισθεί το εγώ, καθορίζουν σύνορα για να διαφυλαχθεί η ανθρώπινη συμβίωση. Οι νόμοι αποτρέπουν τον κόσμο να μετατραπεί σε κόλαση. Αδυνατούν όμως να τον ανυψώσουν σε παράδεισο. Η θεσμοποίηση και οι νομικές διατάξεις, όταν δεν έπονται της συνειδησιακής αλλαγής, τίποτε δεν επιτυγχάνουν. Η Εκκλησία υπερβαίνει την νομικίστικη ρύθ- μιση της ζωής, αρνείται την ορθολογικοποίηση του ανθρώπου. Η ορθοδοξία δεν βολεύεται στις σκοπιμότητες των αναγκών, στις ανάγκες των σκοπιμοτήτων, αλλά αποβλέπει στη σύμπτωση της αγάπης και στην αγαπητική αυτοπροσφορά.
Η αγάπη της Εκκλησίας δεν είναι κυριαρχική, δεν ανταγωνίζεται, δεν αντιπαραθέτει, δεν εξουθενώνει.
Είναι διακονική και φιλάνθρωπη. Αγάπη σημαίνει αυτοπροσφορά, είναι το να κάνουμε δώρο στον άλλο την ύπαρξή μας.
Ο Χριστός δεν επιβάλλει, προτείνει. Η Εκκλησία δεν εκβιάζει τη βούληση του ανθρώπου, πολύ περισσότερο δεν ζητεί νομικές ή άλλες κατοχυρώσεις. Δεν επιζητά την κυριαρχία, αλλά το ελεύθερο. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να εκπέσει σε θεραπαινίδα της πολιτικής και της καταναλώσεως. Αλλά πάντοτε θα αποτελεί τη μόνη δύναμη που καταλύει τα σκοτάδια του Αδη, για να φανερωθεί το κάλλος του προσώπου, η ομορφιά και η δόξα του ανθρώπου. Απέναντι στον αυτάρκη καταναλωτή, στον αυτοβεβαιωμένο αστό η Εκκλησία προβάλλει τον θυσιαζόμενο άγιο της ορθοδοξίας, τον άρτιο και ολοκληρωμένο άνθρωπο.
Απέναντι στην εξουσία της βίας και στη βία της εξουσίας η Εκκλησία παραθέτει τη διακονία και τη θυσία. Στην εποχή της στατιστικής, της κυβερνητικής και της τεχνοκρατίας, το μήνυμα της Εκκλησίας παραμένει η ανάδειξη της ιερότητας του ανθρωπίνου προσώπου».


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα