[…] Το κουράγιο μπορεί να είναι και ο ορισμός της αξιοπρέπειας. Κι αν υπήρξε αξιοπρεπής, με όλη τη σημασία της λέξης, στη ζωή του ο Μιχάλης Γρηγοράκης! Κι είναι ακριβώς αυτό το κουράγιο, αυτή η αξιοπρέπεια αν θέλετε, ο αριάδνειος μίτος, ο οποίος θα βγάλει τον ποιητή, και βγάζει και μας, απ’ τον λαβύρινθο της απαισιοδοξίας στις αισιόδοξες πλατείες της ποίησης που θα μπορούσαν να έχουν ονόματα όπως: Πλατεία Αγάπης, Πλατεία Αγώνα, Πλατεία Ευθύνης, Πλατεία Ειρήνης, Πλατεία Ειλικρίνειας, Πλατεία Ανθρωπιάς, Πλατεία Εγνοιας για τη Γλώσσα… Αλλά και στα φωτεινά μονοπάτια της κρη(ι)τικής ματιάς, της φιλοσοφικής διάθεσης, της στέρεης αντίληψης, της ερευνητικής σκέψης…
Στο ξέφωτο της Αγάπης, στην Πλατεία Αγάπης, που υπάρχει στην ποίηση του Γρηγοράκη, μια πλατεία στην οποία ο ποιητής συνομιλεί και με αγαπημένα του πρόσωπα, βρίσκει επίσης θέση ο μεγάλος του έρωτας, ο αθεράπευτος καημός του για τις ρούγες της αγαπημένης πολιτείας: “Αχ, της ζωής μου ο καημός!… Χανιώτικές μου ρούγες/ που μέσα στην απλοϊκή ξένοιαστη πολιτεία/ απλώνεστε αρχοντικά σαν αετού φτερούγες/ να σας περνώ, να σας θωρώ και να μη σας χορταίνω/ και τη χαρά, το θαυμασμό μέσα μου να πληθαίνω”.
Ο καημός αυτός για τις χανιώτικες ρούγες και ο οποίος προκαλεί την πλήθυνση της χαράς και του θαυμασμού που υπάρχει στον ποιητή, δεν είναι κενός λόγος, “κύμβαλον αλαλάζον”, αλλά στάση ζωής. Η για 41 (σαράντα ένα) χρόνια σχεδόν σε καθημερινή βάση αρθρογραφία του Μιχάλη Γρηγοράκη, εκτός από θέματα λογοτεχνικού, ιστορικού και λαογραφικού περιεχομένου και σε θέματα σχετικά με την πνευματική, πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου μας αποδεικνύει, βέβαια, αυτήν του την αγάπη, αλλά και ταυτόχρονα αναδεικνύει και τον προικισμένο δημοσιογράφο, χώρια απ’ όλα τ’ άλλα. Οι στήλες του στα “Χανιώτικα νέα” και μόνο ως τίτλοι, πολλές απ’ τις οποίες έχουν ήδη γίνει βιβλία χάρις στον Γιάννη Γαρεδάκη, για να αποδώσουμε “τα του Καίσαρος τω Καίσαρι”, επιβεβαιώνουν των λόγων μου το αληθές. Ισως, όμως και ταυτόχρονα να ακυρώνουν τις όποιες ενστάσεις υπάρχουν ότι τον Γρηγοράκη τον κέρδισε τελικά η δημοσιογραφία, εις βάρος της λογοτεχνίας, υπό την ευρείαν έννοιαν.
Βλέποντας, πάντως, τα πράγματα από άλλη οπτική γωνία κανείς μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ότι ο Γρηγοράκης και ως δημοσιογράφος, όπως και ως λογοτέχνης και ως λαογράφος, ποιεί έργο αγάπης. Εργο που τελικά και τελειωτικά ξεκινά από τον λαό και επιστρέφει στον λαό: “Και τα βαθιά δεν λόγιασα και τα πλατιά δεν είδα/ ποτέ τον νου δεν έστειλα σε σφαίρες μακρινές/ έμεινε πάντα η σκέψη μου σαν μια φτωχιά ηλιαχτίδα./ Σκέψη να γινόμουν σοφός ποτέ δεν έχω κάνει,/ τ’ απλού λαού ο στοχασμός με φχαριστεί, με φτάνει”.
[…] Τα δύο αυτά τελευταία ρήματα χρεώνουν τον ποιητή με ευθύνες. Είναι αυτό που είπα παραπάνω. Μια απ’ τις πλατείες του Γρηγοράκη έχει το όνομα της Ευθύνης. Της Ευθύνης με την έννοια της χρέωσης που έχει ο καλός νοικοκύρης να πλησιάνει, αλλά και να καλύνει την περιουσία που βρήκε. Και, βεβαίως, της ευθύνης με τη σημασία της λογοδοσίας σ’ αυτούς που έφυγαν και σ’ αυτούς που έρχονται. Της “Ευθύνης”, δηλαδή, όπως ο Κωστής Παλαμάς την οριοθέτησε στους “Πατέρες” του: “Παιδί μου το περβόλι μου που θα κληρονομήσεις/ όπως το βρεις κι όπως το δεις να μην το παρατήσεις./ Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα/ και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του/ κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις/ και να του φέρνεις το νερό τ’ αγνό της βρυσομάνας”.
Η έγνοια αυτή της ευθύνης, της ευθύνης του πνευματικού ανθρώπου, είναι διάχυτη στο όλο έργο του Γρηγοράκη, ένα έργο καθαρά εν τέλει αγωνιστικό: “Νιώσε να σου φυτρώνουνε φτερούγες σταυραετού/ δειλή ψυχή που λάσπωσες στ’ ανήμπορου το βούρκο/ που την ορμή σου έκαμες συντρόφι δισταγμού/ και χύμηξε μες στη ζωή, πάλεψε, γίνου αντάρτης/ και τις χαρές της κούρσεψε την ευτυχία πάρ’ της”.
Η επαναστατική διάθεση, η διάθεση εν τέλει για την αλλαγή της κοινωνίας ως έκφραση της προοδευτικής του ιδεολογίας (Ο Γρηγοράκης δεν δήλωνε απλά αριστερός, ήταν αριστερός) φαίνεται, εξάλλου, σε πολλά ακόμα ποιήματά του.
Ο άνθρωπος πρέπει ν’ αγωνίζεται για το καλύτερο, πρωτίστως, ωστόσο, για τους άλλους. Ακόμα κι όταν “των κακών αφέντηδων η δίαιτα” γεμίζει με καρφιά τα χέρια μας. Ακόμα κι όταν ο πόνος χτυπά άγρια τις καρδιές μας. […]
*Απόσπασμα από ομιλία του γράφοντος με τίτλο “Εν αρχή ην ο ποιητής Γρηγοράκης” που έγινε στην ημερίδα που διοργανώθηκε στο Κ.Α.Μ. (28.3.2009) για τον αξέχαστο “Μίγρη” απ’ τα “Χανιώτικα νέα”. Σαν κερί στο σημερινό 6ετές συναπάντημά του και με αφορμή τη μεθαυριανή εκδήλωση της μετονομασίας του χώρου της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, όπου φιλοξενούνται οι περιοδικές εκδόσεις σε αίθουσα “Μιχάλη Γρηγοράκη”, που διοργανώνει ο Δήμος Χανίων.