Ο μάγκας, συνήθης κοινωνικός χαρακτήρας της προπολεμικής περιόδου, στυλιζαρισμένη μορφή του ρεμπέτικου και του μεσοπολέμου ήταν κυρίως άντρας των λαϊκών στρωμάτων της πόλης, κυρίως Αθήνας – Πειραιά, που χαρακτηριζόταν από υπερβολική αυτοπεποίθηση, από έπαρση, καθώς και από ιδιάζουσα εμφάνιση ή συμπεριφορά.
Συνηθισμένα στην εμφάνιση του μάγκα ήταν το μακρύ μουστάκι, τα μυτερά παπούτσια με γυρισμένες μύτες, το καβουράκι, το παντελόνι με ρίγα και το κομπολόι Στη μέση οι μάγκες φορούσαν τυλιχτό ζωνάρι, κυρίως για να κρύβουν τα μικρά όπλα -μαχαίρια και πιστόλια- που κουβαλούσαν. Περπατούσαν με ιδιόρρυθμο τρόπο, σαν να κουτσαίνουν -από ’κει και το “κουτσαβάκης”, φορώντας μόνο το ένα μανίκι απ’ το σακάκι.
Οι μάγκες εμφανίστηκαν ως “κουτσαβάκηδες” γύρω στα 1870 και έδρασαν περίπου μέχρι το 1892 οπότε ο τότε διευθυντής της Aστυνομίας Μπαϊρακτάρης τους κυνήγησε αλύπητα. Εκτός από τη φυλάκιση και το κούρεμα με την ψιλή, έδωσε εντολή να τους κόβουν το μισό μουστάκι (υποχρεώνοντάς τους να ξυρίσουν και το άλλο μισό – θανάσιμη προσβολή για τους μάγκες της εποχής). Τους έκοβε επίσης τις μύτες απ’ τα παπούτσια και το μανίκι που κρεμόταν. Το 1896 πάντως, κατά τους πρώτους Oλυμπιακούς Aγώνες, της Αθήνας, οι κουτσαβάκηδες επιστρατεύτηκαν απ’ την Aστυνομία, προκειμένου να κατασταλεί η ξενόφερτη εγκληματικότητα!
Αργότερα, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο τύπος του μάγκα γνώρισε καινούργια αναβίωση, αυτή τη φορά συνδεμένος με την κουλτούρα της ρεμπέτικης μουσικής.
Η ελληνική λαϊκή μουσική έχει αφιερώσει αρκετά τραγούδια της στην περιγραφή και τις συνήθειες του μάγκα (βλ. του Βοτανικού ο Μάγκας, Ε ντε λα μαγκέ ντε Βοτανίκ, Πού ’σουν μάγκα τον Χειμώνα, ή Μάγκας βγήκε για σεργιάνι κ.ά.). Για την ετυμολογία υπάρχουν αρκετές απόψεις:
1.Από τη μάγκα “ενωμοτία άτακτων πολεμιστών”(λέξη αλβανοτουρκικής προέλευσης:μάγκας <αλβανική mangë <τουρκική manga). Κατά την εποχή του απελευθερωτικού μας αγώνα, οι στρατολογούμενοι από τους οπλαρχηγούς διαιρούνταν σε ενωμοτίες άτακτων πολεμιστών,που η κάθε μια τους ονομαζόταν “μάγκα”. Αυτό θεωρώ πως είναι η πιο λογική ερμηνεία, η πιθανότερη προέλευση της λέξης. Ο λαός θαύμαζε τους αγέρωχους, ελεύθερους κλέφτες αγωνιστές -”μάγκες”. Από εκεί και η καλή έννοια του (πραγματικού) μάγκα, με μεταφορική παρόμοια σημασία…
2. Από το λατινικό mango, -onis «έμπορας σκλάβων, έμπορας απατηλός» (Ν. Ανδριώτης).
3.Από τη… μάνικα (θεωρώ μη εξηγήσιμη ιστορικά – λογικά αυτή την εκδοχή, όπως και την προηγούμενη) κατά τον Γ. Μπαμπινιώτη, με την ερμηνεία ότι υπήρχε η συνήθεια να δίνονται σε ευγενείς ιππότες τα μανίκια των κυριών της αυλής.
Σήμερα ο ίδιος όρος εφαρμόζεται, μεταφορικά, για τον λαϊκό παλικαρά, άτομο που επιδεικνύει προκλητικά ή επιθετικά τη δύναμή του (τη “μαγκιά” του) στον κοινωνικό περίγυρο. Χρησιμοποιείται καμιά φορά και υποτιμητικά σε φράσεις όπως «κάνει το μάγκα», «τζάμπα μάγκες». Επίσης συνηθίζονται οι σύνθετες λέξεις «βαρύμαγκας» και «ψευτόμαγκας».
* δάσκαλος.