«Η Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα»
Ν. Καζαντζάκης
Ο θρύλος του μαρμαρωμένου Βασιλιά δεν είναι απλά ένας θρύλος. Είναι το όνειρο, είναι η ελπίδα που δεν πεθαίνει ποτέ, η φαντασία, ο πόθος και τελικά η αλήθεια.
Θρύλοι αιώνων αναφέρουν ότι ο “Μαρμαρωμένος Βασιλιάς”, θα ξυπνήσει και θα πάρει πίσω την Πόλη, την Κωνσταντινούπολη ,την οποία άλωσαν οι Τούρκοι στις 29 Μαίου του 1453 και “εφόνευσαν” τον τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ΙΓ΄.
Στην συνέχεια κυρίεψαν όλο τον Ελληνικό χώρο για 400 χρόνια.
Ο αυτοκράτωρ Νίκαιας ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΤΑΤΖΗΣ γεννήθηκε στα 1193 μ.Χ. στο Διδυμότειχο και ήταν γόνος επιφανούς οικογένειας. Καταγόταν από οικογένεια η οποία βρισκόταν κοντά στη βασιλική σύγκλητο, αφού ο παππούς του Κωνσταντίνος, ήταν Στρατοπεδάρχης του αυτοκράτορος Μανουήλ του Κομνηνού. Όταν πέθαναν οι γονείς του Ιωάννη του άφησαν πολύ μεγάλη περιουσία την οποία όμως μοίρασε στους φτωχούς, καθώς και σε αφιερώματα σε Ιερούς Ναούς.
Έγινε λοιπόν από τότε ο Ιωάννης, ο προστάτης των αδικουμένων, ο δικαιότατος κριτής, η πηγή της αστείρευτης ελεημοσύνης, τόσο, που του δόθηκε το προσωνύμιο “Ελεήμων”!
Ήταν ακόμη ευσεβής και πιστός στην Ορθοδοξία αυτοκράτωρ και όχι μόνο έδειξε, αλλά και κατάφερε με το ζήλο του να βαπτιστούν Χριστιανοί όλοι οι Ιουδαίοι της επικράτειάς του!!!
Το παράδειγµα του έδινε θάρρος στους άλλους στρατιώτες που ξεπερνούσαν τους εαυτούς τους στην υπεράσπιση της Βασιλεύουσας. Όταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αντιλήφθηκε ότι οι Τούρκοι είχαν µπει στην εσωτερική πλευρά των τειχών από την Κεκρόπορτα, έβγαλε τα βασιλικά του ρούχα και όλα τα σύµβολα της αυτοκρατορικής του εξουσίας και παίρνοντας ένα σπαθί και µια ασπίδα κατευθύνθηκε στην Πύλη του Ρωµανού για να αγωνιστεί µέχρι θανάτου, αφού η µάχη φαινόταν χαµένη. Ο θρύλος λέει ότι τη στιγµή που ο βασιλιάς περικυκλώθηκε από τους Τούρκους, ένας άγγελος του Κυρίου τον άρπαξε και τον έκρυψε σε µια σπηλιά, αφού πρώτα τον µαρµάρωσε. Στη σπηλιά αυτή περιµένει για αιώνες ο “Μαρµαρωµένος Βασιλιάς” να ξαναέρθει την κατάλληλη στιγµή, “το πλήρωµα του χρόνου”, και ο άγγελος Κυρίου θα του ξαναδώσει τη ζωή και το σπαθί του για να διώξει του Τούρκους από την Κωνσταντινούπολη και να τους κυνηγήσει µέχρι την Κόκκινη Μηλιά και στη µάχη που θα γίνει οι Τούρκοι θα νικηθούν και “θα κολυµπήσει το µοσχάρι στο αίµα τους”, Ο θρύλος προσθέτει, ακόµα, ότι οι Τούρκοι ψάχνουν συνεχώς να ανακαλύψουν τη σπηλιά, όπου βρίσκεται ο Μαρµαρωµένος Βασιλιάς για να χτίσουν την είσοδο της, ώστε να µην µπορεί να ξαναβγεί από εκεί. Όµως, οι προσπάθειες τους είναι συνεχώς άκαρπες, αφού ο άγγελος προστατεύει τον Μαρµαρωµένο Βασιλιά και περιµένει την εντολή του θεού για να τον ξυπνήσει. Υπάρχουν βάσιμες και αξιόπιστες μαρτυρίες μεταξύ των οποίων και η επόμενη που δημοσιεύθηκε σε άρθρο της δημοσιογράφου Ελένης Κυπραίου, πρώτης παρουσιάστριας της Ελληνικής Τηλεόρασης, παραμονή της Αλώσεως, 28 Μαΐου του 1990. Ανάμεσα στα άλλα, αναφέρει μια συνταρακτική αποκάλυψη:
“Πριν μερικά χρόνια, υπηρετούσαν, από τη μια κι από την άλλη πλευρά του Έβρου, στα σύνορα, που διαιρούν τη Θράκη μας στα δύο, αντίστοιχα, Έλλην και Τούρκος στρατηγός. Οι δύο άνδρες είχαν συνδεθεί με στενή μεταξύ τους φιλία. Πολύ περισσότερο που ο Τούρκος στρατηγός, είχε σύζυγο Ελληνίδα.
Όταν έφθασε ο καιρός να μετατεθούν για άλλη υπηρεσία, προσκάλεσε ο Τούρκος τον Έλληνα συνάδελφό του.
«Τόσον καιρό, του είπε, περάσαμε ανέφελα μαζί. Οι διαφορές που έχουν οι δύο χώρες μας μεταξύ τους, δεν επηρέασαν τη φιλία μας. Αλλά κι’ εμείς οι Τούρκοι θεωρούμε τη φιλία ιερή. Θα ήθελα αύριο το βράδυ να σου το αποδείξω».
Την επόμενη, στις 10 το βράδυ ακριβώς, ο Έλληνας στρατηγός επιβιβαζόταν στο ιδιωτικό αυτοκίνητο του Τούρκου. Νύχτα αφέγγαρη ήταν. Ερημικοί οι δρόμοι. Ανοιχτή κι η λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας προς την Πόλη. Κοντά μεσάνυχτα πρέπει να πλησίασαν στις παρυφές της. Ησυχία στους δρόμους. Γρήγορος ο Τούρκος οδηγός, μπήκε, βγήκε από στενά, από περιπεπλεγμένα σαν κουβάρι καλντερίμια. Έσβησε τη μηχανή, σταμάτησε μπροστά σε καγκελόπορτα με γραφές στα Ελληνικά.
Ο γοργός ρυθμός, η αγωνία, η περιέργεια, δεν άφηναν στον Έλληνα περιθώρια να ψάξει, ούτε καν να προβληματισθεί. Ακολουθούσε τον Τούρκο πειθήνια, σαν αυτόματο, χωρίς φόβο, με περίσσια εμπιστοσύνη. Ούτε καν που του πέρασε από το μυαλό, πως μπορούσαν να’ναι και κακές οι προθέσεις του. Στάθηκαν μπροστά σε διπλομανταλωμένη σιδερένια στενή θύρα. Έβγαλε κλειδί απ’ την τσέπη του ο Τούρκος. Ξεκλείδωσε. Άνοιξε. Υπόγειο ήταν.
Μούχλα και κλεισούρα ανέδιναν οι τοίχοι.
Μισάνοιξε η βαριά θύρα. Ισχνό φως στο εσωτερικό. Υπερκόσμιο. Μυστηριακό. Υπόγειο; Μπουντρούμι; Κενοτάφιο;
Και τότε μόνον μίλησε ο Τούρκος:
«Εσείς οι Έλληνες, δεν πιστεύετε στον θρύλο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά ?Δεν λέτε και ξαναλέτε μεταξύ σας πως βόλι εχθρού δεν τον άγγιξε? Πως δεν τον κατάπιε το μανιασμένο πλήθος των πορθητών της Πόλης? Αλλά πως θα τον τράβηξε η Παναγία στην αγκαλιά της για να τον κάνει αθάνατο? Δεν είστε βέβαιοι πως ζει ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς? Δεν είναι θρύλος, ψεύτικη ελπίδα, όνειρο, φαντασία. Είναι η αλήθεια, δες και μόνος σου. Στο πάτωμα μισοανασηκωμένος στον έναν αγκώνα ο Έλληνας είδε, είδε με τα μάτια του τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά ανασηκωμένο. Ρίγος μεταφυσικό τον διαπέρασε. Θόλωσαν από τα δάκρυα τα μάτια του. Έκανε το σταυρό του. Μπροστά του εκεί σε απόσταση ανάσας το θαύμα. Κι ήταν αυτός ο τυχερός που είχε αξιωθεί να το ζήσει. Πηχτή σιωπή, σχεδόν κοβόταν με μαχαίρι. Μίλησε πάλι ο Τούρκος « Πριν μερικά χρόνια κειτόταν στο έδαφος ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς. Τον τελευταίο καιρό άρχισε σιγά σιγά να σηκώνεται. Πάμε» Ξανάκλεισαν τη θύρα. Την ξανακλείδωσαν. Αντίστροφα βγήκαν μέχρι την αυλή από τα υπόγεια. Ξαναπέρασαν την καγκελένια πόρτα. Δεν άφησαν πίσω ίχνη από τις πατημασιές τους. Κανείς δεν τους είχε δεί. Δεν είχε ακόμα ξημερώσει όταν έφτασαν στον Έβρο. Προτού αποχωρισθούν, φιλήθηκαν σταυρωτά. Το ποτάμι κυλούσε ορμητικά προς το Αιγαίο. «Γυρίζει πίσω το ποτάμι», μονολόγησε ο Έλλην στρατηγός. «Γυρίζει όταν το θελήσει ο Θεός».
Υπηρέτησε αργότερα στο κέντρο. Προτού αποστρατευτεί θεώρησε υποχρέωση του να αποκαλύψει το μεγάλο μυστικό στην προσωπικότητα που μας το εμπιστεύτηκε, κατονομάζοντας και τον στρατηγό, κάτω από το βλέμμα του Θεού και της Παναγίας. Κάναμε κι εμείς τον σταυρό μας μουρμουρίζοντας «ΔΕΝ ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ».