Εκείνα τα χρόνια ο αγροφύλακας ήταν η απόλυτη εξουσία για τα χωράφια και τις αγροζημίες. O,τι απόφαση θα έπαιρνε ο αγροφύλακας, ήταν νόμος απαράβατος!
Aρκετές φορές η απόφασή του άμβλυνε διενέξεις που κατά πάσα πιθανότητα μπορεί να κατέληγαν σε άσχημα πράγματα, ειδικά στα ορεινά χωριά.
Μια παρατήρησή του όπως: «Πες του πως ανε και τα ξαναβάλει θα τονε καταγγείλεις», παράγγελνε ο ιδιοκτήτης και αυτός την εκτελούσε.
– Ανε και ξαναβάλεις τη ν’ αίγα σου στο χωράφι του Γιάννη του τσαγκάρη, να το κατέεις πως κι αν είσαι σύντεκνός του, θα σε μπέψω εγώ στα Ρούστικα στον Αγρονόμο.
Αυτή ήταν η τελευταία ειδοποίηση, και όπως λένε στην ποδοσφαιρική γλώσσα, η κίτρινη κάρτα.
Καμιά φορά, όχι πάντα, ερχόταν και η κόκκινη και τότε χωρίς ειδοποίηση στο ζημιωτή, έφθανε το μπιλιετάκι, πως είναι κατηγορούμενος «και θα πρέπει να μεταβεί στα Ρούστικα για να δικαστεί για την αγροζημιά που έκανε».
Ο ιδιοκτήτης όμως είχε άλλη άποψη και δεν ήθελε να πάει στο δικαστήριο ο σύντεκνός του. Ομως ήταν αργά:
– Εγώ του το είπα και του έκανα δυο φορές την παρατήρηση. Μα αυτός εξαναβάλενε τη ν’ αίγα ντου στο χωράφι.
Αστονε να πάει στα Ρούστικα, να μην το ξανακάμει, μα ‘γω θα πάω και θα με ρωτήξει ο αγρονόμος και θα του πω πως έχει πολλά κοπέλια και είναι καλός άνθρωπος και δε ντο ξανακάνει και θα τον αθωώσει!
Έτσι, λοιπόν, είχαν μαζευτεί αρκετοί Ασηγωνιώτες κατηγορούμενοι για την συγκεκριμένη ημερομηνία, για τα Ρούστικα.
Αφού έγινε το δικαστήριο και βγήκαν οι αποφάσεις, που άλλες ήσαν καταδικαστικές και άλλες αθωωτικές, ξεκίνησαν να επιστρέψουν στο χωριό.
Ανάμεσά τους ήταν και ο Μαθιός. Δεν μπόρεσα να μάθω γιατί τον κατηγορούσαν. Πάντως, έμαθα πως η απόφαση που τον αφορούσε ήταν αθωωτική.
Περπάτησαν κάμποσο, και αφού βρήκαν ένα δροσερό μέρος, κάθισαν να γευματίσουν ό,τι κρατούσαν.
– Εδά τηνε γλύτωσα, μονολογούσε ο Μαθιός, μα καλό τονε θέλει απού θα ξαναβάλει τα οζά ντου στη χαλέπα του…
Εκείνη τη στιγμή περνούσε κάποιος και λαλούσε ένα γάιδαρο.
– Πού τονε πάεις κουμπάρε το γάιδαρο; Βόλιτα;
– Οϊ δε ντονε πάω βόλιτα μόνο γυρεύω κιανένα χωράφι να τονε βάλω.
– Ετούδα ομπρός σου είναι ένα χωράφι δε ντο θωρείς;
– Και δικό σου είναι;
– Ναι κι αμέ δικό μου είναι και το παχτώνω…
– Και πόσους παράδες θέλεις;
– Ενα μπενιντάρικο. Και άστονε εκειά μέσα όσο γκαιρό θέλεις.
– Και έχει μπάρε μου νερό;
– Κιαμέ δε ν’ έχει; Μόλις σιοπατήσεις έχει μια ν’ αναβάλουσα. Ντούναβης!! σου λέω!
– Ε! Πάρε το μπενιντάρικο. Μα πώς θα τονε βάλω απού είναι κλειστός;
– Εγώ θα σου ανοίξω.
Παίζει τότε ο Μαθιός με την τεράστια δύναμη που είχε, μια της πόρτας και έπεσε κάτω και σπρώχνοντας έβαλε το γάιδαρο μέσα στη χαλέπα, “ιδιοκτησία” του Μαθιού.
Αμέσως, αφού έφυγε ο άνθρωπος, έφυγαν και η Γωνιώτικη συντροφιά για το χωριό. Οπως μου είπαν, με την προτροπή του Μαθιού, παραμέρισαν στην Αργυρούπολη – πόλη σε κάποιο κρασοφαγάδικο στο Κατωχώρι και “εξαργύρωσαν” το πενηντάρικο που εκείνη την εποχή ήταν ένα σεβαστό ποσό!
Γιά σου Σήφη με τα ωραία σου