Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Ο λυράρης και η κοπελιά (Το δίλημμα)

Στο έβγορο του λογισμού που στέκω και τοπώνω,
γροικώ τση Κρήτης κοντυλιές και αποκαμαρώνω…

Η ζωή είναι γεμάτη από διλήμματα! Κάθε άνθρωπος, συχνά, καλείται είτε από άλλους είτε από την ίδια του τη συνείδηση να αποφασίσει, σταθμίζοντας τα υπέρ και τα κατά δυο ή και περισσότερων επιλογών, που πολλές φορές αποδεικνύονται κρίσιμες για την εξέλιξη και διαμόρφωση της κοινωνικής του υπόστασης και κάποιες φορές ακόμη και της ίδιας του της ζωής. Από τον κανόνα αυτόν δεν θα μπορούσαν φυσικά να εξαιρεθούν οι παραδοσιακοί μουσικοί της Κρήτης.

 


Οι δεκαετίες του 1950 και του 1960 ήταν μια χρονική περίοδος στην οποία κάποιοι από τους μουσικούς αυτούς (λυράρηδες, βιολάτορες, λα(γ)ουτιέρηδες) έπαψαν να ασχολούνται με τη μουσική του τόπου τους περιστασιακά και συμπληρωματικά ως προς την κύρια απασχόλησή τους (γεωργική, κτηνοτροφική κλπ) και σιγά σιγά είτε έκαναν το παίξιμό τους κύριο επάγγελμα είτε συνέχισαν να ασχολούνται παράλληλα και με τις δυο ασχολίες τους, δίνοντας όμως προτεραιότητα στη μουσική. Από ένα σημείο και μετά ήταν γι’ αυτούς μια αυτονόητη επιλογή, η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων και ειδικότερα η ικανοποίηση της ανάγκης τους για διαρκή εξωτερίκευση της μεγάλης τους αγάπης για τη μουσική παράδοση της Κρήτης και της επιθυμίας τους να διασκεδάζουν με μεγαλύτερη συχνότητα τους Κρητικούς, με κοντυλιές, μαντινάδες, ριζίτικα, και άλλα τραγούδια. Στις δεκαετίες του 1950 και (κυρίως) του 1960 είχαν αρχίσει να κυριαρχούν μουσικοί ρυθμοί εισαγόμενοι από το εξωτερικό, όπως ταγκό, γιάνκα, μπόσα νόβα, που θεωρούνταν περισσότερο μοντέρνοι για τον σύγχρονο άνθρωπο και έκαναν τον Κρητικό να νιώθει πιο κοντά σε λαούς που μέσα στη φτώχια εκείνων των ημερών θεωρούσε πιο προνομιούχους.

Επειδή την εποχή εκείνη σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν υπήρχε ακόμη η κατάλληλη μουσική παιδεία, που συνίσταται στην αντίληψη ότι υπάρχει ή θα πρέπει να υπάρχει επαρκής χώρος παράλληλης έκφρασης και ανάπτυξης τόσο της λαϊκής μουσικής κάθε τόπου όσο και άλλων ειδών μουσικής, και αρκετοί, κυρίως κάτοικοι των πόλεων, θεωρούσαν την κρητική παραδοσιακή μουσική «επαρχιώτικη», μη αποδεχόμενοι τη μεγάλη καλλιτεχνική της αξία, οι αντιλήψεις αυτές ασκούσαν πίεση που είχε επιπτώσεις στους μουσικούς του νησιού, οι οποίοι συχνά αναγκάζονταν από τις συνθήκες που επικρατούσαν να μαθαίνουν να παίζουν και τους εισαγόμενους ρυθμούς μουσικής στα γλέντια εκείνης της περιόδου, παράλληλα με την παραδοσιακή μουσική της Κρήτης. Έτσι, ιδίως οι αστοί (ένα μέρος τους), κύριοι φορείς των δήθεν μοντέρνων, αλλά ουσιαστικά οπισθοδρομικών ως προς το θέμα αυτό αντιλήψεων, κατά κανόνα δεν επιθυμούσαν να δουν την κόρη τους παντρεμένη με έναν μουσικό κρητικής παραδοσιακής μουσικής, ο οποίος, εκτός των άλλων, θα έπρεπε και να ξενυχτάει παίζοντας τη μουσική του, κάτι που θεωρούνταν ότι τον εξέθετε και σε περισσότερους κινδύνους και μάλιστα με μικρό ακόμη τότε οικονομικό όφελος, ώστε να μπορεί να φτιάξει και να αναλάβει το βάρος της δικής του οικογένειας. Είναι γνωστή, μέσα από συνεντεύξεις, η περίπτωση του πολύ σπουδαίου Κρητικού καλλιτέχνη Νίκου Ξυλούρη και της συζύγου του Ουρανίας, οι οποίοι ήρθαν αντιμέτωποι με παρόμοιες αντιλήψεις και ίσως η περιπέτειά τους και η ευτυχής κατάληξή της, με την πραγματοποίηση του γάμου τους, συνέβαλε και αυτή, παράλληλα με την ολοένα και αυξανόμενη αποδοχή της δουλειάς και άλλων καλλιτεχνών της κρητικής μουσικής που έγιναν περισσότερο γνωστοί και μέσω της δισκογραφίας (η αποδοχή αυτή συνεπαγόταν πλέον και οικονομικό όφελος) στο να υποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό η δυσπιστία απέναντι στους Κρητικούς παραδοσιακούς μουσικούς καλλιτέχνες και να εκτιμηθεί περισσότερο η προσφορά τους στην κοινωνία της Κρήτης.

Μεγάλη ώθηση στη γενικότερη αποδοχή της παραδοσιακής μουσικής της Κρήτης και κατ’ επέκταση και των μουσικών που την εκπροσωπούσαν έδωσε και η αναγνώριση της αξίας σημαντικότατων λογοτεχνικών έργων της λεγόμενης Κρητικής Αναγέννησης, από πολύ σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους του τόπου μας, αφού το γνωστότερο από αυτά, ο «Ερωτόκριτος», μετά την αρχική -πριν από το 1940- ηχογράφηση του Νίκου Κατσούλη («Κουφιανού») παιζόταν και τραγουδιόταν πλέον ολοένα και συχνότερα, αποκτώντας νέα δυναμική, από καλλιτέχνες όπως, ο Στρατής Καλογερίδης, ο Κώστας Μουντάκης, ο Νίκος Ξυλούρης, η Ασπασία Παπαδάκη, ο Κώστας Παπαδάκης («Ναύτης»), ο Σπύρος και η Χρυσούλα Σηφογιωργάκη, ο Γιάννης Σκαλίδης και η Δέσποινα Παπαδάκη, ο Βασίλης Σκουλάς, αλλά και από άλλους, το ίδιο ή λιγότερο γνωστούς. Ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης είχε γράψει χαρακτηριστικά: «…η γλώσσα του Ερωτόκριτου παρουσιάζει ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία μας: είναι η τελειότερα οργανωμένη γλώσσα που άκουσε ο μεσαιωνικός κι ο νεότερος Ελληνισμός, μια γλώσσα που ξεπερνά με άνεση τις συνηθισμένες λαογραφικές εκδηλώσεις και εκφράζει, με σταθερό χαρακτήρα, την ευαισθησία του κόσμου που τη μιλούσε» (βλ. «Εισαγωγή στον Ερωτόκριτο» από την έκδοση του «Ερωτόκριτου» των εκδόσεων «Γαλαξίας», Αθήνα 1962, σελ.25).
Οι μουσικοί της Κρήτης είχαν, λοιπόν, παράλληλα με το ταλέντο τους και την ευαισθησία των Κρητικών, που ήταν οι κύριοι αποδέκτες της δουλειάς τους, και ένα σπουδαίο υλικό, όπως οι στίχοι του «Ερωτόκριτου» αλλά και τα ριζίτικα τραγούδια, που ακούγονταν στην τέλεια αυτή οργανωμένη γλώσσα που αναφέρει ο Σεφέρης, την κρητική ντοπιολαλιά, και αποτελούσαν μια στέρεη βάση για να εξελίξουν την τέχνη τους, ντύνοντας μουσικά το υλικό αυτό με τον καλύτερο τρόπο.

Οι στίχοι που ακολουθούν εστιάζουν στα έντονα συναισθήματα Κρητικού καλλιτέχνη εκείνης της εποχής, και συγκεκριμένα λυράρη -η επιλογή είναι ενδεικτική και στη θέση του θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε οργανοπαίχτης της κρητικής παραδοσιακής μουσικής- ο οποίος έρχεται, στιγμιαία, αντιμέτωπος με την επιλογή να εγκαταλείψει το παίξιμο της λύρας, αφού νιώθει να του ασκείται έμμεση πίεση από την πλευρά της κοπέλας που αγαπά, η οποία προέρχεται από εύπορη οικογένεια, αρνητικά διακείμενη προς το είδος και τον τρόπο παιξίματος της μουσικής που ο ίδιος εκπροσωπεί. Λόγω της ασχολίας του με την κρητική μουσική που μονοπωλεί πλέον μεγάλο μέρος του χρόνου του διαφαίνεται ισχυρό το ενδεχόμενο να μην έχει ευτυχή κατάληξη το ειδύλλιο που πλέκεται μεταξύ τους. Όμως, ο καλλιτέχνης, παρά το στιγμιαίο δίλημμά του, επιλέγει να μην «παντονιάρει» το αγαπημένο του μουσικό όργανο. Με λόγια καυστικά, μα «ντρέτα» και ειλικρινά, φέρνει και την κοπελιά ενώπιον του δικού της διλήμματος είτε να τον αποδεχτεί μαζί με τη λύρα του και τον τρόπο της ζωής του, δεχόμενη έτσι την αδιαπραγμάτευτη αγάπη του για τη μουσική του τόπου του που τη νιώθει να ταυτίζεται με την ίδια του την ύπαρξη είτε να παραμείνει αμετακίνητη στην αρνητική στάση της (ο καλλιτέχνης έχει τη βεβαιότητα ότι είναι λανθασμένη και άδικη για τον ίδιο και για τον λόγο αυτόν είναι περισσότερο καυστικός απ’ ότι θα έπρεπε), με πιθανότερο επακόλουθο να σταματήσει πριν ουσιαστικά ξεκινήσει ο μεταξύ τους δεσμός. Ο νέος, παρά την πικρία του για τη μέχρι τώρα στάση της καλής του και της οικογένειάς της, εξακολουθεί να ενδιαφέρεται πραγματικά γι’ αυτήν και να ελπίζει στην τελική θετική επιλογή και στάση της.
Ποια θα είναι όμως η τελική επιλογή της κοπελιάς;

(Ο λυράρης συλλογάται)
Νιώθω τα συναιστήματα αληθινή πλημμύρα,
κάθε που πιάνω και βαστώ στα χέρια μου τη λύρα.
Ωσάν τ’ ανήμερο θεριό χυμά ο λογισμός μου,
θύμισες φέρνει ακριβές, αζωντανές ομπρός μου.

Κάμποσα χρόνια πάνε μπλιο απού ’μουνε κοπέλι,
λύρα ’κανα πως έπαιζα στο ξύλο με το τέλι.
Μα ογλήγορα η καρυδιά κούφια μορφή ’χεν’ πάρει,
το τέλι αντικατάστεσα μ’ ένα γ-καλό δοξάρι.
Κι απόκειας δεν εκάτεχα νύχτα ’τονε γη μέρα,
έπαιζα και ξανάπαιζα στη Ρούγα η-τη μ-Πέρα.
Τότες δε ντο περίμενα πως θα το φέρ’ η μοίρα,
για λόγου σου στου έρωντα να λιώνω την αρμύρα.
Γυρεύγω μια γλυκιά μαθιά μέλι να ’ναι γεμάτη
μα συ μου ρίχνεις στη μ-πληγή αργά αργά αλάτι.
Εις τη μ-πληγή που μ’ άνοιξες με τα δικά σου μάθια,
μα ’μαι φτωχός τραγουδιστής κι εσύ ’σαι στα παλάθια.

(Ο λυράρης εξηγείται)
Όντε θωρώ σε κοπελιά πιάνει με ανατριχίλα,
και θέλω να σου τραγουδώ και να σου παίζω λύρα·
σιγά σιγά με κοντυλιές πάω να σε μερώσω,
και το σκληρό εγωισμό να στονε μαλακώσω.

Εγροίκουνε δεν ήθελες τη μουσική τση Κρήτης,
τρέμου ντα Όρη τα Λευκά κι ο γέρο Ψηλορείτης.
Τη μουσική του τόπου σου γιάηντα την κάνεις πέρα,
και μόνο θες τη γ-κλασική, βιόλες και βιολοντσέλα.
Και μου ’πες με τη λύρα μου δε κάνω για σαλόνια,
εκειά α(ν) δε με βάλουνε θα παίζω και στ’ αλώνια!
Στα όρη στα ψηλά βουνά με τσι πυκνές συστάδες,
θα παίζω και θα τραγουδώ, θα λέω μαντινάδες.
Και θα γυρίζω το χωριό νυχτερινές καντάδες,
στη σάλα σου και α(ν) δε μπω δε γ-κάνω τεμενάδες.

Με δυο αγάπες πολεμώ, με σένα και τη λύρα,
το βλέμμα σου ορμήνεψα μα ’πόφαση το πήρα·
αγάπα με να σ’ αγαπώ, θέλε με να σε θέλω,
τη λύρα μη γ-κατηγορείς, φωνή ’ναι των αγγέλω.
Γιατί τσι πίκρες παγουδιά, το μ-πόνο τιθασεύγει,
κάνει και τον ακάτεχο να βγει και να χορεύγει.
Κι ο μερακλής την όμορφη που θέλει να γνωρίσει,
με λίγες νιώθει κοντυλιές χωρίς κρασί μεθύσι!

Σκύψε εις τη μ-παράδοση καλά να τη γνωρίσεις,
μπόλικους θησαυρούς θα βρεις και θα το μολοήσεις.
Δέξου με με τη λύρα μου κ’ υπόσχεση σου δίνω,
αντίς για λύρα που και που θα παίζω μαντολίνο!

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην Εικ.2 απεικονίζεται ο Κωστής Κλημαθιανός ή Γιαννακόκωστας (τον έχω αναφέρει και στα κείμενά μου «Μυσταγωγίες Κρητικής Μουσικής» και «Στα καφενεία των Κουρουτών») και η σύζυγός του Γλυκερή, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με την ιστορία και τα πρόσωπα που αναφέρονται στους στίχους και οι χαρακτήρες τους είναι προϊόν μυθοπλασίας. Όμως, η φωτογραφία χρησιμοποιείται εδώ λόγω της ύπαρξης και του μαντολίνου σ’ αυτήν μαζί με το συγκεκριμένο ζευγάρι, και ειδικότερα επειδή διαμέσου αυτής απαντάται το ερώτημα που τίθεται παραπάνω, για το ποια θα είναι τελικά η επιλογή της κοπελιάς.

 

ΓΛΩΣΣΑΡΙ

αποκαμαρώνω=θαυμάζω

μπλιο=πλέον

απόκειας= μετά, ύστερα

(ο)ντρέτος,-η,-ο=ο ίσιος, ευθύς

γη=ή

ογλήγορα=γρήγορα

γιάηντα (και γιάντα)=γιατί

όντε=όταν

γροικώ=ακούω

ορμηνεύ(γ)ω=ερμηνεύω (και συμβουλεύω)

γυρεύγω=ψάχνω

παγουδιώ=ανακουφίζω

(το) έβγορο=το σημείο με καλή ορατότητα

παντονιάρω (και παντονιέρνω)=εγκαταλείπω

εξηγούμαι=ανακοινώνω τις απόψεις ή προθέσεις μου

(η) Πέρα Ρούγα=είναι τοπωνύμιο και κρητικών χωριών

θωρώ=βλέπω

συλλογούμαι/-άται=σκέφτομαι/-εται

κατέχω=ξέρω

(το) συναίστημα=το συναίσθημα

(η)κοντυλιά=η μουσική φράση από κρητικό έγχορδο

(το) τέλι=το σύρμα

(το) κοπέλι=το παιδί

(ο) τεμενάς=η υπόκλιση

(ο)λογισμός=η σκέψη

τιθασεύ(γ)ω=ελέγχω

(για) λόγου σου=για σένα

τοπώνω=εντοπίζω

μερώνω=ημερεύω

τση=της & τσι=τις, τους


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα