Ποιητής, στιχουργός αγαπημένων και διάσημων τραγουδιών, συγγραφέας επιτυχημένων ιστορικών μυθιστορημάτων με επίκεντρο το μουσικό θέατρο της Σύρου και επιμελητής πολλών έργων για τον πολιτισμό του γενέθλιου τόπου του, της Ερμούπολης και της Σύρου (από λευκώματα μέχρι λογοτεχνικές ανθολογίες και χρονικά), ο Μάνος Ελευθερίου έφυγε από τη ζωή το 2018, σε ηλικία 80 ετών, αλλά ο λόγος του επανέρχεται τώρα ολοζώντανος και ακμαίος, για να μας υπενθυμίσει τη μακρά του πορεία στη λογοτεχνία και τη μουσική, χάρη στο βιβλίο «Μαλαματένια λόγια», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Το βιβλίο αποτελεί μια αυτοβιογραφική αφήγηση εφ’ όλης της ύλης και αποτελείται από σειρά συνομιλιών τις οποίες είχε ο Ελευθερίου με τον Σπύρο Αραβανή και τον Ηρακλή Οικονόμου μεταξύ 2010 και 2013 στο σπίτι του στο Ψυχικό (συναντιούνταν κάθε Κυριακή πρωί). Η έκδοση περιλαμβάνει επίσης ανέκδοτο αρχειακό υλικό, με σελίδες γραμμένες από τον ίδιο και φωτογραφίες, καθώς κι ένα παράρτημα με επιλεγμένα κομμάτια από τα ημερολόγιά του. Με ζεστή, άμεση φωνή, η οποία όμως αποφεύγει προσεκτικά οποιαδήποτε αισθηματολογία και απομακρύνεται ευθύς εξαρχής από τον οποιονδήποτε ναρκισσισμό, ο Ελευθερίου ξεδιπλώνει για λογαριασμό των δύο φίλων και συνεργατών του όσα τα κομμάτια του βίου του προσδιόρισαν τη διαδρομή και την ταυτότητά του: από τα παιδική ηλικία στην Ερμούπολη και τα αρχικά, διερευνητικά βήματα στην ποίηση και στο τραγούδι μέχρι τις κατοπινές γνωριμίες με συνθέτες και ερμηνευτές, αλλά και ως την εποχή των μεγάλων κυκλοφοριακών επιτυχιών των μυθιστορημάτων τα οποία ξεκίνησε να δημοσιεύει όταν είχε μπει πια στην καλλιτεχνική και την ηλικιακή του ωριμότητα.
Μιλώντας για τους άπειρους στίχους που έγραψε, δίνοντας κομμάτια στους πιο διαφορετικούς συνθέτες και ερμηνευτές, ο Ελευθερίου ανοίγει μιαν εντυπωσιακή βεντάλια: τη βεντάλια του ελληνικού τραγουδιού από τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 μέχρι τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης αλλά και ως τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα. Οι πάντες παρελαύνουν από εδώ: Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Χατζιδάκις, Κώστας Καπνίσης, Χρήστος Λεοντής, Δήμος Μούτσης, Σταύρος Κουγιουμτζής, Γιάννης Μαρκόπουλος, αλλά και Νινή Ζαχά, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Στέλιος Καζαντζίδης, Βίκυ Μοσχολιού και Σωτηρία Μπέλλου.
Το τραγούδι έχει την τιμητική του στις εξομολογήσεις του Μάνου Ελευθερίου, δεν λείπουν, όμως, από την αφήγησή του και οι παραπομπές στη λογοτεχνία, όπου άλλοτε ανακαλεί τον τρόπο με τον οποίο υποδέχθηκε η κριτική τις παρθενικές του επιδόσεις στην ποίηση και στο διήγημα και άλλοτε καταθέτει τις σκέψεις του για το τι μπορεί να επιδιώκει και να επιζητεί κανείς γράφοντας θέατρο ή μυθιστόρημα. Από κοντά και οι επιδράσεις ή οι αναγνωστικές αγάπες – χωρίς σειρά και τάξη, όπως ανεβαίνουν συνειρμικά στη μνήμη τα λατρευτά ονόματα: από Άγγελο Σικελιανό, Γιώργο Σεφέρη, Κωστή Παλαμά, Γιάννη Ρίτσο, Κ.Π. Καβάφη, Διονύσιο Σολωμό, Νικηφόρο Βρεττάκο και Οδυσσέα Ελύτη μέχρι Τόμας Μαν και Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι.
Κάπου εδώ θα βρούμε και τη γοητεία που άσκησε, πριν από τη δικτατορία των συνταγματαρχών του 1967, στον νεαρό Μάνο το περιοδικό της Αριστεράς «Επιθεώρηση τέχνης», όταν μεσουρανούσε στα ζητήματα του πολιτισμού, προωθώντας κρίσιμες συζητήσεις για την τέχνη στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Και δίπλα στην «Επιθεώρηση τέχνης», η θητεία στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, η γνωριμία με τον Άγγελο Τερζάκη (έναν από τους σημαντικότερους πνευματικούς παράγοντες της Γενιάς του 1930), καθώς και η φάση της στρατιωτικής θητείας και της γραφικής εργασίας την οποία αναλαμβάνει εκεί ο άρτι στρατευμένος. Ο Ελευθερίου αναφέρεται επίσης δια μακρών στην περίοδο της χούντας, μεταδίδοντας κάτι από τον παλμό όλων εκείνων οι οποίοι βιάζονταν να απαλλαγούν από τη σκοτεινή παρουσία της, περιπλανιέται στη Μεταπολίτευση και φτάνει μέχρι και τις ημέρες μας, χωρίς να παραμερίζει ή να ξεχνά ποτέ την ποίηση, η οποία (ας μην το ξεχάσουμε ποτέ κι εμείς από τη μεριά μας) τον τρέφει από την αρχή μέχρι το τέλος – ό,τι κι αν σκεφτεί, ό,τι κι αν νιώσει, ό,τι κι αν πρόκειται να κάνει ή να κοιτάξει.