Κυριακή, 6 Οκτωβρίου, 2024

Ο Μανούσος Κουτσουδοβαρδάκης ή Λαφάσης παρολίγον “παπάς” τσ’ Αγιάς Βαρβάρας

Ο Μανούσος ήταν ένα κοπέλι άκακο με όχι και τόση μεγάλη νοημοσύνη. Έλεγε και έκανε μπουνταλές και συχνά ήταν στο καφενείο του Ψευτοστελή στη Μεσοχωρια, το κέντρο της κουβέντας. Ειδικά μερικών γερω-μασκαρατζήδων, που ψάχνανε κάποιο σαν το Μανούσο να γελάσουν, μια που εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο.
Εκείνη την ημέρα λοιπόν βρισκόταν στο καφενείο οι “αρχηγοί” των μασκαρατζήδων, ο γερω-Γλετζομιχάλης, ο Γυπαρόπετρος και ο Κυμιοναλέξανδρος. Ήταν επίσης και αρκετοί νεώτεροι θαμώνες στο καφενείο. Ένας από αυτούς, ο Γιώργης ο Αγγελάκης, ο Γγιουλαδογιώργης, μου είπε την ιστορία.
Καθόταν λοιπόν οι τρεις γερόντοι και έπιναν τον “καβέ” τους όταν κατέφθασε και ο Μανούσος.
– Βρε καλώς το, το Μανουσιό! Είπε μόλις μπήκε, ο Γλετζής.
– Στελή, κέρασέ τονε ένα καβέ!
– Όι, διάλοσο καβέδες πίνω γω! Στελή, βάλε μου ένα γκρασί.
– Είντα νέος απού το Περαχώρι. Αλήθεια πώς βρέχει εδά εκειά!
– Όι, δε βρέχει, μόνο λιάζει!
– Κειαμέ ετελεφώνησέ μου ο Τριπαλίτης πως βρέχει. Ε! Το μπαγάσα, ψόματα μούπενε!
Βέβαια τηλέφωνο εκείνη την εποχή δεν υπήρχε, μα το είπε έτσι για να αρχίσουν την κουβέντα.
Και συνέχισε: Εδά θωρείς, οπροχθές απούντανε ορθωμένος στ’ Αρμί στην Αγιά Βαρβάρα, όντεν επέρνανε απού τον Βλάχο απόξω, τον αρχίξανε τα αρμιανάκια τσι πέτρες και αλιντρίχα να του σπάσουνε τη γκεφαλή ντου και θαρρεί πως εγώ του τσι πετούνε από τη μπάνω μπάντα…
Βέβαια το θέμα το είχαν προσχεδιάσει οι τρεις τους εκείνη την ημέρα και το είχαν κουβεδιάσει πιο μπροστά.
Την κουβέντα την άρχισε ο Κυμιοναλέξαντρος:
– Μανουσιό, κατέεις εδά πως εμείς στ’ Αρμί ημάστανε ετσά σα τζοι ανεξάρτητους. Εσκεφτήκαμενε το λοιπός μια απού ‘μαστανε αλάργο και μακρέ απού τι ‘ν’ η εκκλησία να σε κάμωμενε παπά στην Αγία Βαρβάρα, μεγάλη η Χάρη τζη! Κατέεις το Κονοστάσι τσ’ Αγιάς Βαρβάρας απούνε μιας ολιά πλια πάνω, στο ρίζωμα απής περάσεις το σπίτι του Βλάχο. Και θα σ’ έχωμενε μοναχικό μας παπά οι Αρμιανοί.
Η Αγιά Βαρβάρα ήταν ένα μικρό εικονοστάσι όπως το θυμάμαι, πριν να γίνει μια όμορφη εκκλησούλα τη δεκαετία του ’50.
Λένε οι παλιοί πως κάποια εποχή έπεσε μια αρρώστια και ψοφούσαν οι όρθες (κότες). Σκέφτηκαν λοιπόν οι Αρμιανοί να χτίσουν ένα εικονοστάσι γλήγορα εκεί, να το αφιερώσουν στη Χάρη της Αγίας για να σταματήσει το κακό!
Πράγματι φώναξαν το χτίστη – μάστορα εκείνης της εποχής, που μπορεί να ήταν ο Μπλυμοσήφης από το Περαχώρι και γλήγορα το έκτισαν. Αμέσως βάλανε και την Αγιά Βαρβάρα στη θυρίδα που άφησε ο μάστορας.
Φώναξαν ύστερα και τον παπά Ηλία να κάνει τα Θυρανοίξια και ω! του θαύματος η αρρώστια σταμάτησε και δεν “ανέβηκε” από κει και πάνω!
Άλλοι πάλι έλεγαν πως το κτίσανε για να σταματήσει η Αγία μια μεγάλη γρίπη και να μη “βγει” στο Αρμί.
Τέλος πάντων η αιτία που έχτισαν οι παλιοί Ασηγωνιώτες την Αγιά Βαρβάρα ήταν το σταμάτημα κάποιας αρρώστιας και να σταματήσει μέχρι εκεί και να μην “ανεβεί” στην ορεινή συνοικία – γειτονιά, το Αρμί τσ’ Ασηγωνιάς.
Εγώ και ούλα τα κοπέλια πηγαίναμε κάθε χρόνο στη Χάρη της για να φάμε τσι τηγανίτες – λουκουμάδες που εκείνη την ημέρα έφερναν για Χάρη Της οι Ασηγωνιώτες!
Στο καφενείο, λοιπόν, του Ψευτοστελή με το Λαφασομανούσο και τους τρεις γερόντους από τ’ Αρμί:
– Ναι, μα δε γατέω να ψάλλω! Ένα φεγγάρι πήγαινα στην εκκλησία, μα έκανα άλλες δουλειές απού μου λέγενε ο παπά Ηλίας.
– Ναι και μέχαρε μα πρέπει να κατέεις να ψάλλεις και πρέπει να μάθεις μερκά τροπάρια και μπάρε μου να κατέεις και το Χριστός Ανέστη να μας το πεις ταχιά την άλλη το Πάσχα απού ‘ρχεται!
Όταν τέλειωσε η “Εξεταστική Επιτροπή” ο Λαφάσης ετοιμιάστηκε να φύγει.
– Εδά θα φύγω γιατί μούπενε ο γέρω Μελάς να πάω να του σκάψω έναν αμπέλι δυο ν εργατών. Την άλλη Παρασκή θάρθω να σασε πω τα τροπάρια απού ‘μαθα.
Μόλις έφυγε ο Μανούσος πήγε κατευθείαν στο σπίτι του παπά Ηλία.
– Καλώς το Μανουσιό. Εδά ‘λεγα και γω που θα σε γυρεύω γιατί σε χρειγιάζομαι!
– Και ‘γω παπά θέλω μια βοήθεια. Είπασί μου οι Αρμιανοί πως θέλουνε να με κάμουνε παπά στην Αγιά Βαρβάρα. Είπε στη συνέχεια όλα όσα του είπανε οι τρεις τους.
Ο παπάς κατάλαβε αμέσως πως πίσω από όλα αυτά κρυβόταν κάποια πλάκα.
– Κι αμέ ετσά, σου ‘πανε ο Γλετζομιχάλης και ο Γυπαροπέτρος.
Εμένα, δε με νοιάζει καθόλου. Μαγάρι νάχε σε κάμουνε παπά να ξεμπλέξω και γω, απού τσ’ Αρμιανούς. Είνταδε μπατούνε καθόλου στην εκκλησία γιατί ‘ναι αλάργο. Μα στην Αγιά Βαρβάρα θα ‘ρχονται γιατί ‘ναι στη μια μπάντα.
Εγώ θα σου μάθω μερκά τροπάρια να των τα λέεις κάθε Κυριακή.
Μόνο πλια ομπρός να πάεις να μου φέρεις ένα δεμάτι κατσοπρίνια γιατί θέλει η παπαδιά να φουρνίσει. Και μόλις τα φέρεις θα σου μάθω εγώ τα τροπάρια.
Έτσι και έγινε, ο παπάς έμαθε τα τροπάρια στο Λαφασομανούσο και του έδωσε και ένα παλιό θυμιατήρι και κάμποσο λιβάνι.
Την επόμενη Παρασκευή φάνηκε στην πόρτα του καφενείου φορώντας ένα μαύρο πουκάμισο και με ένα παπαδίστικο σκουφάκι στο κεφάλι, που του είχε δώσει ο παπά Ηλίας. Στα χέρια του κρατούσε ένα θυμιατήρι αναμμένο και μέσα είχε ρίξει πιο μπροστά αρκετό λιβάνι.
Μέσα ήσαν οι τρεις τους και τον περίμεναν.
– Καλώς το Μανουσιό. Έλα να δούμενε είντα ‘μαθες. Θωρώ πως έχεις και θυμιατήρι και παπαδίστικο μπερεδάκι! Μα εσύ είσαι βέβαια παπάς και δεν σου λείπει πράμα.
Ο Μανούσος πήγε κοντά, έριξε πάλι το υπόλοιπο λιβάνι στο αναμμένο θυμιατήρι και άρχισε να λέει το τροπάρι με όλη τη δύναμη της φωνής του, συγχρόνως θύμιαζε, όπως έκανε ο παπάς, όλο το μαγαζί.
Όταν τελείωσε πήρε το λόγο ο Γυπαρόπετρος.
– Ναι καημένε μα…
– Είντα μα! Δε ντου λείπει πράμα είναι παπάς με τα ούλα ντου, απάντησε ο Κυμιοναλέξαντρος.
– Όι θαρρώ πως του λείπει η παπαδιά! Πρέπει πλιά ομπρός να βρεις γυναίκα και νάναι κι απού τ’ Αρμί. Δε μπορούμενε να σε κάμωμενε παπά χωρίς τη παπαδιά!
Έτσι μπλόκαρε το πράμα και δεν προχώρησε. Το μόνο που του έμεινε ήταν το παρατσούκλι. Από δω και μπρος δεν τον έβρισκε αλλιώς παρά Παπαμανούσο.
Συνέχισε όμως να μαθαίνει τροπάρια και να κουβαλά ξύλα στον παπά Ηλία. Κάθε φορά τα έλεγε στην “Εξεταστική Επιτροπή” που από μέσα της “ξεραίνονταν στα γέλια”.
Αυτό θα διαρκούσε πάρα πολύ αν δεν συνέβαινε ένα θανατηφόρο ατύχημα, όπως μου είπε ο Κωσταντής ο Νικολακάκης.
Ο Μελάς είχε ένα δρυ – βελανιδιά στου “Μελά τη μπαπούρα” και κάλεσε το Λαφάση που τώρα τον έλεγαν “Παπαμανούσο” να του κόψει ένα μεγάλο κλωνάρι που “έπνιγε” μια ελιά. Αυτός ανέβηκε πάνω και άρχισε με ένα μανάρι – τσεκούρι να κόβει τον κλώνο.
Στεκόταν όμως από τη μεριά του κλαδιά, έτσι που όταν κόβονταν θα έπεφτε μαζί του! Πράγματι το κλαδί κόπηκε σε λίγο και έπεσε κάτω, μαζί και “ο Παπαμανούσος”. Δυστυχώς τραυματίστηκε θανάσιμα με αποτέλεσμα η Αγιά Βαρβάρα και οι Αρμιανοί να μείνουν… χωρίς παπά.

Υ.Γ.: Αναμάζωξα πάλι “Ιστορίες τσ’ Ασηγωνιώτικης Ρίζας” και τσι ‘καμα ένα βιβλίο με τίτλο “Μαδαρίτικα αναστορήματα” και θα το βρείτε στο βιβλιοπωλείο “Πετράκη”.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα