» Η αείφωτος λυχνία
Ηταν πρωινό της Μεγάλης Τρίτης του 2013 όταν άνοιξαν τα ουράνια σκηνώματα να εισέλθει η μακαρία ψυχή του μακαριστού μητροπολίτου Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίου.
Μια μακαρία οδός οδηγούσα στις αυλές του Κυρίου. Ενας τόπος αναπαύσεως. Μια αιώνια ευφροσύνη που ετοιμάζει ο Θεός “τοις αγαπώσιν αυτόν” (Α’ Κορινθ. 2, 9).
Ο μακαριστός μεγάθυμος και μεγαλόπνοος Ειρηναίος, αυτή η φωτεινή λυχνία, διά της βιωτής του άνοιξε δρόμους και εφώτισε μονοπάτια αναριθμήτων ψυχών από λαϊκός ακόμη μέχρι και τα έσχατά του ως πραγματικός ποιμένας και διδάσκαλος και με τις αλησμόνητες “πορείες για τον αγαπημένο μου Χριστό” όπως αναφέρονται στο ομώνυμο βιβλίο του.
Από της εις επίσκοπον εκλογής του και μέχρι της οσιακής τελευτής του ομόηχη και σύμψυχη ήταν η ομολογία των πιστών: “Τοιούτος γαρ ημίν έπρεπεν αρχιερεύς” (Εβρ. 7,26).
Και δεν διέψευσε ποτέ ο Γέροντάς μας αυτήν την ομολογία.
Εγινε τοις πάσι τα πάντα για να βοήθησει το Ποίμνιό του από τα πολλά και ποικίλα παθήματά του. Ετσι, όπως και ο Απόστολος Παύλος εδικαιούτο να ομολογεί: “τοις πάσι γέγονα τα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσω” (Α’ Κορινθ. 9,23). Αυτός κανείς δεν μπόρεσε και μπορεί όχι μόνο να το αρνηθεί, αλλά και να το υποτιμήσει. Ολοι, και ειδικά όσοι στάθηκαν δίπλα του και όσοι συνεργάσθηκαν μαζί του γνώριζαν καλά ποιος ήταν ο Ειρηναίος και πώς αναλισκότανε για τον λαόν που του εμπιστεύθηκε ο Θεός. Εις τύπον και τόπον Χριστού και ως φωτοδόχος λαμπάδα καιομένη και αναλισκομένη φώτιζε τις ανθρώπινες ψυχές. Τις γέμιζε φως και ελπίδα. Κουράγιο και απαντοχή.
Πολλές φορές όταν τα χρόνια βάρυναν το σώμα του και σκεφτότανε ότι θα έφευγε προς τον Πατέρα Του, θυμότανε τα λόγια του αποστόλου Παύλου προς τον μαθητήν του και απόστολον Τιμόθεον όντας δέσμιος στην φυλακήν. “Εγώ γαρ ήδη σπένδομαι και ο καιρός της εμής αναλύσεως εφέστηκε. Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα” (Β’ Τιμόθ. 4,5-7).
Ετσι ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά έφυγε από κοντά μας σωματικά, ο πατέρας και διδάσκαλός μας Ειρηναίος.
Εσβησε εν σώματι, όμως η φαεινή λαμπάδα του δεν έσβησε από την καρδιά και τη ζωή μας. Ενίκησε τον χρόνο και μας χάρισε μια αιωνία μνήμη. Εναν περιούσιο θησαυρό για μας και τους μετά από εμάς.
Σεβαστέ μου Γέροντα. Εμείς οι, ακόμη, ζώντες και περιλειπόμενοι πολλαπλώς ευεργετηθέντες και εν πληρότητι φωτισθέντες από Σένα, σ’ ευχαριστούμε “κατά πάντα και διά πάντα”. Εν τω φωτί Σου, το αοίδιο, θα πορευόμαστε. Η διδαχή σου πάντα στ’ αφτιά και στην καρδιά μας. Τι κι αν περνούν τα χρόνια, στιγμές μονάχα είναι και για να θυμηθώ τον ποιητή “τι σήμερα, τι αύριο στιγμές ο χρόνος είναι”.
Εσύ αυτές τις στιγμές τις έκανες αιωνιότητα για Σένα και για όλους μας. Σ’ ευχαριστούμε.
Και θα ήθελα, Γέροντά μου πολύτιμε και σεβαστέ, να τελειώσω τη φτωχή μου επετειακή αναφορά στο πρόσωπό Σου, να αναφερθώ σε μια συγκυρία με την εκδημία σου: Στις 30 Απριλίου εξεδήμησες και σε δέκα ημέρες μετά “θείω βουλήματι” εξεδήμησεν ο αδελφός σου, ο αλησμόνητος Θανάσης. Ηταν Παρασκευή της Διακαινησίμου, της Ζωοδόχου Πηγής, 10 Μαΐου, δ/ντής Ταχυδρομείου.
Ο μακαριστός Θανάσης, πέραν του ότι ήταν δίπλα σου, με την ευγενική σύζυγό του την κυρία Αγγέλα, το γένος Σαριδάκη, βάδιζε στα βήματά σου. Αθέατος, φιλάνθρωπος και ελεήμων και ταπεινός ιεροκήρυκας είτε σε συζητήσεις, είτε με γραπτά κείμενα δικά του ή άλλων. Πάντοτε τον θαύμαζα και χαιρόμουνα τη συντροφιά και συνομιλία του. Υπόδειγμα καλού, ειλικρινούς και ακέραιου ανθρώπου. Αντάξια και η κυρία Αγγέλα. Και η ευλογία του Θεού, ανάμεσα στις άλλες, να είναι πολύτεκνοι με επτά παιδιά, άξια και τιμημένα, τα οποία και ευφήμως αναφέρομε: τον μακαριστόν Γεώργιον και τους Μιχάλη, Σοφία, Αθηνά, Μαρία, Ιωάννη και Νεκταρία.
Ευλογημένος ο Θεός για ό,τι μας στέλνει και ό,τι μας παίρνει.
*θεολόγος – τ. λυκειάρχης