Σκέψεις με αφορμή την τιμητική συναυλία του ΚΚΕ στο κατάμεστο στάδιο Ειρήνης και Φιλίας
Στα 60 χρόνια μουσικής του προσφοράς ο Σταύρος Ξαρχάκος έχει αφήσει ένα πλούσιο και πολυεπίπεδο έργο. Έχει γράψει μουσική για το θέατρο, τον κινηματογράφο, το αρχαίο δράμα, όπερες.
Σπουδαίοι είναι οι κύκλοι τραγουδιών του σε ποίηση μεγάλων ποιητών και στιχουργών. Έχει συνεργαστεί με σπουδαίους ερμηνευτές, όπως ο Νίκος Ξυλούρης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Βίκυ Μοσχολιού, η Μαρία Δημητριάδη, ο Νίκος Δημητράτος, η Νάνα Μούσχουρη, η Σωτηρία Λεονάρδου κ.ά.
«Φτωχολογιά, για σένα κάθε μου τραγούδι…»
Ο Σταύρος Ξαρχάκος γεννήθηκε στις 14/3/1939 στην Αθήνα. Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, με την Νάντια Μπουλανζέ, και στη σχολή «Τζούλιαρντ» της Νέας Υόρκης. Έχει γράψει τραγούδια για περισσότερους από 42 δίσκους, μουσική για 21 ταινίες και 15 τηλεοπτικές παραγωγές. Ακόμα, έχει συνθέσει μουσική για αρχαία τραγωδία, δράματα και διεθνή μπαλέτα.
Όπως έχει πει ο ίδιος, «ευτύχησα να έχω σπουδαίους και εμπνευσμένους δασκάλους. Τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Νίκο Γκάτσο, την Νάντια Μπουλανζέ, τον Ντέιβιντ Ντάιαμοντ και τον Λέοναρντ Μπερνστάιν.
Έτσι έμαθα να μιλώ όσο μπορώ λιγότερο. Έτσι έμαθα να ακούω και να αφουγκράζομαι όσο μπορώ περισσότερο. Έτσι έμαθα ότι στις πέντε οριζόντιες γραμμές του πενταγράμμου δεν κάθονται μαύρα στίγματα, αλλά χελιδόνια που τραγουδούν αδιάκοπα…».
Από πολύ νέος έγραψε μουσική και τραγούδια για θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές ταινίες, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία από τις αρχές της δεκαετίας του ‘60, μεταξύ άλλων με τη μουσική του για τις ταινίες «Ταξίδι» (1962), «Κόκκινα Φανάρια» (1963), «Τρίτος Δρόμος» (1963) και «Λόλα» (1964).
Χαρακτηριστικός είναι ο δίσκος «Κόκκινα Φανάρια», που κυκλοφορεί το 1963 και περιλαμβάνει τραγούδια και ορχηστρικά κομμάτια από την ομώνυμη ταινία σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη και σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη (από το θεατρικό έργο του Αλέκου Γαλανού).
Αξέχαστες επιτυχίες του δίσκου, σε στίχους Λ. Παπαδόπουλου και με τη μοναδική φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση, είναι η «Άπονη Ζωή», που …«μας πέταξες στου δρόμου την άκρη, μας αδίκησες / Ούτε μια στιγμή δεν είπες να μας διώξεις το δάκρυ, μας κυνήγησες», και η «Φτωχολογιά»… «Φτωχολογιά, για σένα κάθε μου τραγούδι / Για τους καημούς σου που σεργιανούν στη γειτονιά / Φτωχολογιά, που απ’ τον πηλό βγάζεις λουλούδι / και τους λυγμούς σου τους πλέκεις ψιλοβελονιά / Στα χέρια σου μεγάλωσαν και πόνεσαν και μάλωσαν / άνδρες μ’ ολοκάθαρη ματιά / Ψηλά κυπαρισσόπουλα, χαρά στα κοριτσόπουλα / που ‘χουν κι αγκαλιάζουν τη φωτιά».
Ο Ξαρχάκος, με τις μουσικές και τα τραγούδια που έγραψε για τα “Κόκκινα Φανάρια” και έναν χρόνο αργότερα για τη “Λόλα” του Ντίνου Δημόπουλου, θεμελίωσε – από τα μέσα της δεκαετίας του ‘60 – την παρουσία του ως ένας σπουδαίος λαϊκός συνθέτης με δυνατό ένστικτο στη μουσική για σινεμά.
Μουσική που εμψυχώνει
Το 1966 κυκλοφορεί ο δίσκος «Ένα Μεσημέρι», που περιλαμβάνει ορχηστρικά θέματα και τραγούδια σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, για την ταινία του Γ. Δαλιανίδη «Διπλοπενιές». «Μάτια Βουρκωμένα», «Στου Όθωνα τα Χρόνια», «Άσπρη Μέρα και για μας», «Με τι καρδιά τον κόσμο ν’ αρνηθώ», με ερμηνευτές τους Γρ. Μπιθικώτση, Β. Μοσχολιού και Στ. Κόκοτα, οι οποίοι στη συνέχεια συμμετείχαν και σε άλλους δίσκους του συνθέτη, ερμηνεύοντας πλήθος τραγουδιών. Όπως ο δίσκος «Κόσμε αγάπη μου», που κυκλοφόρησε με τους ίδιους ερμηνευτές το 1969, σε στίχους Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Συνέχισε να γράφει μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, παραμένοντας ιδιαίτερα ενεργός στη δισκογραφία έως τα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Εκείνη την περίοδο συνέθεσε τη μουσική για το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το Μεγάλο μας Τσίρκο», που ανέβηκε τον Ιούνη του 1973 στο Θέατρο «Αθήναιον» από τον θίασο της Τζένης Καρέζη και του Κώστα Καζάκου.
Η παράσταση αυτή έμεινε στην Ιστορία, καθώς εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες αντιδικτατορικές εκδηλώσεις του λαού της Αθήνας. Η θεατρική απόδοση της σκηνής του Καραγκιόζη διδάχθηκε από τον Ευγένιο Σπαθάρη, ο οποίος διακόσμησε και τον χώρο της εισόδου, ενώ τους βασικούς ρόλους ερμηνεύουν οι Καζάκος, Καρέζη, Παπαγιαννόπουλος, Περλέγκας, Καλαβρούζος. Τα τραγούδια επί σκηνής ερμήνευσε ο Νίκος Ξυλούρης. Τραγούδια που εμψύχωναν, που συγκινούσαν, που «δίδασκαν»: «Φίλοι κι αδέλφια, μανάδες, γέροι και παιδιά / στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε / ποιοι περπατούν στα σκοτεινά και σεργιανούνε στα στενά». «Κι όπου φοβάται φωνή ν’ ακούει απ’ το λαό / σ’ έρημο τόπο ζει και βασιλεύει / κάστρο φυλάει ερημικό, έχει τον φόβο φυλαχτό / όπου φωνή φοβάται ν’ ακούει απ’ το λαό».
Το 1974 κυκλοφορεί μια νέα συνεργασία του με τον Νίκο Γκάτσο, το «Νυν και Αεί», με ερμηνεύτρια την Β. Μοσχολιού. «Πρωτομαγιά με τον σουγιά, χαράξαν τον φεγγίτη / και μια βραδιά σαν τα θεριά, σε πήραν απ’ το σπίτι / Κι ένα πρωί, σε μια γωνιά στην Κοκκινιά / είδα τον μπόγια να περνά και τον φονιά / γύρευα χρόνια μες στον κόσμο να τον βρω / μα περπατούσε με τον Χάρο στο πλευρό».
Η συνεργασία του συνθέτη με τον Ν. Γκάτσο μάς έχει χαρίσει αξέχαστα τραγούδια, ερμηνευμένα από τον μοναδικό Νίκο Ξυλούρη, όπως το «Έβαλε ο Θεός σημάδι» και «Γεια σου χαρά σου Βενετιά»: «Γεια σου χαρά σου Βενετιά, βγήκα σε θάλασσα πλατιά / και τραγουδώ στην κουπαστή, σ’ όλο τον κόσμο ν’ ακουστεί / Φύσα αεράκι, φύσα με, μη χαμηλώνεις ίσαμε / να δω στην Κρήτη μια κορφή, που ‘χω μανούλα κι αδερφή».
Ο Νίκος Ξυλούρης και η Αφροδίτη Μάνου ερμήνευσαν επίσης μοναδικά τα τραγούδια στον δίσκο «Διόνυσε Καλοκαίρι μας», του 1972. «Αυτόν τον κόσμο τον καλό, τον χιλιομπαλωμένο / βρε ράβε ξήλωνε, ράβε ξήλωνε / δουλειά, δουλειά, δουλειά να μη σου λείπει», σε στίχους Β. Ανδρεόπουλου, και «Πώς να σωπάσω μέσα μου την ομορφιά του κόσμου; / Ο ουρανός δικός μου, η θάλασσα στα μέτρα μου», σε στίχους Κ. Κινδύνη, ορισμένα μόνο από τα πανέμορφα τραγούδια.
Ένας ακόμα σπουδαίος δίσκος προέκυψε από τη συνεργασία του Στ. Ξαρχάκου με τον Ν. Γκάτσο, το «Ρεμπέτικο» του 1983, που ήταν και μουσική για την ομότιτλη ταινία σε σκηνοθεσία του Κώστα Φέρρη. «Τα παιδιά της Άμυνας», «Μπουρνοβαλιά», «Στου Θωμά», «Καίγομαι καίγομαι», «Το δίχτυ», «Μάνα μου Ελλάς»… Τραγούδια που μέχρι σήμερα μένουν διαχρονικά στα χείλη, στον ψίθυρο, στο χορό: «Δεν έχω σπίτι πίσω για να ‘ρθω, ούτε κρεβάτι για να κοιμηθώ / Δεν έχω δρόμο, ούτε γειτονιά να περπατήσω μια Πρωτομαγιά / Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα / μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια, εσύ φοράς τ’ αρχαία σου στολίδια»…
Το αριστούργημα της παγκόσμιας ποίησης «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας» έγραψε ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, θρηνώντας τον θάνατο του φίλου του, λαοφιλή ταυρομάχου από την Ανδαλουσία, σε ταυρομαχία στη Σεβίλλη το 1934. Ο Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας είχε και ο ίδιος καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, ενώ διοργάνωνε ποιητικές βραδιές συγκεντρώνοντας γύρω του τους πιο σπουδαίους Ισπανούς ποιητές της εποχής του.
Δυο χρόνια αργότερα, κοντά στη Γρανάδα, στο χωριό Βιθνάρ, κοντά στην «Πηγή των Δακρύων» βρήκε τραγικό θάνατο ο ίδιος ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, το πρωινό της 19ης Αυγούστου 1936, δολοφονημένος από τους φαλαγγίτες του δικτάτορα Φράνκο.
Η απόδοση στα Ελληνικά έχει γίνει από τον Νίκο Γκάτσο, ενώ ο Σταύρος Ξαρχάκος μελοποιεί, γράφοντας ένα λυρικό δράμα και έπος παράλληλα, για σύνολο λαϊκών οργάνων, το οποίο ηχογραφείται το 1969 με αφηγητή τον αξεπέραστο Μάνο Κατράκη και βαρύτονο τον διεθνούς φήμης Κώστα Πασχάλη. Το έργο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: «Το χτύπημα και ο θάνατος», «Το σκόρπιο αίμα», «Σώμα στην πέτρα», «Ψυχή φευγάτη».
Γράφει ο ίδιος ο Στ. Ξαρχάκος για το έργο: «Α, τι φριχτά στις πέντε που βραδιάζει! / Ήταν πέντε σ’ όλα τα ρολόγια… / Πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει…
Ο Θάνατος μέσα στην πιο γαλήνια ώρα – πώς χώρεσε στ’ αλήθεια… Πέντε η ώρα τ’ απόγευμα, ο ταυρομάχος Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας σκοτώθηκε στην αρένα του Μανθανάρες. Την ίδια ακριβώς ώρα, γονατιστός μπροστά στο νεκρό κορμί, ο ποιητής Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα προσκυνούσε την ανθρωπότητα μέσα στα πεθαμένα μάτια του χαμένου φίλου.
Πέντε η ώρα τ’ απόγευμα, κι ο ταυρομάχος Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα δολοφονήθηκε στην αρένα της ελευθερίας του πνεύματος, χτυπημένος από τον ίδιο ταύρο.
Κάθε τόσο, στις πέντε τ’ απόγευμα, ένας ταυρομάχος, ποιητής, ηγέτης, άνθρωπος, θυσιάζεται στην αρένα του Μανθανάρες την ώρα που παλεύει αγώνα ιερό.
Άλλοτε μαθαίνουμε πως λέγεται Ιγνάθιο, άλλοτε δεν το μαθαίνουμε ποτέ – κι η δεύτερη περίπτωση είναι εκείνη που κάνει τα ρολόγια να χτυπάνε ίσως πιο δυνατά τ’ απόγευμα στις πέντε».
«Κι όλα γίναν κεραυνός και πικρό, πικρό ψωμί»
«Σαββατόβραδο στην Καισαριανή» τιτλοφορείται το εμβληματικό τραγούδι του Σταύρου Ξαρχάκου σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου. Το τραγούδι γράφτηκε για να τιμήσει τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης που εκτελέστηκαν την περίοδο 1942 – 1944 από τους ναζί στην Καισαριανή…
Ένα τραγούδι – ύμνος στην Εθνική Αντίσταση και υπόκλιση στους εκτελεσμένους αγωνιστές που πολέμησαν και θυσιάστηκαν στον αγώνα ενάντια στους ναζί και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Ένα τραγούδι που έχει συνδεθεί με το θυσιαστήριο της λευτεριάς, που θυμίζει τα χωνιά της ΕΠΟΝ που σάλπιζαν την αντίσταση, που φέρνει στον νου τον ΕΛΑΣ να δίνει μάχες σε πόλεις και βουνά… Ένα τραγούδι που μαζί με τα ονόματα των εκτελεσμένων στις Στήλες του Σκοπευτηρίου, γίνεται όχημα για να διαβάσει κανείς μία προς μία τις λαμπρές σελίδες της Ιστορίας του λαού μας.
Η πρώτη ηχογράφηση του τραγουδιού έγινε το 1964 με την Μελίνα Μερκούρη για το ντοκιμαντέρ «Η Ελλάδα της Μελίνας», ωστόσο το τραγούδι δεν εντάχθηκε στο ντοκιμαντέρ. Το 1965 ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Η λογοκρισία της εποχής «έκοψε» το δεύτερο εξάστιχο από την πρώτη ηχογράφηση που ήταν: «Γνώριζες τα βήματα, ξέκρινα τους ήχους / και φωτιές ανάβαμε με σβηστή φωνή / τις βραδιές συνθήματα γράφαμε στους τοίχους / πέφταμε φωνάζοντας “Κάτω οι Γερμανοί”».
Ένα από τα λιγότερο γνωστά τραγούδια του Σ. Ξαρχάκου είναι «Ο Καραγκιόζης και ο Τέως (Ισχύς μου η αγάπη του λαού)», που κυκλοφόρησε στον δίσκο του 1992 με τίτλο «Ακούσατε – Ακούσατε». Στον δίσκο περιλαμβάνονται διασκευές, μεταξύ των οποίων και η συγκεκριμένη, σε μουσική «δανεισμένη» από το «Της αμύνης τα παιδιά» από τον δίσκο «Ρεμπέτικο». Το τραγούδι ερμηνεύουν ο Ευγένιος Σπαθάρης, ο Ν. Μαραγκόπουλος και ο Κ. Τσίγκος.
Ο Νίκος Γκάτσος, που υπογράφει τους στίχους, εμπνέεται από τη «μεταφορά» της… «οικοσκευής» της πρώην βασιλικής οικογένειας από το Τατόι προς άγνωστη κατεύθυνση… Θυμίζουμε ότι τον Φλεβάρη του 1991 έξι νταλίκες φορτωμένες με εννέα κοντέινερ βάρους 32 τόνων έφυγαν από το Τατόι για το λιμάνι του Πειραιά και από εκεί για την Αγγλία…
«Εμένα φίλε με λένε Καραγκιόζη / Παντού κερδίζω κι ας μην κρατάω κόζι / Κι αν κάνω κουτσουκέλες κάπου κάπου / Το ‘χω στο αίμα μου πάππου προς πάππου
Γεια σου μάνα μου Ελλάς / Είμαι κλεφτοφουκαράς/ Μα δε μοιάζω με τους άλλους / Τους τρανούς και τους μεγάλους / Που ‘χουνε μακρύ το χέρι / Και κρατάνε και μαχαίρι / Ούτε μοιάζω με τον μάγκα / Που όταν ξέμεινε από φράγκα / Σήκωσε όλο το Τατόι / Να πουλάει και να τρώει
Εμένα φίλε με λένε Καραγκιόζη / Δε με τρομάζουνε μασόνοι και μαφιόζοι / Φοβάμαι μόνο κάθε πολιτσμάνο / Μη με γραπώσει στην κουτσουκέλα επάνω
Γεια σου μάνα μου Ελλάς / Είμαι κλεφτοφουκαράς / Μα δεν έχω νταραβέρια / Με της τράκας τα ξεφτέρια / Που ‘χουν υπουργούς μαζί τους / Και το κράτος μαγαζί τους / Μένω πάντα τελευταίος / Μα δε μοιάζω με τον Τέως / Που του είπαν τα χρυσά μου / Ό,τι θες εσύ πασά μου».
Ο Σταύρος Ξαρχάκος μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζηδάκι ανήκει στην τριάδα των κορυφαίων της ελληνικής μουσικής, αυτούς που, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, πάντρεψαν τη μουσική τους παιδεία και γνώση με τα ακούσματα της λαϊκής παράδοσης, αλλά και με την εποχή τους, με τη ζωή των ανθρώπων του λαού μας, αλλά και με την Ιστορία του τόπου μας. Έτσι γεννήθηκε η λεγόμενη «έντεχνη λαϊκή μουσική», όπως την ονόμασε ο Μίκης Θεοδωράκης και που ο Σταύρος Ξαρχάκος είναι ένας εκ των κορυφαίων δημιουργών της.
Τα λόγια του λίγα, οι συνεντεύξεις του σπάνιες, ξεκάθαρα προτιμά να μιλά μέσα από τη μουσική του, μέσα από τη μουσική που όπως έχει πει κι ο ίδιος «θέλει αρετή και τόλμη». Και πραγματικά θέλει ταπεινοφροσύνη και σεμνότητα, όταν «ακουμπάς» τη μουσική αυτή κληρονομιά, ρεμπέτικη, επτανησιακή, δημοτική, βυζαντινή, θέλει γνώση που αναμφισβήτητα ο Σταύρος Ξαρχάκος διαθέτει. Άλλωστε, όλο του το έργο αποδείχνει ότι με την ίδια άνεση και φυσικότητα που αντιμετωπίζει τη λαϊκή μουσική, μπορεί να χειρίζεται την κλασική και τη σύγχρονη μουσική, αφού και τα τρία αυτά είδη συνυπάρχουν στη δημιουργία του, συχνά μάλιστα συμπλέκονται.
Από το «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή» μέχρι το «Νυν και Αεί», από τη «Φτωχολογιά (στα χέρια σου μεγάλωσαν)» μέχρι «Το Δίχτυ», κι από την «Αναμπελ» μέχρι τα «Μάτια μπλε» αναγνωρίζουμε τους δασκάλους του, που ίδιος ξεχωρίζει, τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Νίκο Γκάτσο, την Νάντια Μπουλανζέ, τον Ντέιβιντ Ντάιαμοντ και τον Μπερνστάιν.
Τα ακούσματά του, από τα πουλιά μέχρι τους ήχους της πόλης και φυσικά οι σπουδές του, του δίνουν όλο το υλικό που χρειάζεται για να φτιάξει τον δικό του μουσικό κόσμο. Κι ήταν μόλις στη δεύτερη δεκαετία της ζωής του όταν άρχισε να υφαίνει αυτόν τον κόσμο, που συνομιλεί με τη λαϊκή ψυχή και προκαλεί ανεπανάληπτη συγκίνηση και ανάταση.
Σήμερα, στα 83 του χρόνια, συνεχίζει να είναι δημιουργικός, αστείρευτος, όλο ζωντάνια, συνεχίζει να είναι δοτικός απλόχερα στη νέα γενιά δημιουργών κι ερμηνευτών, στους νέους μουσικούς.
Ένας δημιουργός που μεγάλωσαν γενιές και γενιές με τα τραγούδια του, ένας δημιουργός που του οφείλουμε τιμή και που ευχόμαστε να συνεχίζει να δημιουργεί και να μας συντροφεύει.
*Ο Σπύρος Δαράκης είναι πρόεδρος της μαρτυρικής ΜΑΛΑΘΥΡΟΥ
πρώην δήμαρχος Μηθύμνης και μέλος του
Δ.Σ του Δικτύου Μαρτυρικών πόλεων και
χωριών της Ελλάδος περιόδου 40΄- 45΄
(ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΑ)