Και ο αντίκτυπος του στην κοινωνία
Στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. η ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν παντοδύναμη και βρισκόταν στη μεγαλύτερη γεωγραφική της εξάπλωση. Η Μεσόγειος είχε μετατραπεί σε “ρωμαϊκή λίμνη”, ενώ τα ποτάμια της Ευρώπης και ο Νείλος είχαν αξιοποιηθεί ως κόμβοι διέλευσης ρωμαϊκών πλοίων, που μετέφεραν ανθρώπους και αγαθά.
Η οικονομία της Ρώμης αναπτυσσόταν συνεχώς και βασιζόταν κυρίως στον αγροτικό και εμπορικό τομέα. Το εύρος των συναλλαγών της με άλλες περιοχές δημιουργούσε εκτεταμένα δίκτυα επαφών.
Οι κάτοικοι της Ρώμης υπερηφανεύονταν για τη μνημειώδη αρχιτεκτονική της και για τα άλλα πολιτιστικά επιτεύγματά της, τα οποία είχαν δεχτεί καθοριστικές επιδράσεις από τον ελληνικό πολιτισμό. Άλλωστε, οι μορφωμένοι της εποχής ήταν δεδομένο ότι έπρεπε να γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα.
Διαθέτουμε επίσης αρκετές πληροφορίες για τις ιατρικές μεθόδους αλλά και για τους γιατρούς της ρωμαϊκής εποχής, οι πιο καταξιωμένοι εκ των οποίων ήταν Έλληνες. Ένας από τους πρώτους ήταν ο Ασκληπιάδης από την Προύσα της Βιθυνίας, ο οποίος εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Ρώμη το 91 π.Χ. και ίδρυσε τη «μεθοδική ιατρική σχολή». Οι Λατίνοι ιατροί θαύμαζαν τους Έλληνες και τους μελετούσαν. Πιο γνωστός εξ αυτών είναι ο Κορνήλιος Κέλσος (30 π.Χ. – 50 μ.Χ.). Η φήμη για τις ικανότητες των Ελλήνων γιατρών ήταν τόσο μεγάλη, ώστε τους εμπιστεύονταν ακόμα και οι Αυτοκράτορες. Συγκεκριμένα, ο Γάιος Στερτίνιος Ξενοφών από την Κω υπηρέτησε ως προσωπικός γιατρός του Τιβερίου και του Κλαυδίου, ενώ ο Ανδρόμαχος ο Κρης υπήρξε προσωπικός γιατρός του Νέρωνα. Ο Ανδρόμαχος μάλιστα ήταν από τους πρώτους που παρασκεύασαν το φάρμακο «θηριακή».
Κατά την περίοδο που διετέλεσε αυτοκράτορας ο Αδριανός (117-138 μ.Χ.) εγκαινιάστηκε μια εποχή πολιτιστικής άνθισης. Τον Αδριανό διαδέχτηκε ο υιοθετημένος γιος του, Αντωνίνος, ο επονομαζόμενος Ευσεβής (Pius) (138-161 μ.Χ.), από τον οποίο προέρχεται και το όνομα της δυναστείας. Επί ημερών του η Ρώμη γνώρισε μεγάλη ευημερία, υποστηρίχθηκαν οι τέχνες και διευρύνθηκαν οι εμπορικές επαφές με άλλους λαούς. Ενισχύθηκαν οι λαϊκές τάξεις με ευεργεσίες και δεν παρατηρήθηκαν γενικευμένοι διωγμοί Χριστιανών. Τον διαδέχτηκαν το 161 μ.Χ. οι επίσης υιοθετημένοι συναυτοκράτορες, Μαύρκος Αυρήλιος και Λεύκιος Βήρος.
Σε αρκετές περιοχές του γνωστού τότε κόσμου έχουν καταγραφεί μαρτυρίες για κλιματική αλλαγή με αποτέλεσμα την μείωση της αγροτικής σοδειάς διαδοχικών ετών. Αυτό πιστεύεται ότι οδήγησε στην εμφάνιση ασθενειών και επιδημιών . Το κύριο χαρακτηριστικό των μεταβολών του κλίματος ήταν η αισθητή πτώση της θερμοκρασίας η οποία προήλθε από μειωμένη ηλιακή ακτινοβολία και συγκέντρωση αυξημένων ποσοτήτων θείου στον αέρα. Οι επιστήμονες σήμερα υποστηρίζουν ότι το νέφος αυτό προήλθε από τις μεγάλες και συχνές εκρήξεις ηφαιστείων κατά την περίοδο λίγο πριν ξεσπάσει η επιδημία.
Η υποβάθμιση της διατροφής κυρίως των κατώτερων κοινωνικά στρωμάτων καθιστούσε πιο ευάλωτο τον οργανισμό τους και επομένως πιο επιρρεπή σε διάφορες ασθένειες. Διάφορες παρατηρήσεις για τις διατροφικές συνήθειες της εποχής μας παραθέτει ο ιατρός και φιλόσοφος Γαληνός στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. στο σύγγραμμά του «Περί τροφών δυνάμεως».
Ο Γαληνός από την Πέργαμο (129–200 μ.Χ. ), γιος του αρχιτέκτονα, αστρονόμου και μαθηματικού Νίκωνα, μυήθηκε από μικρός στη φιλοσοφία (Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Επίκουρο), μαθητεύοντας στο φημισμένο Ασκληπιείο της Περγάμου. Το 162 μ.Χ. ταξίδεψε για πρώτη φορά στη Ρώμη όπου διακρίθηκε πολύ γρήγορα για τις γνώσεις του. Έδινε δημόσιες διαλέξεις για ιατρικά θέματα (ανατομίας και φυσιολογίας) τις οποίες παρακολουθούσαν οι επίσημοι. Σύντομα ο Μάρκος Αυρήλιος τον κάλεσε ξανά στη Ρώμη για να γίνει ο οικογενειακός του γιατρός.
Κατά την περίοδο εκείνη ξέσπασε ο φοβερότερος λοιμός της εποχής. Μεταδόθηκε γύρω στο 165/166 μ.Χ. από τα ρωμαϊκά στρατεύματα, τα οποία επέστεφαν από εκστρατείες στη Μέση Ανατολή, την Μεσοποταμία και την Παρθία, που διήρκεσαν μεταξύ 161-166 μ.Χ.
Εξαπλώθηκε ταχύτατα, κατά τη διάρκεια της κοινής ηγεμονίας του Λεύκιου Βήρου (161-169 μ.Χ.) και του Μάρκου Αυρηλίου (161-180 μ.Χ.). Δεν περιορίστηκε μόνο στη Ρώμη και στην Ιταλική χερσόνησο, αλλά μεταδόθηκε και σε άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας, όπως στη Γαλατία και στα στρατεύματα κατά μήκος του Ρήνου, στα Βαλκάνια και την Ελλάδα.
Σύμφωνα με τους ειδικούς ήταν μία νόσος μεταξύ ευλογιάς και τυφοειδούς πυρετού. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται συχνά και ως «πανώλη των Αντωνίνων» από το όνομα της αυτοκρατορικής δυναστείας. Η αντιμετώπιση της ραγδαίας εξάπλωσης της νόσου στη Ρώμη, αλλά και σε άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας ήταν πολύ δύσκολη, διότι τα συμπτώματα ήταν οξύτατα με αποτέλεσμα να αφήσει πίσω της αμέτρητα θύματα. Η ασθένεια όπως μαρτυρούν πολλές πηγές κράτησε για 25 χρόνια και παρέμεινε ενδημική. Μεταξύ των θυμάτων συγκαταλέγονται τόσο ο συναυτοκράτορας, Λεύκιος Βήρος το 169 μ.Χ., όσο και ο ίδιος ο Μάρκος Αυρήλιος 11 χρόνια αργότερα (17 Μαρτίου 180 μ.Χ.).
Ο Γαληνός, ως προσωπικός γιατρός του Μάρκου Αυρηλίου περιέγραψε τα συμπτώματά της ασθένειας. Προκαλούσε υψηλό πυρετό, διάρροια και εξανθήματα, που πολύ συχνά οδηγούσε στον θάνατο των πληττόμενων. Ο Γαληνός δεν φαίνεται να πίστευε στη μετάδοση της νόσου από άνθρωπο σε άνθρωπο, αλλά ακολουθώντας την Ιπποκρατική θεώρηση πίστευε στην μετάδοση δια του μολυσμένου αέρα.
Πολλοί ερμήνευσαν την ασθένεια ως θεϊκή τιμωρία, εξαιτίας της λεηλασίας της πόλης Σελεύκειας παρά τον ποταμό Τίγρη από τα Ρωμαϊκά στρατεύματα κατά παράβαση των χρησμών και των όρκων. Άλλοι ρωμαίοι θεώρησαν ότι το ξέσπασμα της νόσου προκλήθηκε επειδή οι χριστιανοί εξόργισαν τους θεούς. Οι χριστιανοί απεναντίας προσέφεραν αμέριστη βοήθεια σε όσους είχαν ανάγκη, γεγονός που οδήγησε σε αύξηση της απήχησης του χριστιανισμού κατά την περίοδο αυτή, παρά την αρνητική στάση των ρωμαϊκών αρχών απέναντί τους.
Οι κοινωνικές επιπτώσεις του λοιμού «των Αντωνίνων» ήταν τόσο οδυνηρές, που οδήγησαν αρκετές πόλεις της αυτοκρατορίας να στείλουν απεσταλμένους σε μαντεία για να ζητήσουν χρησμούς σχετικά με την αντιμετώπιση του. Το κυριότερο μαντείο που δέχτηκε τέτοια αιτήματα ήταν αυτό του Απόλλωνα στην Κλάρο της Μικράς Ασίας. Ένας χρησμός έλεγε πως η επιδημία προήλθε από τα μάγια εναντίον της πόλης και πως μόνο η θεά Άρτεμις θα μπορούσε να τα λύσει με τις πύρινες δάδες της. Παρατηρούμε λοιπόν την επικράτηση θρησκοληψίας και προκαταλήψεων.
Οι συνεχείς πόλεμοι και ο λοιμός δημιούργησαν αίσθημα αβεβαιότητας. Έτσι οι ιστορικοί χαρακτηρίζουν την εικοσαετία 160-180 μ.Χ. ως την αρχική φάση της περιόδου «αγωνίας» που επικράτησε μέχρι την άνοδο στην εξουσία του Μεγάλου Κωνσταντίνου το 324 μ.Χ..
Κατά το έτος 250 μ.Χ. έκανε την εμφάνισή της μια νέα έξαρση του λοιμού, που έγινε γνωστή ως «πανώλη του Κυπριανού», εξ αιτίας που ξέσπασε κατά την περίοδο που μαρτύρησε ο επίσκοπος Καρχηδόνας Κυπριανός. Αυτό το δεύτερο «κύμα» της επιδημίας ήταν εξίσου καταστροφικό για τον λαό, που υπέφερε ήδη από την προηγούμενη υγειονομική κρίση και δεν είχε προλάβει να ανακάμψει από τις μακροχρόνιες οικονομικές δυσκολίες.
Σοβαρότατες απώλειες υπέστη και ο Ρωμαϊκός στρατός από τα δύο αυτά κύματα του λοιμού. Το δημογραφικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε εξαιτίας της πανδημίας ήταν πολύ οξύ. Η υπογεννητικότητα που ήταν κύριο γνώρισμα της αριστοκρατίας εμφανίστηκε και στις κατώτερες τάξεις, λόγω της οικονομικής δυσπραγίας. Όσο ο λαός μαστιζόταν από την ασθένεια ήταν εξαθλιωμένος και η μόνη διέξοδος έμοιαζε να είναι η «εξ ύψους παρηγοριά», δηλαδή η ελπίδα που πήγαζε από τη θεϊκή βοήθεια.
Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, παρά την σταδιακή παρακμή της, διατήρησε τα πολιτιστικά επιτεύγματά της, στην τέχνη, στην αρχιτεκτονική, στο δίκαιο, στη φιλοσοφία και στη λογοτεχνία, όντας επηρεασμένη σε όλους τους τομείς από την αρχαία Ελλάδα. Και όσο ο αρχαίος κόσμος υποχωρούσε, έδινε σταδιακά τη σκυτάλη στη νέα αναδυόμενη δύναμη, που προήλθε μέσα από ριζικές μεταρρυθμίσεις του παλαιού διοικητικού συστήματος, με το κέντρο βάρους να μετατίθεται πλέον στην Ανατολή.