Τον είδα τον μικρό μελαμψό μπόμπιρα να περιφέρεται ξέγνοιαστος και λεύτερος οργώνοντας την αίθουσα του αεροδρομίου «Δασκαλογιάννης», που έτυχε να βρεθώ ένα λιόλουστο πρωινό καρτερώντας πολύ στενά συγγενικά μου πρόσωπα ερχόμενα από το εξωτερικό.
Στις εικόνες που ξετυλίγονται μπροστά μου, εικόνες που σχημάτιζαν οι αυθόρμητες μετακινήσεις του μικρού κινούμενος στο χώρο της αίθουσας, λογής – λογής συναισθήματα πλημύρισαν την ψυχή μου, ενώ η σκέψη μου γύρισε πίσω τους δείκτες του ρολογιού του χρόνου, τότε που ήμουν κι εγώ μικρός και με τα μάτια της ψυχής μου θωρούσα τις δικές μου δραστηριότητες, που ξυπόλυτος γύριζα στα σοκάκια του μικρού μου χωριού δίχως να δίνω λόγο σε κανένα που θα μ’ εύρισκε η επόμενη στιγμή.
Οι θετοί γονείς του μικρού – και θα εξηγήσω πιο κάτω γιατί τους λέω θετούς – είδα ότι τον παρακολουθούσαν με θρησκευτική επιμέλεια θα μπορούσα να πω, δίχως να του πουν καμιά λέξη, ή κι αν του έλεγαν κάτι, δεν θα μπορούσα να το καταλάβω γιατί εκτός από την ελληνική γλώσσα δεν γνωρίζω καμία απολύτως άλλη, εκτός από λίγες λέξεις τον αριθμό.
Εκείνο όμως που ήταν η αφορμή να πάρω την αγαπημένη μου πένα στα χέρια μου και να γράψω το σημερινό μου άρθρο, είναι η λέξη που για μια στιγμή ξεστόμισε ο μικρός κοιτάζοντας τον θετό του πατέρα χαριτωμένα κατάματα. Η λέξη που ξεχώρισα και που κατάλαβα ότι είναι υιοθετημένο παιδί ήταν το «φάδερ» που αν δεν κάνω λάθος σημαίνει «πατέρας». Ο πατέρας του, ήταν ένας ξανθός νέος άνθρωπος, με απίστευτη τρυφερότητα πήγε κοντά στον μελαμψό άγγελο, σταμάτησε μπροστά του και μάλλον τον ρώτησε τι επιθυμούσε. Η μητέρα του δε, μια κατάξανθη κυρία, αμέσως πήγε κι εκείνη κοντά του, έσκυψε και φίλησε τον μικρό μπόμπιρα στα σγουρά μακριά μαλάκια του και πιάνοντας τον από το χέρι πήραν και οι τρεις μαζί την κατεύθυνση που οδηγούσε σε ένα μικρό, δεν ξέρω πως το λένε, εγώ το λέω περίπτερο που πουλάει λογής – λογής εδέσματα, καφέδες και αναψυκτικά. Στη συνέχεια ο μικρός που πήρε ότι ήθελε να πάρει, αμέσως, ευχαριστημένος και γελαστός, ελευθερώθηκε από το χέρι της μητέρας του και κρατώντας αυτή τη φορά το έδεσμα της αρεσκείας του στο χέρι, άρχισε πάλι να αλωνίζει απ’ άκρη σ’ άκρη ξέγνοιαστος την αίθουσα τρώγοντας συγχρόνως το έδεσμά του. Τα κατάμαυρα σαν δύο μεγάλες ελιές ματάκια του άστραφταν από χαρά και ικανοποίηση, ενώ στο μελαμψό προσωπάκι του φαινότανε περίτρανα ότι η χαρά είχε απλωμένο πάνω του το βελούδο μαγνάδι της.
Δεν θυμάμαι πόση ώρα παρακολουθούσα τις απρογραμμάτιστες κινήσεις του μικρού, ψιθυρίζοντας πόσο τυχερό κι ευχαριστημένο πρέπει να είναι αυτό το μελαμψό αγγελούδι τούτες τις στιγμές. Όμως αμέσως, έπειτα από την τελευταία λέξη των συλλογισμών μου, άλλες μαύρες κι άχαρες σκέψεις και εικόνες πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό μου. Εικόνες, που δίχως οίκτο κι έλεος φέρνουν στο φως της δημοσιότητας όλα τα Μ.Μ.Ε. στις μέρες μας, κι εικόνες παρόμοιες που τις ακούγαμε από ‘κείνους που τις βίωναν και τις είδαν στα τότε μέτωπα του κάθε πολέμου. Οι κατακτητές Γερμανοί και σήμερα «φίλοι μας», μολογούσαν οι παππούδες και πατεράδες μας, πολλές φορές τα μωρά που τύχαινε να τα βρουν στα μισοκαμένα χαλάσματα των σπιτιών που ‘κείνοι τα γκρέμιζαν, πλάι στην νεκρή μανούλα τους, δίχως οίκτο τα πετούσαν στο αέρα και τα κάρφωναν στις ξιφολόγχες των φονικών ούτος ή άλλως όπλων τους. Η κτηνωδία στο αποκορύφωμά της. Εικόνες που αν και δεν τις είδα, με τις λεπτομέρειες που τις περιέγραφαν τότε οι μεγαλύτεροι, τις τύπωσα στα μύχια της σκέψης μου και δεν ξεθώριασαν ποτέ.
Αλλά μήπως και στις μέρες μας δεν ξετυλίγονται τέτοιου είδους απάνθρωπες εικόνες; Πόσες χιλιάδες μικρά κι αθώα παιδιά δεν έχουν καεί ζωντανά στις πυρκαγιές που από οβίδες των βαρβάρων εκδηλώνονται μέσα στην ίδια τους την κατοικία, αλλά και σ’ όλες τις γωνιές της πατρίδας τους; Αυτές κι άλλες πολλές παρόμοιες σκέψεις με καθήλωσαν θα έλεγα στο μέρος που καθόμουνα, προσπαθώντας συγχρόνως να τις διώξω, να χαρώ μόνο τις όμορφες εικόνες που ‘κείνες τις στιγμές ξετυλίγονταν μπροστά μου με πρωταγωνιστή τον μικρό εκείνο μελαμψό μπόμπιρα και τους θετούς γονείς του. Ειλικρινά, τον παρακολουθούσαν με απίστευτη αγάπη.
Τέλος, η αναχώρηση μιας πτήσης που δεν θυμάμαι τον αριθμό με προορισμό την Ρώμη, μ’ έβγαλε από τις ανάκατες σκέψεις μου κι εστίασα όλη την προσοχή μου στις κινήσεις του μικρού ήρωα του σημερινού μου άρθρου, που τώρα τον είχε πάρει αγκαλιά ο πατέρας του. Πηγαίνοντας δε προς την θύρα αναχώρησης, ο μικρός κοιτώντας δεξιά κι αριστερά χάριζε το γλυκό κι αθώο του γέλιο σε όποιον τον κοιτούσε και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον καμάρωναν και τον θαύμαζαν.
Το ίδιο ακριβώς έκανα κι εγώ. Πλησίασα τον μικρό, τον χαιρέτισα κοιτάζοντάς τον κατάματα, σκόπιμα βέβαια, και η αλήθεια είναι ότι εισέπραξα ένα πλατύ χαμόγελο κι ένα αδέξιο κάπως χαιρετισμό κουνώντας το χεράκι του, που ειλικρινά τυπώθηκαν με ανεξίτηλα χρώματα οι εικόνες αυτές πάνω στα φύλλα της καρδιάς μου και που δεν θα σβήσουν ποτέ.
Τώρα, όταν ο μικρός ανέβαινε τις σκάλες στην αγκαλιά του πατέρα του και κάποια στιγμή έσβησε απότομα η οπτική μας επαφή, έστρεψα τα μάτια μου προς τα πάνω κι ενδόμυχα ψέλλισα «καλό σου ταξίδι μικρέ άγγελε μελαμψέ». Έπειτα, γύρισα κατενθουσιασμένος στον χώρο συνάντησης, περιμένοντας τον ερχομό της πτήσης που θα έφερνε κοντά μου τον λατρεμένο μου εγγονό με τους γονείς του, που επέστρεφαν από ένα σύντομο ταξίδι αναψυχής που είχαν πραγματοποιήσει σε μια πόλη του βορά.
Τέλος, εκεί που περίμενα, πολλές φορές ψέλλισα απευθυνόμενος στον Πλαστουργό μας σαν προσευχή λέγοντας: «Ας ήταν Θεέ μου, όλα τα παιδιά του κόσμου που ζουν κάτω από αντίξοες συνθήκες, στα ορφανά του πολέμου, σ’ όλα τα προσφυγόπουλα όπου γης και σ’ όλα τα παιδιά που είναι εγκαταλελειμμένα, να βρουν και ‘κείνα το σβησμένο από τα χείλη τους, το γλυκό χαμόγελο και μια ζεστή αγκαλιά, να ζεσταθεί η ψυχούλα τους και ν’ απαγκιάσουν χαρούμενα κι ευτυχισμένα, όπως ο μικρός ήρωας του σημερινού μου άρθρου».